Σάββατο 28 Μαρτίου 2009

Το άγριο που έγινε ... ήμερο

Ο πρόεδρος είναι λαγοκυνηγός. Από τους καλύτερους που έχω γνωρίσει. Κατέχει καλά και στην παραμικρή του λεπτομέρεια το κυνήγι αυτό. Από τότε που άφησε τα ανθρακωρυχεία της Αυστραλίας για να αναπνεύσει καθαρό αέρα, εγκαταστάθηκε πάλι στην πατρίδα και στο χωριό. Δεν του άρεσαν οι πόλεις. Και στο χωριό ασχολιέται για πολλά χρόνια με τον λαγό. Πολλά χρόνια πριν ακόμα από τον ερχομό του κάπρου. Γνωστό είναι ότι πολλοί κυνηγοί άλλαξαν συνήθειες. Ο πρόεδρος όχι, έμεινε πιστός στα πέρα δώθε του «αυτιά», και παρακολουθεί τις διαδρομές κάθε μέρα, όλο το χρόνο. Κάνει αυτό που κάνουν όλοι οι άνθρωποι της υπαίθρου αφού στην καθημερινή ενασχόληση του, όλα τα άγρια της ελληνικής πανίδας αφήνουν τα ίχνη τους και το έμπειρο μάτι του διακρίνει με απόλυτη ακρίβεια τις συνήθειες, όχι μόνο του λαγού αλλά και όλων των άλλων «αγρίων». Και είναι όμορφο πράγμα να ακούς τις λεπτομέρειες των ιχνηλασιών, ακόμα και τις εποχές που έχουμε τα όπλα κρεμασμένα στον τοίχο!

Εκεί που δεν τα πάει καλά είναι με τον αγριόχοιρο. Βέβαια, τον παρακολουθεί προσεκτικά αφού πολλές φορές τον βλέπει μέσα στη στάνη του ανάμεσα στα κατσίκια και τις γίδες του. Και γνωρίζει τα χούγια του, έχει μελετήσει σε βάθος τις διαδρομές του, την τροφή που παίρνει ανά εποχή, τις λούτσες που προτιμά να κάνει το μπάνιο του, τους κορμούς των δέντρων που ξύνει το δέρμα του. Όταν όμως καμιά φορά έρχεται μαζί μας στο κυνήγι αυτό, δεν έχει την υπομονή που πρέπει στο καρτέρι. Γιατί και στο σημάδι άριστος είναι, όμως νευριάζει ο πρόεδρος στο καρτέρι και γίνεται η σχετική πλάκα με την ομάδα. «Μόνο ο λαγός είναι αληθινό κυνήγι!», μας λέει κάθε φορά που κάτι δεν πάει καλά ή τον έχει κουράσει η πολύωρη αναμονή του καρτεριτζή. Ο πρόεδρος πάντα είχε τα καλύτερα λαγόσκυλα. Δεν ξέρω τι τα πότιζε και τι τους μάθαινε, γιατί, την περίοδο που το κυνήγι απαγορευόταν, ο πρόεδρος έτρωγε λαγό! Του τον πήγαιναν τα σκυλιά στο σπίτι κρατώντας τον από το στόμα. Με καμάρι διέσχιζαν το χωριό και έφταναν στην πλακόστρωτη αυλή του. Πολλές φορές όμως τα σκυλιά – καλόψυχα καθώς ήταν, άφηναν τον λαγό στο κέλευσμα του κάθε συγχωριανού. Και πολλοί έτρωγαν τον λαγό τον ξένο και ευχαριστώ δεν έλεγαν!

Τα σκυλιά του πρόεδρου ένα καλοκαίρι απόγευμα δεν φάνηκαν στην συνηθισμένη βόλτα τους στο χωριό. Και ανησυχήσαμε γιατί ήσαν πολύ κοινωνικά με τους ανθρώπους, παιχνιδιάρικα με την μικρή μας κοινωνία. Τα ψάξαμε και τα βρήκαμε την άλλη ημέρα φολιασμένα, έξω από το χωριό. Μα και κάποια άλλα σκυλιά του πρόεδρου, βρέθηκαν πυροβολημένα σε άλλη χρονική περίοδο. Και ο πρόεδρος σήμερα δεν έχει σκυλιά, όχι για το αγαπημένο του κυνήγι μόνο, αλλά και για την συντροφιά στη δύσκολη ζωή του χωριού ειδικότερα την χειμερινή περίοδο. Και κάποια στιγμή, εκεί ανάμεσα στη στάνη του έβοσκε παρέα με τα κατσίκια του κι ένα μικρό καπρί. Το πήρε σπίτι του και το έκανε οικόσιτο. Στην αρχή δυσκολεύθηκαν ο πρόεδρος και ο αδελφός του ο Γιάννης που ζούσε ακόμη, να το κουμαντάρουν. Και του έδινε ο Γιάννης την τροφή του, του έκαμε ειδικό χώρο στην αυλή του σπιτιού και το πρόσεχε σαν τα μάτια του. Και ηρέμησε το καπρί. Σε εμάς τους «ξένους» δεν πλησίαζε, ο φροντιστής του όμως το έπαιρνε στην αγκαλιά του και έκαναν παιχνίδια. Και ένα καλοκαιριάτικο απόγευμα, πως τα κατάφερε το καπρί – είχε μεγαλώσει και είχε φτάσει 8 – 9 μηνών και ήταν σε πλήρη ανάπτυξη, και έφυγε για το βουνό. Αρχίσαμε τότε αρκετοί και το αναζητούσαμε, δίχως όμως αποτέλεσμα. Και έφτασε και ο Γιάννης και άρχισε να φωνάζει προς το βουνό «έλα γουρουνάκι, έλα». Και πήγε το άτιμο! Έδωσε μια μεγάλη δρασκελιά, ένα σάλτο – μορτάλε και βρέθηκε στην αγκαλιά εκείνου που το αγαπούσε αληθινά και το φρόντιζε.

"Και μη νομίσετε ότι αυτό είναι παραμύθι. Ρωτήστε τον πρόεδρο να σας πει την ιστορία στην κάθε της λεπτομέρεια".

-- Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Τύπος – Κυνήγι του Ελεύθερου Τύπου» την Τρίτη 24 Μαρτίου 2009 --

Ο αγριόχοιρος της Πελοποννήσου από τον Κυνηγ. Συλ. Μεγαλόπολης


Ο αγριόχοιρος της Πελοποννήσου έγινε 20 χρόνων. Ενηλικιώθηκε!!


1989 – 2009, ο κάπρος στην Πελοπόννησο ενηλικιώθηκε, έγινε 20 χρονών! Τον επανέφεραν οι κυνηγοί του «ΠΑΝ» του Κυνηγετικού Συλλόγου Μεγαλόπολης έπειτα από χιλιάδες χρόνια.. Και αφού τον έφεραν και τον άφησαν στο δάσος ελεύθερο, διώχθηκαν στην συνέχεια από κατοίκους της περιοχής. Και κάθισαν στο εδώλιο του κατηγορουμένου εκείνοι που εμείς σήμερα τους χρωστάμε πολλά. Και αθωώθηκαν επειδή ο κάπρος αποτέλεσε μέρος της πανίδας της Πελοποννησιακής γης. Και για πρώτη φορά ίσως, οι κυνηγοί είχαν σύμμαχο τους οικολόγους που παρέστησαν στο δικαστήριο σαν μάρτυρες υπεράσπισης. Συναντήσαμε τον Παναγιώτη Αριδά, τον πρόεδρο την περίοδο εκείνη που έκανε τις ενέργειες και ο κάπρος επανήλθε στην Πελοπόννησο. Τον πρόεδρο που διώχθηκε ποινικά και πανηγυρικά αθωώθηκε. Στην συνάντηση που έγινε στην Τρίπολη, παραβρέθηκαν και δύο άλλοι πρόεδροι του συλλόγου «ΠΑΝ», ο πρώην πρόεδρος Δημήτρης Σωτηρόπουλος και ο σημερινός πρόεδρος Βασίλης Γεωργακόπουλος. Και οι τρεις τους είχαν ενεργό συμμετοχή στην προσπάθεια να ζήσει και πάλι ο κάπρος στη φύση της Πελοποννήσου.

Κύριε Αριδά πάμε λίγα χρόνια πίσω να δούμε πως ξεκίνησαν οι περιπέτειες;
Όταν ανέλαβα καθήκοντα προέδρου το 1988 πλαισιώθηκα από ανθρώπους που είχαμε κοινά οράματα για τον σύλλογό μας. Μέχρι τότε και ενώ ο σύλλογος είχε 800 μέλη, στις εκλογές που γινόντουσαν συμμετείχαν 15 – 20 άτομα. Κινητοποιηθήκαμε και για πρώτη φορά είχαμε στις κάλπες προσέλευση 800 μελών μας. Πήραμε δύναμη και προχωρήσαμε. Στην συνεδρίαση της «1ης Μαρτίου 1989 – πράξη 2», αποφασίσαμε να εμπλουτίσουμε την περιοχή μας με τον αγριόχοιρο. Στο επόμενο συμβούλιο στις «24 Μαρτίου 1989 – πράξη 3», αποφασίσαμε την αγορά οκτώ αγριόχοιρων – έξι θηλυκών και δύο αρσενικών, με το ποσό των 350.000 χιλ (οι 30.000 χιλ. για την μεταφορά τους). Στο συμβούλιο της «6ης Σεπτεμβρίου 1989 – πράξη 7», αποφασίσαμε την αγορά ακόμα δύο αγριόχοιρων. Τους πρώτους οκτώ αγριόχοιρους τους αγοράσαμε από τον Παναγιώτη Τουρλίδα κάτοικο Πετρώνας Βάλτου Αιτωλοακαρνανίας και από τον Βίκτωρα Τσιαμτσίκα από το Αγρίδι Αιτωλοακαρνανίας Την ημέρα της απελευθέρωσης τους στην περιοχή μεταξύ «Καμάρας – Άκοβου και Δυρραχίου» - που επιλέχθηκε με τη σύμφωνη γνώμη του Δασαρχείου, παρέστη πλήθος κόσμου αλλά και εκπρόσωποι του Δασονομείου Μεγαλόπολης και του Δήμου Μεγαλόπολης. Στη συνέχεια βέβαια και όταν άρχισαν οι δικαστικές διώξεις, οι Φορείς αυτοί ήσαν απόντες.

Στην προσπάθεια σας αυτή, η Ομοσπονδία Πελοποννήσου σας βοήθησε;
Η Ομοσπονδία ήταν απούσα για τρία (3) χρόνια. Σαν εκπρόσωπος του συλλόγου μας πήγαινα στην Ομοσπονδία συνέχεια και τους εξέθετα τις απόψεις μας και μάλιστα ζητούσαμε να απαγορεύσουν τον αγριόχοιρο και ποτέ δεν το έκαναν μέσα στην τριετία. Πρόεδρος τότε της Ομοσπονδία ήταν ο κ. Μυλωνάς, εξαίρετος κατά τα άλλα άνθρωπος, που όμως ποτέ δεν μάθαμε από αυτόν, τον λόγο που η Ομοσπονδία δεν προχωρούσε σε απαγορευτική διάταξη. Αναγκαστήκαμε και κάναμε μόνοι μας περιπολίες σε καθημερινή βάση για να προστατεύσουμε την αναπαραγωγή του αγριόχοιρου καθώς βλέπαμε πως «η οικογένεια» μεγάλωνε και πλήθυνε. Αποτέλεσμα της ανεξήγητης αδράνειας της Ομοσπονδίας ήταν η ομόφωνη απόφαση που πήραμε σαν Συμβούλιο στις «15 Απριλίου 1989 – πράξη 4», και επικηρύξαμε την λαθροθηρία κατά του αγριόχοιρου με το ποσό των 150.000 χιλ. σε όποιον μας έφερνε βάσιμες πληροφορίες κατά λαθροθήρων. Ένας συνεχής αγώνας.

Οι διώξεις πότε άρχισαν;
Εμφανίστηκαν κάτοικοι της περιοχής Δυρραχίου έπειτα από κάποιο διάστημα που ισχυρίζονταν ότι οι αγριόχοιροι είχαν κάνει μεγάλες ζημιές στις καλλιέργειές τους. Και πήγαμε με το Δασαρχείο και τον αγροφύλακα και διαπιστώσαμε πως οι ζημιές ήσαν πολύ μικρές. Μάλιστα, στο δικαστήριο που εκδικάστηκαν μαζί και οι δώδεκα (12) μηνύσεις η κατηγορία ήταν «απελευθέρωση ζώων αδέσποτων στο δάσος». Κατά την ακροαματική διαδικασία δε, ένας ιερέας ισχυριζόταν πως οι αγριόχοιροι του έφαγαν 2 τόνους πατάτα!. Τον ρωτάει ο δικαστής τον ιερέα: «πόσο σπόρο είχατε βάλει;» και απαντά ο ιερέας: «50 κιλά!». Και του λέει ο δικαστής που ήταν και ο ίδιος καλλιεργητής: «δεν ντρέπεστε, ιερέας και να λέτε ψέματα;». Στο δικαστήριο που έγινε στο Λεοντάρι Αρκαδίας είχαμε μάρτυρες υπεράσπισης εκπρόσωπο από τους οικολόγους τον Θωμά Γκιόκα και τον Νικήτα Κυπρίδημο εκδότη του περιοδικού «Κυνήγι – Σκοποβολή». Παράλληλα όμως με το δικαστήριο είχαμε και την Πολιτεία που προχώρησε ακόμα περισσότερο και διενήργησε ΕΔΕ για τυχόν οικονομικές ατασθαλίες κατά την αγορά των αγριόχοιρων από τον σύλλογό μας. Το δε Δασαρχείο που από την αρχή την προσπάθειάς μας το συμβουλευόμασταν και από κοινού επιλέξαμε και τον χώρο απελευθέρωσης, στάθηκε τελικά απέναντι μας. Έφτασε μάλιστα στο σημείο να συζητά ακόμα και θανάτωση των αγριόχοιρων. Δασάρχης τότε ήταν μία εξαιρετική κυρία η Δέσποινα Πιερράκου. Προφανώς όμως οι εντολές ερχόντουσαν από «άνωθεν», ίσως από το υπουργείο Γεωργίας που δεν ήθελε τον αγριόχοιρο στα μέρη μας. Έτσι μπορεί να εξηγηθεί και η στάση του Δασαρχείου. Έκλεισε όμως οριστικά ο κύκλος αυτός που μας ταλαιπώρησε εκτός των άλλων και οικονομικά.

Κύριε Αριδά πότε άρχισε το κυνήγι του αγριόχοιρου στην Πελοπόννησο;
Η Ομοσπονδία Πελοποννήσου το 1995 αξιώθηκε και έβγαλε απαγορευτική διάταξη για το κυνήγι του αγριόχοιρου. Και ένα χρόνο μετά, το 1996, επέτρεψε το κυνήγι, δίχως να μπει στο κόπο να μας ενημερώσει. Διότι εμείς θέλαμε απογραφική μελέτη από ομάδα θηραματολόγων και ύστερα να αποφασιστεί η κυνηγετική διαχείριση του αγριόχοιρου. Εάν είχαμε εισακουστεί τότε, δεν θα ακούγαμε σήμερα διάφορα όπως «οι αγριόχοιροι είναι εκατομμύρια». Βέβαια, απογραφική μελέτη δεν έχει γίνει και για κανένα άλλο θήραμα στην περιοχή μας. Επί πλέον το 1996 απελευθερώσαμε και άλλους αγριόχοιρους για να αποφύγουμε περιστατικά αιμομιξίας. Σήμερα, 20 χρόνια μετά την έλευση του πρώτου αγριόχοιρου στην Πελοπόννησο, μαζί με τους κυνηγούς έφτασαν και οι λαθροθήρες, αυτοί δηλαδή που ασελγούν συστηματικά κατά της ελληνικής φύσης. Αλλά έφτασαν και οι άλλοι, αυτοί που λένε πως είναι κυνηγοί και εμπορεύονται το κρέας του κάπρου. Οι παράνομοι και όλοι αυτοί που έχουν μαζί τους ψυγεία και στρατιές «κυνηγών» Και γέμισαν οι ταβέρνες της Πελοποννήσου και όχι μόνο με το «εκλεκτό έδεσμα». Και πλουτίζουν όλοι αυτοί παράνομα από τη δική μας προσπάθεια. Αυτοί όλοι είναι μάστιγα υπαρκτή. Και τους βλέπεις στο δάσος να απαγορεύουν στον αγρότη να πάει στο χωράφι του, κλείνουν μία περιοχή και ούτε κουνούπι δεν έχει δικαίωμα να περάσει επειδή είναι «αυτοί εκεί». Και πολλά άλλα περιστατικά που στην ουσία ζημιώνουν τον πραγματικό κυνηγό, τον νομοταγή εραστή της ελληνικής φύσης. Ντρεπόμαστε πολλές φορές που είμαστε κυνηγοί βλέποντας στο δάσος αυτούς που παρανομούν συστηματικά. Ντρεπόμαστε που οι εγκληματίες του ποινικού δικαίου λαθροθήρες βρίσκονται ανάμεσά μας.

Κύριε Αριδά ο σύλλογος σας είχε βοήθειες και από πού;

Στον αγώνα μας για τον αγριόχοιρο δεν είχαμε καμία βοήθεια από το Δασαρχείο Τρίπολης αλλά και από το τότε υπουργείο Γεωργίας, αντίθετα μάλιστα, είχαμε συνεχείς οχλήσεις. Αλλά και η Ομοσπονδία Πελοποννήσου απούσα ήταν. Όταν δημιουργήσαμε το πάρκο απελευθέρωσης ζώων στην τοποθεσία, η ΔΕΗ μας παραχώρησε αποκατεστημένο χώρο των ορυχείων στην τοποθεσία «Αγία Βαρβάρα». Και στο πάρκο αυτό υπήρχαν λαγοί, φασιανοί, πέρδικες κ.α που απελευθερώναμε. Και ερχόταν ο κόσμος, μικροί και μεγάλοι, σχολεία από μακρινά μέρη, διευθυντικά στελέχη της ΔΕΗ κ.α. και έβλεπαν από κοντά την πανίδα της περιοχής μας. Η ΔΕΗ στάθηκε πολύτιμος βοηθός μας όλα αυτά τα χρόνια. Όμως το έργο του συλλόγου μας δεν ήταν μόνο η απελευθέρωση του αγριόχοιρου στην Πελοπόννησο αλλά και πλήθος άλλων δραστηριοτήτων. Όταν έφυγα από την προεδρία του συλλόγου, το έργο αυτό που ήταν δημιούργημα όλων μας, συνεχίστηκε. Μέχρι που έφτασε η καταραμένη φωτιά το καλοκαίρι του 2007 και έκαψε τα πάντα. Και το πάρκο μας καταστράφηκε και κάηκαν όλα τα ζώα που υπήρχαν σε αυτό. Σήμερα δε, παλεύουμε με νύχια και με δόντια για να επαναφέρουμε το πάρκο στην αρχική του κατάσταση. Οι δραστηριότητες του συλλόγου όμως δεν σταμάτησαν σε αυτά. Δημιουργήσαμε Λέσχη που συγκεντρωνόμαστε και λειτουργεί με μεγάλη επιτυχία και σήμερα.. Εμπλουτίσαμε την πανίδα με φτερωτά θηράματα (φασιανός, πέρδικα), συγκροτήσαμε ομάδες πυροπροστασίας, ρίχνουμε σπόρους στους ορεινούς όγκους του λεκανοπέδιου για τις πέρδικες και τους λαγούς. Σε όλες τις εκδηλώσεις και τις δραστηριότητές μας, όλα τα μέλη του συλλόγου δουλεύαμε εθελοντικά για την μοναδική φύση μας. Και θέλω εδώ να πω ότι η Πολιτεία δεν ξέρει πώς να μας «εκμεταλλευτεί», πως να μας αξιοποιήσει σωστά όταν παρίσταται ανάγκη. Ακόμα και ο χορός μας είναι σημείο αναφοράς για την πόλη μας και την ευρύτερη περιοχή. Και ο σύλλογος μας ευτύχησε και όλοι οι πρόεδροι μετά από εμένα προσφέρουν έργο αξιοζήλευτο.

-----------------------------------------------------------------------
Ευχαριστώ πολύ τον Παναγιώτη Αριδά που κάναμε μαζί μία αναδρομή στο παρελθόν και ήλθαν πάλι στο φώς τα προβλήματα από την έλευση του κάπρου στην Πελοπόννησο. Ευχαριστώ πολύ και τους δύο προέδρους, τον νυν Βασίλη Γεωργακόπουλο και τον πρώην Δημήτρη Σωτηρόπουλο που ήσαν παρόντες στην συζήτησή μας και βοήθησαν στην εξέλιξη της αναδρομής αυτής. Και σαν κυνηγός, προτείνω στις Ομοσπονδίες Ελλάδας και Πελοποννήσου να δώσουν έναν Έπαινο στον Παναγιώτη Αριδά και στον Κυνηγετικό Σύλλογο Μεγαλόπολης, διότι, δημιούργησαν έναν καινούριο προορισμό για χιλιάδες κυνηγούς. Μία περιοχή της πατρίδας μας έχει μεγάλα οικονομικά οφέλη από αυτές τις δραστηριότητες. Και η περιφέρεια δουλεύει μία νεκρή τουριστική περίοδο αποκλειστικά από τους κυνηγούς. Που γεμίζουν τα βενζινάδικα, τα καφέ και τις ταβέρνες, αγοράζουν ντόπια προϊόντα, οι ξενώνες και τα ξενοδοχεία άγονων περιοχών απόκτησαν μεγάλη πληρότητα, και η οικονομία κινείται καλά παρά τους χαλεπούς καιρούς που διάγουμε.

Και όπως λέει και ένας αγαπητός συγχωριανός μου: «Ας μη συνεχίσουμε άλλο. Ας μη βάλουμε τέλος σ' αυτό το κείμενο, γιατί αυτά που μας αρέσουν δεν πρέπει να έχουν τέλος, γοητεία φέρνει η αναμονή, η διαδρομή προς την επίτευξη του ονείρου. Όχι κατ' ανάγκη το όνειρο....»


Στη φωτό από αριστερά προς τα δεξιά:
Βασίλης Γεωργακόπουλος – νυν πρόεδρος
Παναγιώτης Αριδάς – πρώην πρόεδρος
Δημήτρης Σωτηρόπουλος – πρώην πρόεδρος

--“Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Τύπος – Κυνήγι του Ελεύθερου Τύπου» την Τρίτη 24 Μαρτίου 2009”---

Πέμπτη 26 Μαρτίου 2009

Banistir point = ύβρις

Το δημοσιογραφικό ήθος του εντιμότατου «banistir point», που είναι αρθογράφος σε κυριακάτικη εφημερίδα, είναι άνευ βάθους. Δικαίωμα του είναι να έχει διαφορετική άποψη για το κυνήγι απ’ ότι εμείς οι κυνηγοί. Όπως και εμείς άλλωστε κατά καιρούς έχουμε εκφραστεί με προβληματισμό για κάποιους οικολόγους. Βέβαια, δεν φτάσαμε σε εκτροπές όπως ο banistir point, δεν βρίσαμε κανένα, δεν χυδαιολογήσαμε κατά κανενός.

Ο αγαπητός συνέλληνας, άντλησε δύναμη από το δικαίωμα που του δίνει η ελευθεροτυπία εν ελλάδι και ομίλησε όπως συνηθίζει φαίνεται να μιλά στο σπίτι του και στην οικογένειά του. Εκτός και αν η στήλη του έχει εκπέσει σε αναγνωσιμότητα και επέλεξε την ύβρι για να την κερδίσει πάλι. Συνηθίζεται αυτός ο τρόπος στην Ελλάδα. Εκεί που δεν σε προσέχει κανείς, πετάς μια ντουφεκιά και κερδίζεις πόντους, γίνεσαι γνωστός. Και μάλλον ο αγαπητός μας υβριστής, είχε ανάγκη την αναγνώριση.

Δεν είναι κακό να είσαι επώνυμος, γνωστός στο μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας μας. Κακό και δύσκολο συνάμα είναι να μην μπορείς σαν επώνυμος επιπέδου banistir point, να έχεις επαφή με την πραγματικότητα.

Δεν γνωρίζω τις ενασχολήσεις του αγαπητού μας συνέλληνα με την φύση. Και δεν με ενδιαφέρουν άλλωστε. Με προβλημάτισε όμως – όχι οι λέξεις που έγραψε και δεν τιμούν τον ίδιο, με προβλημάτισε η άγνοιά του για την ελληνική κοινωνία χάριν της οποίας αρθογραφεί, η απουσία στοιχειώδους γνώσης για την ελληνική φύση περί της οποίας κόπτεται.

Αδελφέ banistir point, ηρέμησε. Εμείς οι κυνηγοί ποτέ δεν ισχυριστήκαμε πως είμαστε αλάθητοι. Απεναντίας, βλέπουμε τα τρωτά μας σημεία και προσπαθούμε μέσα από τις Ομοσπονδίες, τους Συλλόγους, την αρθογραφία μας, και ότι άλλο μέσο διαθέτουμε, να απαλείψουμε πολλά στραβά που γίνονται στην ελληνική φύση. Όμως εσύ ξεχνάς ή δεν ξέρεις ενώ θα όφειλες σαν «έγκριτος δημοσιογράφος που είσαι», πως στην κοινωνία μας υπάρχουν και κακοί κυνηγοί, και υβριστές δημοσιογράφοι σαν και ελόγου σου, και οικολόγοι παραμυθάδες, και κακοί γιατροί, και αντιεπαγγελματίες ταξιτζήδες κτλ. Υπάρχει όμως και η άλλη όψη του νομίσματος, οι καλοί. Που και εσύ τους προσπερνάς και ας είναι οι πολλοί. Τους αγνοείς επειδή αυτοί δεν πουλάνε. Και διακρίνεται καθαρά στη στήλη σου με τον συμπαθέστατο και ελληνικότατο τίτλο «banistir point» πώς να πουλήσεις ήθελες. Και επέλεξες την ύβρι. Ίσως επειδή σου ταιριάζει καλύτερα, ίσως αγαπητέ συνέλληνα εν τέλει, να είσαι ανίκανος να γράψεις κάτι διαφορετικό από αυτήν.

Σαν κυνηγός, θα ένιωθα ντροπή αν από εσένα και τη στήλη σου διάβαζα κάτι καλό για τους κυνηγούς. Πραγματικά. Ενώ τώρα ξέρω, ο πάτος είναι άνευ βάθους, δηλαδή banistir point!!

Παρασκευή 20 Μαρτίου 2009

Παραμονές της Άνοιξης

Στο συνεχές ταξίδι στην ελληνική φύση και στο αιώνιο κυνήγι των «μαγισσών», ο νους γυρίζει εκεί στα Ζαγοροχώρια και στην Αρίστη, μετά το Καλπάκι και πριν τον Βοϊδομάτη ποταμό και τις ανηφοριές για το μεγάλο και το μικρό Πάπιγκο. Λίγο πριν από τα μονοπάτια που πάνε στη Δρακόλιμνη και στη Γκαμήλα, στον Λάπατο και στην Αστράκα, στο χάσμα του Έπους και στις πηγές του Βοϊδομάτη και στο φαράγγι του Βίκου. Αλλά και αλλού, στο καταφύγιο και από εκεί στη μονή Στομίου και στον Αώο, στην Κόνιτσα και στα Μαστοροχώρια της – στην Πυρσόγιαννη, στην Βούρμπιανη και στο Πληκάτι. Και από εκεί στην Αετομηλίτσα και στη λίμνη Γκιστόβα ή στις πηγές του Αλιάκμονα στη Γράμμουστα.

Ατελείωτα ταξίδια αυτά. Αλλά η Αρίστη σταθμός, όχι επειδή είναι πανέμορφο χωριό – όλα τα Ζαγοροχώρια είναι μοναδικά εξάλλου, αλλά διότι το κυνήγι με τις «μάγισσες» εκεί έφτασε στο τέλος του ή μάλλον στην αρχή του!
Στην πρώτη διάσχιση στο φαράγγι του Βίκου με σημείο εκκίνησης το Μονοδένδρι – στη συνέχεια έγιναν και άλλες, ο Βουρμπιανίτης έπινε ούζο για να αντέξει, ο γράφων είχε κάλλους σε έξαρση από τα κακής ποιότητας παπούτσια, ο Seven days και ο Βολιώτης – στρατηγός σήμερα, είχαν προχωρήσει μπροστά και ο Γιάννης ακολουθούσε τους προβληματικούς και μεθυσμένους της μικρής μας ομάδας. Και ο Τούπας στο κρυφό ραντεβού με την ξανθιά (όλες ξανθιές ήσαν!), αγνάντευε φιλοσοφώντας τη ρημάδα τη ζωή! Και στη έξοδο από τα φαράγγι στο ύψος του χωριού Βίκος, οι πέρδικες διέκριναν την ομάδα μας που ανέβαινε αγκομαχώντας!

Το βράδυ στην Αρίστη και στη ταβέρνα της κυρά Αλεξάνδρας, τα ερωτικά παιχνιδίσματα με τις πέρδικες βάδιζαν σε καλό δρόμο. Και το κρασί έρεε άφθονο, πότε από τα κεράσματα του γέρο – Κολοκοτρώνη, πότε από του μεθυσμένου αστυνόμου και πότε από τον έρωτα που ήτανε στα πάνω του και δημιουργούσε εκρηκτικές καταστάσεις στη μικρή ταβέρνα.
Ποιος ήταν ο κυνηγός και ποιος το θήραμα, δύσκολο να το πει κανείς. Το ένστικτο πάλευε με την ματιά, και οι καρδιές πάλλονταν στο κόκκινο. Όλα στο όριο. Θαρρώ πως η πέρδικα από τη Λάρισα η μικρή, έκανε το καλύτερο κυνήγι. Λες και ήτανε χρόνια στο βουνό και γνώριζε πότε έπρεπε να ντουφεκίσει!. Και τα φλογισμένα μάτια της έκαναν ενέδρα στον Βουρμπιανίτη που μέθυσε παρέα με τον αστυνόμο. Και ο αστυνόμος καλό παιδί και φιλότιμο, ήθελε να μας φιλοξενήσει στο αστυνομικό τμήμα για τον ύπνο μας! Όλα τα κελιά του κρατητηρίου ήσαν άδεια μας έλεγε! Εμείς όμως παραμονές της Άνοιξης προτιμήσαμε να κοιμηθούμε στην όχθη του Βοϊδομάτη. Μας ταίριαζαν καλύτερα τα τραγούδια του νερού και της άγριας φύσης. Αποζητούσαμε την υγρασία για να σβήσουμε τη θέρμη της καρδιάς. Και το πρωί μερικοί από εμάς ξυπνήσαμε ζευγαρωμένοι. Και βουτήξαμε στα παγωμένα νερά του ποταμού να καταλαγιάσουμε την άψα μας. Τι να σου κάνουν και τα παγωμένα νερά;

Τα ταξίδια μας από τότε απόκτησαν προορισμό και το δρομολόγιο Αθήνα – Βόλος – Λάρισα έγινε μέρος της ζωής μας.
Εκεί στα Ζαγοροχώρια, ο έρωτας είναι άρρηκτα δεμένος με την ομορφιά, θες από τη μαγική φύση, θες από τα μεγάλα κυνήγια, θες από την καλή διάθεση. Απ’ όποια σκοπιά και να δει κανείς τα πράγματα, εκείνο που μένει έπειτα από κάθε καλό κυνήγι, είναι η γλυκιά προσμονή του επόμενου. Γιατί στο βουνό πολλά μπορούν να συμβούν. Και τα σχέδια που καταστρώνονται εύκολα ανατρέπονται από τη στιγμή.

Από την μικρή μας ομάδα, το ταξίδι αυτό το συνεχίζει ακόμα ο Βουρμπιανίτης. Ο Seven days κυνήγησε και βρέθηκε στην Αμερική. Αν διαβάσει το παρόν άρθρο, του το αφιερώνω.

--“Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Τύπος - Κυνήγι του Ελεύθερου Τύπου» την Τετάρτη 18 Μαρτίου 2009”--

Συνέντευξη με λαγάδες της Αχαΐας

Στον Ελαιώνα του Διακοφτού υπάρχει ένα σπήλαιο στο βουνό πάνω από το χωριό. Εκεί λέγεται πως υπήρχε άγαλμα του Ηρακλή του βουραικού. Και ο κάθε επισκέπτης στον μαντικό χώρο έριχνε τέσσερις αστραγάλους (κότσια από πόδια προβάτων ή κατσικιών), συνήθεια πολύ διαδεδομένη ειδικότερα κατά τους τελευταίους αιώνες της αρχαιότητας που ο κόσμος το είχε ρίξει στις προγνώσεις!. Εκείνο που είναι αξιοσημείωτο είναι ότι, η διαδικασία της μαντείας δεν είχε ιερείς και μάντεις για να εξηγήσουν τα μελλούμενα. Υπήρχε πίνακας κάπου στο χώρο που εξηγούσε - ανάλογα με την πλευρά που έπεφτε κάθε αστράγαλος, τι μέλλει γενέσθαι στον ενδιαφερόμενο! Self service από τότε! Στον Ελαιώνα σήμερα δεν ασχολούνται με τα παλιά που όμορφα ήσαν και πολλά προσέφεραν στην ψυχή του ανθρώπου. Οι κυνηγοί της σημερινής παρέας μας που φιλοξενούμε, ασχολούνται με το κυνήγι του λαγού, μακριά από «αστραγάλους» και «μαντικά»
Φίλοι, συγγενείς, συντοπίτες. Και κυνηγοί του λαγού και λάτρεις της ελληνικής υπαίθρου. Γνώστες καλοί του βουνού αλλά και των ταβερνών της περιοχής. Να είσαι κυνηγός και να αγνοείς τις ταβέρνες της περιοχής που κυνηγάς, είναι όπως λέμε: «που πάς γυμνός στη πόλη». Και όπως τους είδα, περισσότερο για θαμώνες σε ταβέρνες τους «έκοψα». Με πρόσωπα χαρούμενα, ζωντανά, καθαρά Σκληροί επαγγελματίες στη δουλειά τους, άλλα τα Σαββατοκύριακα και τις Τετάρτες στο βουνό. Η απόδραση στη φύση και το περπάτημα στις καταπράσινες λαγκαδιές είναι τρόπος ζωής για αυτούς. Ίσως και κανένας «αστράγαλος» αν οι θεοί το επιτρέπουν!

Ο Βασίλης Κωνσταντινόπουλος είναι το καλύτερο σημάδι στην ομάδα, περπατάει ακούραστα και είναι πολύ έμπειρος.
Ο Πέτρος Πετρόπουλος με μεγάλη συμμετοχή στο τελικό αποτέλεσμα, αφού αυτός καθοδηγεί τα σκυλιά και πολλές φορές έχει την επαφή με τον λαγό στο ξεπέταγμα.
Ο Δήμος Σπυρόπουλος είναι ο στρατηγός της ομάδας, πολύ καλός γνώστης της περιοχής, των κουμασιών του λαγού, αυτός που παρακολουθεί την εξέλιξη, καθοδηγεί την ομάδα και στο ντουφέκι … σκέτο πολυβόλο!.
Ο Γιάννης Παρασκευόπουλος είναι βράχος στο καρτέρι, σκοπευτής δεινός που δεν αλλάζει το δίκαννο με τίποτα και παράλληλα ο καλύτερος κυνηγός στο φαγητό. Μυρίζεται από μίλια μακριά την καλή ταβέρνα. Και στο κυνήγι αυτό δεν παίζεται.
Ο Λούης Σταμόπουλος παλιός κυνηγός, άριστος άνθρωπος και κυνηγός, στο καρτέρι μοναδικός.
Και ο Ράκης, που κάνει τη δυσκολότερη δουλειά. Φροντίζει τα σκυλιά, τα ταΐζει, τα καθαρίζει, τα εκπαιδεύει, ακολουθεί στο βουνό την ομάδα, παρατηρεί και ακούει τα κλαφουνιτά των σκυλιών και πολλές φορές τρέχει να τα μαζέψει όταν απομακρυνθούν. Ο Ράκης δεν φέρει όπλο.
Οι περισσότεροι λαγάδες που γνωρίζω, γύρισαν στον αγριόχοιρο. Εσείς όμως μείνατε πιστοί στο κυνήγι αυτό. Μιλήστε μας για τις ομορφιές του λαγοκυνηγίου.
Για τη δική μας παρέα, το κυνήγι του λαγού δεν συγκρίνεται με κανένα άλλο. Αφενός πιστεύουμε ότι είναι το δυσκολότερο κυνήγι και αφετέρου οι συγκινήσεις είναι συνεχείς. Το κάθε κυνήγι είναι ξεχωριστό και διαφορετικό από το προηγούμενο ή το επόμενο. Οι περιπέτειες είναι ανεπανάληπτες και η συνάντηση με το λαγό εκστατική. Το πρωινό ξύπνημα μας βρίσκει να συναντιόμαστε και να πίνουμε ελληνικό καφέ στην πέτρινη παραδοσιακή ταβέρνα «η καλή καρδιά» που βρίσκεται στο κτήμα του Πέτρου Πετρόπουλου στον Ελαιώνα Διακοφτού Αχαΐας. Παίρνουμε τον εξοπλισμό μας, βάζουμε τα σκυλιά πάνω στα σκυλόκουτα και με τα «αγροτικά» ανηφορίζουμε για την σημερινή διαφορετική λαγοπεριπέτειά μας. Από τη στιγμή που θα βγούμε στον κυνηγότοπο με το ξημέρωμα της ημέρας, πιάνουμε τα καρτέρια και αφήνουμε τα σκυλιά για την ιχνηλασία και το ξεφόλιασμα του λαγού. Ακούμε τα σκυλιά μας, τα κλαφουνίσματα τους στον ήσυχο χειμωνιάτικο τόπο που ακολουθάνε τα ίχνη του λαγού, τα βλέπουμε στο δρομολόγιό τους, τα παρακολουθούμε και είμαστε σε πλήρη ετοιμότητα με τα αντανακλαστικά μας σε εγρήγορση. Η μικρή μας ομάδα βρίσκεται σε συνεχή ένταση στα καρτέρια γιατί ο «αυτιάς» θα εμφανιστεί ξαφνικά και σαν φάντασμα θα εξαφανιστεί με την ταχύτητα και την οξεία ακοή που διαθέτει το ζουλάπι!. Η καλή δίωξη που έχουν τα σκυλιά μας, βοηθά να είμαστε αποτελεσματικοί, γιατί μας περνάνε το λαγό από τα καρτέρια, και πάλι όμως αν απομακρυνθεί πολύ, με την ιχνηλασία τον ξεφολιάζουν πάλι, και αυτός με διάφορα κόλπα και τα διπλά σταυρώματα που κάνει στη διαδρομή του, προσπαθεί να μπερδέψει τα σκυλιά αλλά πάντα επιστρέφει κοντά στο αρχικό του γιατάκι, κάνοντας σχεδόν το ίδιο δρομολόγιο. Το δυσκολότερο στον δικό μας κυνηγότοπο είναι πως υπάρχουν πάρα πολλές αλεπούδες. Για να ξεχωρίσει ένα καλό σκυλί πρέπει να κυνηγά μόνο λαγό, και όχι άλλα θηράματα. Και στο δικό μας κυνήγι το έχουμε καταφέρει. Με σωστή εκπαίδευση τα σκυλιά μας δουλεύουν συγχρονισμένα – αν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε την λέξη αυτή για να κατανοηθεί καλύτερα ο τρόπος κυνηγίου. Εξάλλου ο κάθε λαγός έχει τα δικά του χούγια που διαμορφώνονται από τον τόπο που ζει και κινείται.
Κυνηγάτε στην Αχαΐα, σε συγκεκριμένο κυνηγότοπο ή επιλέγετε διαφορετικά μέρη κάθε φορά;
Κυνηγάμε μόνο στην Αχαΐα και σε συγκεκριμένο κυνηγότοπο που δεν τον αλλάζουμε. Χρόνια τώρα. Και είμαστε ευχαριστημένοι τόσο με τον τόπο αλλά περισσότερο με τους ανθρώπους. Διότι, για να κυνηγήσει κανείς λαγό, οι σχέσεις του με την ντόπια κοινωνία πρέπει να είναι αρμονικές. Και οι άνθρωποι στα μέρη μας είναι εξαιρετικά φιλόξενοι και έχουμε αναπτύξει πολύ φιλικές σχέσεις μαζί τους. Κυνηγάμε παρέα με ντόπιους. Και ξέρετε, αυτοί είναι που γνωρίζουν τα μέρη του λαγού. Όχι μόνο στη δική μας περίπτωση, αλλά γενικότερα, αν θέλεις να κυνηγήσεις λαγό και να έχεις αποτελέσματα, θα πάς με ντόπιους. Το σπουδαιότερο όλων όμως είναι πως οι άνθρωποι της υπαίθρου, έχουν κώδικες επικοινωνίας περισσότερο ανεπτυγμένους από τους ανθρώπους της πόλης. Και το βασικότερο, είναι εκ φύσεως άνθρωποι ευγενείς, αξιοπρεπείς, έντιμοι. Είναι λοιπόν τιμή θα ‘λεγα για την ομάδα μας που έχει τέτοια μέλη. Ποιες είναι οι σχέσεις σας με κυνηγούς άλλων θηραμάτων, υπάρχουν προβλήματα;
Ποτέ μέχρι σήμερα δεν είχαμε προβλήματα με άλλους κυνηγούς. Σε αυτό ίσως βοήθησε και το γεγονός ότι εδώ στη «δική μας περιοχή», δεν καταδέχονται να έλθουν πολλοί μιας και ο τόπος όπως προαναφέραμε έχει πάρα πολλές αλεπούδες. Αλλά και πάλι όμως μας είναι αδιανόητο να έλθουμε σε αντιπαράθεση με άλλους κυνηγούς για το κυνήγι και μόνο. Υπάρχουν πιστεύουμε ελεύθεροι τόποι για όλους μας και για όλα τα θηράματα. Άλλωστε στο κυνήγι υπάρχουν κανόνες που όλοι οφείλουμε να σεβόμαστε και να πειθαρχούμε. Η φιλική μας σχέση με άλλους κυνηγούς φαίνεται και από το γεγονός ότι κατά το τέλος της κυνηγετικής ημέρας και στην επιστροφή μας, τους προσκαλούμε για οινοποσία με γίδα βραστή ή πατσά και τσίπουρο με μεζεδάκια. Εκεί γύρω από το τραπέζι αρχίζουν οι εξιστορήσεις της ημέρας που όπως γνωρίζετε διαρκούν πολύ!
Με τα σκυλιά σας τι γίνεται; Τα αγοράζετε έτοιμα; Τα εκπαιδεύετε μόνοι σας; Τι λέει η εμπειρία σας;
Θεωρούμε τα λαγόσκυλα σαν τα καλύτερα σκυλιά. Όταν ένας σκύλος ψάχνει τον λαγό κάνοντας χιλιόμετρα πάνω στα αχνάρια, δηλώνει πόσο καλός είναι. Τα σκυλιά που έχουμε άλλα είναι αγορασμένα και άλλα όχι. Την εκπαίδευση τους όμως την έχουμε αναλάβει εμείς. Αφιερώνουμε αρκετό χρόνο για να τα μάθουμε να ακολουθούν το σωστό θήραμα. Ίσως επειδή είναι τα καλύτερα σκυλιά αυτά του λαγού, να δικαιολογείτε και η μεγάλη χρηματική αξία τους στην αγορά. Εμείς κυνηγάμε με ημίαιμα αναγνωρισμένης αξίας και με «γιούρα – μπρούνο» συνήθως. Παλαιότερα είχαμε και ελληνικούς ιχνηλάτες. Όμως κατά τη δική μας άποψη που δημιουργήθηκε μέσα από την εμπειρία χρόνων, «τα γιούρα – μπρούνο» είναι τα καλύτερα λαγόσκυλα. Έχουμε φτιάξει μία πολύ καλή ομάδα από τέσσερα σκυλιά, έχουμε κάνει γέννες και πάντοτε προσπαθούμε να βελτιώνουμε την ομάδα αυτή, προς όφελός μας. Ανάμεσα στα σκυλιά μας έχουμε το πιο έμπειρο ας πούμε που είναι εκπληκτικό στο ξεφόλιασμα και στη δίωξη και ξεχωρίζει εύκολα τον λαγό από την αλεπού. Γενικότερα η ικανοποίηση με τα σκυλιά μας φαίνεται στο κυνήγι από τα αποτελέσματα.

Σας ευχαριστώ για την «ξενάγηση» στον κυνηγότοπό σας.

Και εμείς ευχαριστούμε το «Τύπος – Κυνήγι» για την δυνατότητα που μας έδωσε να μιλήσουμε για όσα πράγματα μας αρέσουν και μας δίνουν δύναμη και χαρά. Και ευχόμαστε στο περιοδικό σας κάθε καλή συνέχεια στην ενημέρωση και στην ποιότητα που διακρίνονται ξεκάθαρα μέσα από τις σελίδες του.

--“Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Τύπος - Κυνήγι του Ελεύθερου Τύπου» την Τετάρτη 18 Μαρτίου 2009”--

Πέμπτη 19 Μαρτίου 2009

Η ζωή συνεχίζεται ...

Οι άγγελοι του διαβόλου δεν καταφέρνουν να πείσουν τον κάτοικο μίας πόλης που ζεί λίγο έξω από αυτήν, ώστε να γίνει «δικός τους». Χρησιμοποιούν κάθε τέχνασμα και κάθε πονηριά, όμως ο άνθρωπος αυτός αντιστέκεται.

Πάνε στο διάβολο απελπισμένοι και του λένε: διάβολε αρχηγέ μας, τόσο καιρό που προσπαθούμε με αυτόν, θα είχαμε φέρει 1000 ακόμα στο βασίλειό σου. Χαμογέλασε αυτός πονηρά και τους είπε: συνεχίστε τις προσπάθειες, θέμα χρόνου είναι να πέσει και αυτός στα χέρια μας, όπως έχουν πέσει και δυνατότεροι από αυτόν.

Πάνε πάλι έξω από την πόλη οι άγγελοι του διαβόλου. Και αρχίζουν να του τάζουν τα πάντα, χρήματα, δόξα, αγαθά, υγεία, γυναίκες, πιλάφια και ότι άλλο μπορούν να σκεφτούν. Όμως τίποτα, οι κόποι τους δεν καρποφορούν. Και γυρίζουν στη κόλαση πάλι άπρακτοι και λυπημένοι πολύ: «πάλι αποτύχαμε διάβολε αρχηγέ μας».
Χαμογελά ο διάβολος και τους λέει: θα πάτε στους κατοίκους της πόλης και θα τους πείτε να επισκεφτούν όλοι τους τον πεισματάρη αυτόν και να του πούν πόσο σπουδαίος και μεγάλος άνδρας είναι. Πόσο σπουδαία και ενάρετη είναι η ζωή του και πόσο πολύ τον θαυμάζουν όλοι τους.

Πάλι στη πόλη οι απεσταλμένοι του διαβόλου και εύκολα πείθουν τους κατοίκους της πόλης να πάνε και να εκφράσουν όλα τα κομπλιμέντα και τα μεγάλα λόγια στον δυνατό εκείνο άνθρωπο. Και ξεκινάνε αυτοί μαζικά και τον βρίσκουν να κάθεται ήσυχα στη βεράντα του σπιτιού του: φίλε μας και συμπολίτη μας ήλθαμε να σου πούμε πόσο σπουδαίος είσαι και πόσο άξιος που καταφέρνεις και αντιστέκεσαι στις διαβολικές ορέξεις του ακόλαστου. Σε ζηλεύουμε και σε θαυμάζουμε.

Τους άκουσε ο ταπεινός άνθρωπος και διαπίστωσε πόσο διαφορετικός είναι από όλους αυτούς που είχε μπροστά του. Πόσο πιο δυνατός, πόσο πιο σπουδαίος, πόσο πιο ξεχωριστός, πόσο πιο έξυπνος.

Σε μία γωνιά μισο - κρυμμένος ο διάβολος, χαμογέλασε…………. άλλος ένας έγινε δικός του!

Παρασκευή 13 Μαρτίου 2009

Ο Πετρούλιας της ελληνικής γης

Ο Πετρούλιας ο Νικολάκης γεννήθηκε και ζεί στο βουνό. Κοντά 84 χρόνια τώρα. Στο βουνό μεγάλωσε, ανδρώθηκε, έκανε οικογένεια, Και ζει μόνος του από τότε που «έφυγε η γριά του». Στον οικισμό «Πετρουλαίικα» γνωστό στους ντόπιους, που βρίσκεται σε παλιό μονοπάτι του «Χαλασμένου βουνού», στον αρχαίο «άξονα» που ένωνε την Ηραιάτιδα χώρα με την Τεύθιδα.

Στο σπίτι του και στον οικισμό, ο «πολιτισμός» δεν έφτασε ποτέ. Το νεοελληνικό κράτος δε καταδέχτηκε ποτέ να φτάσει μέχρι τα μέρη του Πετρούλια. Στα χρόνια βέβαια της επανάστασης του 21 η περιοχή έδωσε πολλούς αγωνιστές και μαρτύρησε στη συνέχεια. Καταστράφηκε από τον καταχτητή ολοσχερώς. Τι να έκανε λοιπόν στη συνέχεια η «διοίκησις;», άφησε τον μαρτυρικό τόπο στην τύχη του. Δεν υπάρχει κατ’ αρχήν δρόμος παρά μία ατραπός. Δεν υπάρχει ηλεκτρικό και τηλέφωνο. Και ο Πετρούλιας ποτέ δεν τα αναζήτησε. Ποτέ δεν τα επεδίωξε. Και ποτέ δεν έφτασαν σε αυτόν τέτοιες «πολυτέλειες». Αλλά δεν τις είχε και ανάγκη.

Ο Πετρούλιας έρχεται από πολύ μακριά, από τότε ακόμα που ο θεός της Αρκαδίας δεν ήταν ο Δίας αλλά ο Πάνας. Η ζωή του ίδια και απαράλλαχτη με εκείνη των Αρκάδων ποιμένων, όχι εκείνων που ύμνησε το ρομαντικό κίνημα της Ευρώπης στα χρόνια της Αναγέννησης. Ίδια και συνεχής η ζωή του με των αρχαίων Αρκάδων που εμείς οι αφελείς σήμερα πιστεύουμε πως τους μάθαμε μέσα από όμορφα φτιαγμένα βιβλία και πίνακες ζωγραφικής.

«Ουτοπική Αρκαδία - αρκαδικό κεκτημένο- et in arcadia ego», όροι δίχως νόημα, γλυκεροί, κενού περιεχομένου, λέξεις τεχνικά φτιαγμένες για να χαϊδεύουν τα αυτιά και τους αδαείς. Εκείνους που δεν ξέρουν και που επιπόλαια προσπερνούν την ομορφιά δίχως καν να τους αγγίξει, δίχως να την αντικρίσουν. Επιπόλαια προσπερνούν τη γνήσια αρκαδική ψυχή. Και ακριβώς επειδή δεν την γνωρίζουν, φτιάχνουν όμορφες λέξεις για να την εξευμενίσουν, για να τους φανερωθεί. Η Αρκαδική ψυχή όμως φυλάγετε καλά από τους «αμύητους» στην αιώνια διαδρομή της.

Και ο Πετρούλιας, γνήσιος εκφραστής της και φύλακας της, φρουρός ακοίμητος ενός κόσμου που έρχεται από το επέκεινα. Με ζωή λιτή, όπως ακριβώς την ήθελαν «οι θεοί».

Τον συναντάω συνέχεια όταν πηγαίνω για κυνήγι. Στα πιο απίθανα μέρη. Τις προάλλες ήταν ανεβασμένος στη κορφή του βουνού και αγνάντευε το πέλαγος προς τα δυτικά. Μια άλλη φορά τον συνάντησα στον «Ανεμιστό» - καθισμένο στη πέτρα και λιαζόταν. Στον «Ανεμιστό», ακόμα και σε ημέρες καύσωνα, τα δροσερά ραπίσματα του αέρα δίνουν ανάσες ζωής. Συνήθως όμως τον απαντάω στα Πετρουλαίικα, κοντά στο σπίτι του. Εκεί τριγύρω πάντοτε βόσκουν φρέσκο και παχύ χορτάρι τα λιγοστά πρόβατά του. Τα τσοπανόσκυλα που έχει ελέγχουν τον χώρο από τους «ξένους», τους «βέβηλους», τους «εισβολείς» στον ιερό χώρο. Και σε εμένα που πηγαίνω συνέχεια εκεί, σηκώνουν τη φωνή τους στο θεό. «Ξένος» κι εγώ. Μα και ένα γαϊδουράκι που έχει, γέρικο όπως έμαθα, φύλακας γερός. Ελέγχει την κάθε ξένη κίνηση που του χαλάει την ησυχία.
«Ωχ! Πάλι εδώ εσύ;» Ναι καπετάνιε, πάλι εδώ. «Πάμε μέσα να σε φιλέψω». Όχι καπετάνιε, κυνηγάμε και δεν έχω χρόνο. «Καλά πάμε να πιούμε ένα τσίπουρο!».

Διασχίσαμε το μονοπάτι αφήνοντας στα δεξιά μας το αλώνι με το γαϊδουράκι να μας κοιτάζει απορημένο, τα σκυλιά έπεφταν πάνω μας τάχα να μας φάνε, και μας οδηγούσαν προς το σπίτι. Μέσα στο δάσος από τις βελανιδιές, διακρίναμε το πέτρινο κτίσμα. Ο νούς μου γρήγορα πήγε αρκετά χρόνια πίσω που δεκάχρονο παιδί έβλεπα το σπίτι του παππού μου. Μόνο που αυτό του Πετρούλια ήταν μικρότερο. Αλλά φτιαγμένο καλά από πετράδες αητούς, Λαγκαδικούς, ίσως και Σερβαίους. Περάσαμε το καλντερίμι (τον καλό δρόμο) και ανεβήκαμε την παλιά πέτρινη μικρή σκάλα. Από τη σούδα κατευθυνθήκαμε στο χειμωνιάτικο, εκεί που το τζάκι σιγόκαινε. Η παγωνιά έξω είχε δύναμη. Ο χώρος στο χειμωνιάτικο μικρός, στα αριστερά ένα κρεβάτι και στα δεξιά χώρος αποθηκευτικός με ξύλα, πολλά ξύλα μεγάλα και ψιλά. Ανάμεσα τους το παλιό τζάκι έδειχνε να καίει καλά. Απέναντι από το τζάκι προς τη μισάντρα ένα τραπέζι μικρό και καρέκλες. Βγήκαν τα τσίπουρα από το εντοιχισμένο παλιό ντουλάπι και γέμισαν τα ποτήρια. «Θέλεις μελομακάρονο;» Θέλω καπετάνιε. Μελομακάρονα και τσίπουρα, η φωτιά να σιγοψιθυρίζει, η μυρωδιά του χώρου και του ξύλου, η εικόνα του παλιού, η απλότητα και η αταξία, οι φυσικοί ήχοι, και απέναντι σε αυτά ο Πετρούλιας.

Το ξέρεις καπετάνιε πως πιτσιρικάς ερχόμουν εδώ με άλλα παιδιά από το χωριό; «Ήσουν κι εσύ τότε;» Ναι, ήμουν κι εγώ, φεύγαμε κρυφά από το χωριό και ανεβαίναμε εδώ πάνω, μας άρεσε. «Γιατί, τώρα δεν σου αρέσει;», τώρα περισσότερο από ποτέ καπετάνιε. Ήπιαμε τα τσίπουρα και σηκώθηκα να φύγω. «Τώρα που πηγαίνεις;», εδώ χαμηλότερα να παγανίσω το γουρούνι που θα βγει σε λίγο. «όχι ακόμα, δεν είναι η ώρα του». Και που ξέρεις καπετάνιε την ώρα του; «πριν ανέβεις εδώ, άκουγα τα κλαφουνίσματα των σκυλιών σας. Το ξέρω καλά το δρομολόγιο του κάπρου, θα φτάσεις εκεί στο βράχο και από εκεί θα το δεις να περνάει. Τότε να το παγανίσεις για να φύγει στη ρεματιά. Έχετε εκεί καρτέρια;». Έχουμε καπετάνιε, όλοι τους ένας κι ένας. «Καλά, είναι όμως μεγάλο γουρούνι!».

Και μεγάλο ήταν και από τα καρτέρια πέρασε σαν αερικό! Και ο αρχηγός μας ακόμα αναρωτιέται τι λάθος έκανε. Από ποια καρτέρια; Την ημέρα εκείνη που ήταν πολύ κρύα μάλλον χουχούλιαζε σε καμιά φωτιά. Όπως όλοι μας δηλαδή!

Η κόρη του Πετρούλια η Ελένη, ανεβαίνει συχνά στον οικισμό για να δει τον πατέρα της. Καμιά φορά και έπειτα από αγώνα μεγάλο, τον καταφέρνει και κατεβαίνει στα χαμηλότερα, στο σπίτι της στη Ζάτουνα. Για λίγο όμως. Δεν αντέχει ο καπετάνιος τη φασαρία. Έχει και τα «πράματα» του που τον περιμένουν πίσω. Παιδιά του και αυτά. Το μικρό του κοπάδι και τα οικόσιτα ζωντανά του.

Καπετάνιε, πως είναι εδώ πάνω η ζωή; Πως τα περνάς; «δεν βλέπεις; αγώνας», και μου έδειξε με καμάρι τα πρόβατα που ήσαν από τα τσοπανόσκυλα κυκλωμένα. Μόνος σου στην ερημιά δεν φοβάσαι; Δίχως ηλεκτρικό, δίχως τα απαραίτητα; «και ποιος ορίζει τα απαραίτητα Άρτε; και τι να το κάνω το ηλεκτρικό; να δω τηλεόραση που βλέπετε όλοι εσείς οι τρελοί στις πόλεις;». «Κοίταξε ένα γύρω τα πράματα ούλα, σε τι τάξη είναι. Βλέπεις τις βελανιδιές; Ξέρεις πως έχουνε ψυχή; Ξέρεις πως έχουνε φωνή και σου μιλάνε;» Εσύ εδώ έρχεσαι για το κυνήγι και φεύγεις πάλι βιαστικός. Τι να προλάβεις

Έχει δίκιο, τι να προλάβω. Κι εγώ κι εσείς και όλοι μας που έχουμε το τρέξιμο πρώτη προτεραιότητα στη ζωή μας. Και πάλι καλά που έχουμε το κυνήγι Και ξεκλέβουμε τάχα από τον πολύτιμο χρόνο μας και βλέπουμε τις ομορφιές της φύσης. Κάτι άνθρωποι όμως σαν τον Πετρούλια δεν βλέπουν την φύση, είναι οι ίδιοι η Φύση. Αναπόσπαστο κομμάτι της που έμαθε να λειτουργεί μέσα στο χώρο. Για τον χρόνο δεν μιλάμε. Δεν έχει ρολόι ο Πετρούλιας και τι να το κάνει άλλωστε.

Είναι αρκετοί οι άνθρωποι στην ελληνική φύση σαν τον Πετρούλια, όχι πολλοί αλλά αρκετοί. Και δεν αντέχουν τον πολιτισμό (δημιούργημα της πόλης), δεν μπορούν τα επίπλαστα, τα φτιασιδωμένα. Μύστες και Ιερείς χαλασμένων ναών, που έχουν την γνώση και ζούνε την κάθε στιγμή δίχως βιασύνες, αναπνέουν αέρα παλιό από τα βουνά φτασμένο.

Δεν μου απάντησες όμως καπετάνιε, δεν φοβάσαι; «τι να φοβηθώ Άρτε, το φύσημα του αγέρα; Τι; Το τραγούδι του νερού; Κοίταξε τις βελανιδιές πως καμαρώνουν, μας ακούνε τώρα και κορδώνονται. Εδώ στην ερημιά και στην αγριάδα του τόπου υπάρχει ζωή έμψυχη. Εσύ δεν μπορείς να την δεις έτσι βιαστικός που μου έρχεσαι κάθε φορά!»

Το μονοπάτι για Δημητσάνα βγαίνει μέχρι το βουρλάγκαδο ή έχει κλείσει; «εδώ σε μένα είναι λίγο δύσκολο όπως ήταν πάντα, παραπέρα όμως πάει όπως πήγαινε και οι πηγές στο Προυσό και στα Καρούτια λειτουργούνε καλά.

Καπετάνιε σε ευχαριστώ για τα τσίπουρα και την κουβέντα. Θα πρέπει να φύγω τώρα. «θα φύγεις χωρίς καφέ;» Εντάξει, να πιούμε τον καφέ και μετά φεύγω. «ωραία, να σου βγάλω εγώ το μπρίκι και τον καφέ με τη ζάχαρη και εσύ θα τα φτιάξεις!» Και βγήκαμε στη παγωνιά να πιούμε τα καφεδάκια μας. Νερό είχαμε από την πηγή όσο θέλαμε.

Ο Νικολάκης ο Πετρούλιας (Σχίζας το πραγματικό του όνομα) κατάγεται από του Σέρβου Αρκαδίας. Αλλά γεννήθηκε, μεγάλωσε και ζει στα Πετρουλαίικα. Τον ευχαριστώ που κάθε φορά που με βλέπει με καλοδέχεται. Φιλόξενος όπως οι πραγματικοί άνθρωποι της Φύσης, ζώντας δεκάδες αιώνες τώρα στη φιλόξενη και άγνωστη αρκαδική γη.


--“Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Τύπος - Κυνήγι του Ελεύθερου Τύπου» την Τετάρτη 11 Μαρτίου 2009”--

Οι συναθροίσεις στου ... Βοιωτού

Τώρα που οι βάλτοι άδειασαν από την ανθρώπινη παρουσία, οι ρεματιές δεν φιλοξενούν τα καλύτερα ντουφέκια στα καρτέρια!, και η ζωή στο δάσος συνεχίζει τους κανονικούς της ρυθμούς, ο κυνηγός βρίσκει τρόπους και συνεχίζει το κυνήγι από άλλη σκοπιά, γίνεται καλός διηγηματογράφος! Πλάθει ιστορίες που έχουν συσσωρευτεί στο μυαλό του από την κυνηγετική περίοδο που έληξε προ ολίγων ημερών και τις αφηγείται με μοναδικό και πειστικό τρόπο στην παρέα που τον ακούει δίχως να τον διακόπτει. Μου έχει κάνει εντύπωση που σπάνια διακόπτεται ο αφηγητής. Ίσως επειδή στην παρέα όλοι έχουν και από μία τουλάχιστον ιστορία να διηγηθούν. Τέτοιες παρέες κυνηγών, συναθροίζονται οπουδήποτε, σε καφενεία, σε κυνηγετικά καταστήματα, σε υπαίθριους χώρους αλλά και σε επαγγελματικούς. Και όπου υπάρχουν τρείς τουλάχιστον κυνηγοί!. Συγκεντρώσεις κανονικές δηλαδή!

Ο Τάσος ο Βοιωτός είναι κυνηγός και ηλεκτρολόγος στο επάγγελμα. Στο μαγαζί που έχει στην Αθήνα, περνάνε ολημερίς πολλοί κυνηγοί, για δουλειές υποτίθεται, αλλά στην πραγματικότητα για να πουν τις δικές τους ιστορίες, να εξιστορήσουν τα δικά τους θαυμαστά κατορθώματα.

Από το κυνηγετικό στέκι της Αθήνας, συγνώμη, το μαγαζί του Βοιωτού, περνάω κι εγώ όταν έχω κάποια δουλειά!. Προχθές που πέρασα, αντάμωσα κάποιους φίλους «πουλάδες». Ένας από αυτούς μιλούσε συνέχεια για νούμερα ασύλληπτα που έκανε στις τσίχλες. Δεν λέω, εμείς οι γουρουνάδες το παραμύθι και την υπερβολή, τα έχουμε στο αίμα μας. Οι πουλάδες όμως δεν παίζονται με τίποτα, είναι παρασάγγας μακριά στη φαντασία!

Ο φίλος λοιπόν ο «πουλάς», δέχτηκε πρόσκληση από έτερο φίλο να πάει στον Μύτικα. Όχι την γνωστή κορυφή του Ολύμπου, εκεί κυνηγάνε μόνο όσοι έχουν άδεια θεϊκή. Για τον Μύτικα μιλάμε της Αιτωλοακαρνανίας, εκεί κοντά στο «porto Alyzia» για τους ναυτικούς. Σάββατο πρωί – πρωί πιάνει την εθνική οδό και πηγαίνει, δρόμο παίρνει και δρόμο αφήνει. Και εκεί κατά το ξημέρωμα βρίσκει το εκκλησάκι του αγίου Κωνσταντίνου και στρίβει στον χωματόδρομο. Όλα πήγαιναν σύμφωνα με τις οδηγίες του φίλου του «πουλά» που τον είχε καλέσει για να κάνουν τα «μεγάλα νούμερα!» στις τσίχλες. Και από τον χωματόδρομο δεν δυσκολεύθηκε να φτάσει στη ξύλινη καλύβα που ήσαν και άλλοι κυνηγοί. Ανοίγοντας την καλύβα μοσχοβόλησε ο πατσάς που έκαναν οι κυνηγοί για το breakfast της ημέρας που λέμε και εμείς οι έλληνες. Με κρασιά για συνοδεία. «Το κρασί στο βουνό δίνει δύναμη» έλεγε ο παππούς μου κάποτε, «σε ανασταίνει από την κούραση» και άλλα τέτοια όμορφα. Και φυσικά είχε δίκιο. Όπως όλοι άλλωστε οι παλιοί που την γη την γνώριζαν καλά, την είχαν σπουδάσει με τον ιδρώτα τους.

Συνέχισε ο φίλος ο «πουλάς» την ιστορία του αλλά κανείς δεν τον πρόσεχε. Η αφήγησή του μας δημιούργησε εικόνες αλλά κυρίως γεύσεις!. Ο νούς μας λοιπόν στον πρωινό πατσά ήταν και στο κόκκινο κρασί. Και στη φωτιά. Κανείς μας δεν πρόσεξε το μελαγχολικό τέλος της αφήγησης που έλεγε πως την ημέρα εκείνη δεν βρήκαν τσίχλες! Και τι σημασία έχει άλλωστε αν θα βρείς τσίχλες, γουρούνια, λαγούς, φασιανούς; Όλα είναι παιχνίδια του μυαλού. Και ο φίλος με το ωραίο παραμύθι του, έδωσε στο μυαλό μας αυτό που πραγματικά θέλαμε, αυτό που μας λείπει τώρα που το κυνήγι τελείωσε.

Ο Τάσος ο Βοιωτός, όση ώρα ακουγόταν το παραμύθι στο χώρο του, με τα λευκά γάντια του, το γυαλί της πρεσβυωπίας και τα χειρουργικά εργαλεία του, έδειχνε απασχολημένος στη δουλειά του. Τα αυτιά του όμως - σηκωμένα σαν του λυκόσκυλου όταν ακούει κάτι παράξενο, δεν έχασαν ούτε την ανάσα του αφηγητή!.


--“Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Τύπος - Κυνήγι του Ελεύθερου Τύπου» την Τετάρτη 11 Μαρτίου 2009”--