Τρίτη 30 Οκτωβρίου 2012

"Κυνήγι" από τον Ελεύθερο Τύπο


Κάθε Τετάρτη





Για ελεύθερους ανθρώπους και κυνηγούς

Τετάρτη 24 Οκτωβρίου 2012

Τα ερωτήματα του Δάσκαλου …


Στην παλαιολιθική εποχή θυμάμαι, τα πρωινά του σαββατοκύριακου οι δρόμοι γιόμιζαν από κυνηγούς που έτρεχαν να πιάσουν τα καρτέρια. Όλα αυτά πέρασαν δια παντός. Και πολύ γρήγορα, Και ήσαν τόσο όμορφα, τόσο ανθρώπινα, που δεν μπορείς να μην τα σκέφτεσαι και να τα συγκρίνεις με τη σημερινή μιζέρια που διαχέεται παντού και βρωμίζει τον καθαρό ελληνικό αέρα. Θα τον καθαρίσουμε όμως τον αέρα κάποια στιγμή από τις άσχημες μυρουδιές, και θα τον αναπνέουμε ελεύθερα, θα τον βάζουμε άφοβα στα πλεμόνια μας.

        Η κοινωνική κρίση που διάγουμε με πολύ σκληρό τρόπο, με απίστευτη βία, με άθλιες πρακτικές, πρωτόγνωρες όχι μόνο για εμάς αλλά για τον πλανήτη μας γενικότερα, θα αφήσει τα σημάδια της, αλλά θα εξοστρακισθεί, θα εξαφανισθεί, και θα γίνει ιστορία να διδάσκεται στα παιδιά, για να μαθαίνουν και αυτά, πως κάποτε υπήρχε ένα κράτος που θέλησαν μια χούφτα άνθρωποι να το εξαφανίσουν από προσώπου γης. Μια συντεχνία ανθρώπων που ήσαν πολιτικοί, τραπεζίτες, συνδικαλιστές, κλέφτες και απατεώνες, κατάδικοι και υπόδικοι, συνασπίσθηκαν εναντίον ενός ολόκληρου λαού. Και νίκησαν ανθρώπους περήφανους, φτωχούς και πλούσιους, τίμιους και εργατικούς. Για λίγο καιρό όμως, προσωρινά. Μία νίκη γι’ αυτούς που θα αποδειχτεί πύρρειος. Το αίμα μας θα το πάρουμε πίσω, τη ζωή μας επίσης που θέλησαν να εξαφανίσουν.

     «Τι φοβάσαι;», ακούστηκε να μου λέει η φωνή του Δάσκαλου (καθηγητής φυσικής), «τον θάνατο;». Όχι Δάσκαλε, δεν τον φοβάμαι. «Τότε, γιατί είσαι υποκριτής; Γιατί είσαι απατεώνας; Γιατί είσαι κλέφτης; Γιατί προσκυνάς τις θρησκείες». Δεν προσκυνάω καμία θρησκεία Δάσκαλε. «Ναι, αλλά τότε γιατί είσαι υποκριτής και απατεώνας;». 



       Πλατωνικά τα ερωτήματα του Δάσκαλου, που χιλιάδες χρόνια τώρα δεν έχουν βρεθεί απαντήσεις που να εξηγήσουν τα ανθρώπινα. «Τι σημαίνει δικαιοσύνη, ξέρεις;». Μα η απανομή του δίκαιου, το έργο του δικαστή να απονέμει το δίκαιο, του απάντησα ελαφρώς τρομοκρατημένος. «Ναι, αυτό το ξέρεις, είσαι δίκαιος άνθρωπος λοιπόν;». Αν τηρώ τους Νόμους δεν είμαι;. …………

    Ο Δάσκαλος είναι κυνηγός, τη ζωή του την έχει κάνει απλή, την μίζερη καθημερινότητα καταφέρνει και την διώχνει μακριά, να μην τον μολύνει, κατάφερε και έχτισε τον κόσμο του και τον έκαμε λιτό. 

    Ο κατάλληλος καιρός είναι, για να αποτινάξουμε από πάνω μας όσα σκουπίδια έχουν συσσωρευτεί με το πέρασμα των χρόνων, και όσα μας εμπόδιζαν να δούμε τη ζωή από άλλη σκοπιά, από εκείνη του λιτού και απέριττου. Και το κυνήγι προσφέρεται, σου παρέχει πλην των θηραμάτων, και την απλότητα της ζωής που μπορεί να μεταφραστεί από ένα απλό γεύμα με κρεμμύδια και ντομάτες, μέχρι την μοναδική ευχαρίστηση να σκύψεις στο γάργαρο νερό και να το γευτείς με τις δυό χούφτες σου. Σου δίνει τη χαρά να συλλογιστείς όλα τα ανούσια και γελοία καμώματα μιας συντεχνίας ανθρώπων, και να τους απορρίψεις από τη ζωή σου. Οι εικόνες της φύσης, οι αρμονικά φτιαγμένες από την εξέλιξη της ζωής, μπορούν να σταθούν αρωγός σε κάθε μας προσπάθεια, σε κάθε μας βήμα – εκεί που συναντούμε δυσκολίες αξεπέραστες, ανυπέρβλητες.

     Ναι, το κυνήγι μπορεί να μας κάνει δυνατούς, αφού μέσα από αυτό αποκαθάρει η σκέψη μας και έχουμε τη δυνατότητα να διακρίνουμε με νηφαλιότητα, με λογική, ανυπόκριτα, κάθε απατεώνα και κλέφτη, που αποφάσισε για εμάς ερήμην μας. Το θέμα – όπως έλεγα και σε ένα καλό φίλο που αντιμετώπιζε δυσκολίες στην εργασία του, είναι ότι δεν μπορούν οι ανήθικοι να κερδίσουν τους ηθικούς – και δεν ηθικολογώ, όπως δεν μπορούν να μας κάμψουν.

     Η ανθρωποφαγία ακμάζει στον καιρό μας, αλλά για πόσο ακόμα; Η περίοδος της έχει ημερομηνία λήξης. Εμείς όμως, άνθρωποι απλοί, κυνηγοί αληθινοί της ζωής, τον δρόμο τον γνωρίζουμε καλά, είναι γεμάτος ανηφοριές και εμπόδια, περνά μέσα από βούρκους και φοβίες – αλλά όλο αυτό το δύσκολο ταξίδι σε αποζημιώνει στο τέλος όταν θα φτάσεις ψηλά στο διάσελο και θα αγναντέψεις ολόγυρα το μεγαλείο της ζωής, βάζοντας στην άκρη ολότελα όσα οι ανθρωποφάγοι της εποχής μας έφτιαξαν.

    Το κυνήγι τελικά, ίσως δεν είναι μόνο η αφορμή, ίσως είναι κάτι περισσότερο που δεν είχαμε σκεφτεί μέχρι σήμερα. Και θα κυνηγάμε λεύτερα στα ψηλά βουνά μας, και πέρδικες, και αγριογούρουνα – και το μυαλό μας θα δυναμώνει γιατί γνωρίζουμε ότι στα χαμηλότερα κυκλοφορούν οι ύαινες που τρέφονται με πτώματα. Όχι όμως τα δικά μας…

=====================

Δημοσιεύθηκε στο «Κυνήγι» του Ελεύθερου Τύπου την Τετάρτη 24 Οκτωβρίου 2012

Τρίτη 23 Οκτωβρίου 2012

"Κυνήγι" από τον Ελεύθερο Τύπο


Κάθε Τετάρτη





Για ελεύθερους ανθρώπους και κυνηγούς

Κυριακή 21 Οκτωβρίου 2012

Κυνηγώντας στην αλπική κοιλάδα …


Αραίωσαν κατά πολύ οι ομάδες που κυνηγάνε τα άγρια, εν τούτοις, οι μικροσυμπλοκές δεν απουσιάζουν, για αστείους εντελώς λόγους!

    Δεν έχω ακούσει ακόμα στα μέρη μας και για λαθροθήρες, όπως συνέβαινε περασμένες χρονιές σύμφωνα με καταγγελίες της τοπικής κοινωνίας.  Η κρίση απ’ ότι δείχνουν τα πράγματα ισοπεδώνει στη περασιά της καλούς και κακούς, έντιμους και ανέντιμους, πλούσιους και πένητες. Κάτι ας πούμε σαν τον ημίθεο Έρωτα, γιο του Πόρου και της Πενίας, δηλαδή, πότε με πολλά, πότε με λίγα. Γι’ αυτό και ο Έρωτας φέρνει δυστυχία στους ανθρώπους, σε ανεβοκατεβάζει, σε οδηγεί στα ουράνια (στον πλούτο) και την άλλη στιγμή σε οδηγεί στα τάρταρα (στην πενία).

    Τα άγρια είναι πολλά, βόσκουν και φέρνουν γυροβολιές στα βουνά σε υπερπληθυσμούς. Αλλά, πότε τα βρίσκεις και πότε εξαφανίζονται. Πότε τα έχεις σιγουρέψει και πότε κοιτάς με δέος στον αέρα να δεις που πέταξαν. Μυστήριο κυνήγι τελικά ο κάπρος, συναρπαστικό από την αρχή του μέχρι το τέλος του. Συναρπαστικότερο ίσως το μεράκι, ο αγώνας ο μεγάλος των σκυλιών, που πάνε στο φρέσκο ντορό, κλαφουνάνε, μας γιομίζουν χαρά, και μετά επιστρέφουν με το κεφάλι σκυμμένο από ντροπή, κουρασμένα και διψασμένα αφού ο καιρός είναι ζεστός και υγρός.

    Προχθές στο κυνήγι μας, ήμασταν λίγα άτομα, 7 με το ζόρι, για να δούμε τα χνάρια, να κλείσουμε, να στήσουμε τα καρτέρια στις καλύτερες θέσεις, να παγανίσουμε. Ο τόπος μας εξαιρετικός, στα ψηλά, στα 1400 μ. με ξεροβούνια ολόγυρα και στη κοιλάδα οι ρεματιές να αυλακιάζουν τα χέρσα χωράφια και τα σπάρτα. Η παγάνα στήθηκε πίσω από την κοιλάδα, ακολουθούσε το φρέσκο ντορό που οδηγούσε σε βάτα στα ριζά ενός αποκομμένου βράχου.

    Καθόμουν τελευταίο καρτέρι κι αγνάντευα ολόκληρη σχεδόν την κοιλάδα, είχα όλο τον κυνηγότοπο στα πόδια μου, άκουγα και τον παραμικρό ψίθυρο που έφερνε ο νοτιοδυτικός καιρός, κι έγειρα τα βλέφαρα μέχρι η παγάνα να αρχίσει τον καλό αγώνα. Για την καθισιά μου βρήκα παχύ χορτάρι, δροσίστηκε και ξεκουράστηκε η ψυχή και το σώμα από τα κέφια της φύσης. Μονάχα όταν άκουσα τον αρχηγό με την παγερή λαλιά του να λέει: «πάμε», σηκώθηκα, φόρεσα τη ζώνη μου, γέμισα την καραμπίνα  και ήμουν έτοιμος.

    Στη ίδια θέση προ ημερών, ο Σούλμπεης έχασε ένα κοπάδι που πέρασε στα δυόμιση  μέτρα από τα δεξιά του. Θα προλάβαινε να το δει τουλάχιστον αν η ματιά του δεν ήταν καρφωμένη στα αντίθετα πλάγια που έπαιζαν κάτι τσοπανόσκυλα. Μερικοί κακεντρεχείς όμως, είπαν ότι ο Σούλμπεης την ώρα που τα γουρούνια του έκαναν βίζιτα, εκείνος λαγοκοιμόταν.

    Εγώ όμως από την ίδια θέση, ήμουν σε εγρήγορση, άκουγα στον ασύρματο ότι τα σκυλιά κυνηγάνε και ας μην άκουγα σκυλιά. «Κωλωμένα τα σκυλιά παιδιά, το νου σας τα καρτέρια».  Και είχαμε το νου μας και ας είχαν πιάσει την κουβέντα στο απέναντι πλάι ο Γιώργης με τον αστυνόμο. «Όλα τα καρτέρια, χαμπηλώστε προς τη ρεματιά, να τα ασφαλίσουμε, δεν είμαστε πολλοί σήμερα», ακουγόταν με ένταση ο αρχηγός.  Και κατεβαίναμε να τα ασφαλίσουμε τα άγρια που ο Λεό τα είχε στη στάμπα, και όλο πλησιάζαμε στο γιατάκι τους, και είχαμε κλείσει τους ασυρμάτους ακόμα και για τα παράσιτα που θα ακούγονταν, και πλησιάζαμε προς το στόχο. Και ώ θεοί! Σμίξαμε τα καρτέρια τα αντικριστά και χαιρετηθήκαμε. Τα γουρούνια όμως με τον Λεό δεν ήσαν εκεί. Βράχνιασε ο Λεό στη στάμπα και άρχισε να κυνηγά στο αθόρυβο – μυστήριο σκυλί τούτο το γκριφόν, αψυχολόγητο πολλές φορές.

    Έγινε γρήγορη αναδιοργάνωση αφού οι ανάγκες την επέβαλαν και στήθηκε ο Γιώργης στη βρύση, εμείς οι υπόλοιποι πιάσαμε τα άλλα περάσματα – μιας και τα γουρούνια ήσαν πολύ κοντά μας αλλά ελαφρώς μετακινούμενα με την ανοχή, για να μην πω , και την προτροπή του Λεό. Οι παγανιέρηδες κουβέντιαζαν μεταξύ τους και έλεγαν ένας από τους δυό να μπει μέσα να τουφεκίσει τα γουρούνια. Αλλά ο φόβος φυλά τα έρμα, που λέει και ο θυμόσοφος λαός, και δεν το τόλμησαν – και καλώς έπραξαν. Διότι, κάποια στιγμή, αναθάρρησε ο Λεό, και άρχισε τη δουλειά του που την ξέρει και άριστα.

    Την απόλυτη σιωπή έσπασε με τους βρόντους της η δεξιοτεχνία του αστυνόμου – που με δυό ντουφεκιές σταμάτησε κατάχαμα τρία γουρούνια. Ο Γιώργης, έσκυψε να πιει νερό από τη βρύση, εμείς ξεματαρματωθήκαμε και τραβήξαμε με τα σχοινιά μας να βγάλουμε τα γουρούνια…   

=========================

Δημοσιεύθηκε στο «Κυνήγι» του Ελεύθερου Τύπου την Τετάρτη 17 Οκτωβρίου 2012.  

Ωρίωνας - Δασικές πυρκαγιές, WWF, ΜΚΟ και Θήρα


Στον απόηχο της καταστροφικής πυρκαγιάς της Χίου, όπου οι κυνηγοί συκοφαντήθηκαν από τις διάφορες περιβαλλοντικές ΜΚΟ ως καταστροφείς της πανίδας, ήρθε και η ανακοίνωση(Σ.1) και η μελέτη (Σ.2) του WWF για την εκτίμηση των επιπτώσεων της πυρκαγιάς στο περιβάλλον του νησιού.

   Στην ανακοίνωση του WWFχαρακτηρίζεται ως «κρίσιμη και καθόλα ορθή» η απόφαση της Διεύθυνσης Δασών Χίου για τριετή απαγόρευση του κυνηγίου σε περιοχή πολύ ευρύτερη της καμένης. Σημειωτέον ότι ενώ η καμένη έκταση είναι 148.000 στρέμματα, η θήρα απαγορεύτηκε εντελώς αυθαίρετα σε έκταση 258.031 στρεμμάτων. Δεν γνωρίζουμε πώς αξιολόγησε την επιστημονική ορθότητα της απόφασης της Διεύθυνσης Δασών Χίου τοWWF, ούτε αν έλαβε υπόψη τη μελέτη των δικών του στελεχών. Πάντως, στη σύντομη και γενικόλογη αναφορά για τη θήρα που υπάρχει στη μελέτη του WWF (Σ.2, σελ.42), δεν υπάρχει αναφορά για "ορθή απόφαση". 

Τρίτη 16 Οκτωβρίου 2012

"Κυνήγι" από τον Ελεύθερο Τύπο

Κάθε Τετάρτη



Για ελεύθερους ανθρώπους και κυνηγούς

Τετάρτη 10 Οκτωβρίου 2012

Οι Βοιωτοί κυνηγοί του κάπρου και της ιστορίας …


Αυτός ο αθηναίος ο Λέβαδος, όταν επέλεξε το χτίσιμο της πόλης που φέρει και δικαίως το όνομά του, στη σημερινή της θέση, ή ερωτευμένος πολύ πρέπει να ήταν ή διψασμένος πολύ!, ή ακόμα και κυνηγημένος, αφού κατέβηκε από τις πλαγιές του Ελικώνα αφήνοντας πίσω του την αρχαιότερη πόλη Μίδεια. Ο ποταμός Έρκυνας που διασχίζει την πόλη, γνωστός και ως «Κρύα» για εμάς τους νεοέλληνες, σκορπούσε στο διάβα του τους μαντικούς ψιθύρους του Τροφώνιου που η τύχη και οι θεοί τον όρισαν σαν μαγικό τόπο.


   Η Λεβάδεια λοιπόν, χτισμένη κοντά στο οροπέδιο των Μουσών και κοντά στον παλιό δρόμο για του Δελφούς, δεν μπορεί παρά να είναι μία ευτυχισμένη και όμορφη πόλη. Από τον αέρα της πέρασε όλη εκείνη η παλιά γνώση που τάραξε τον κόσμο μας και τον οδήγησε σε μεγάλα και θαυμαστά πράγματα. Ας μην μας διαφεύγει ότι στο Οροπέδιο των Μουσών και ο θείος Ησίοδος, αγναντεύοντας την αρχαία ευτυχία, ξαπλωμένος στο παχύ χορτάρι και κοιτώντας πότε τα προβατάκια του και πότε σκεφτόταν τη ζημιά που του έκανε ο αδελφός του στη μοιρασιά της πατρικής περιουσίας – άρχισε με τον δικό του ποιητικό λόγο και έπλασε εκείνο το αριστούργημα την «Θεογονία» του, και εξήγησε με τρόπο λιτό και κατανοητό την αρχή της ιστορίας και του ανθρώπινου δράματος – αλλά δίδαξε και τις τέχνες τις αγροτικές μέσα από το άλλο σπουδαίο έργο του «Έργα και Ημέραι» - συνέπεια ίσως του αβάσταχτου αδελφικού πόνου.


   Η Λεβάδεια – που πρέπει να το ειπούμε κι αυτό, δεν έχει καμία μα καμία σχέση με το δημώδες διάσημο άσμα «σαράντα παλικάρια από τη λιβαδιά». Η ιστορική παρανόηση του άσματος αυτού δεν είναι της παρούσης να εξηγηθεί, όμως εν τάχει να καταθέσουμε ότι το άσμα αναφέρετε στα παλικάρια που πάνε να πατήσουν το «καλό χωριό» και που ξεκίνησαν από τα λιβάδια, από εκεί που είχαν τα χειμαδιά τους και όλο τους το βιός. Μάλιστα, ο πατέρας της Λαογραφίας, ο Νικόλαος Πολίτης γράφει στο βιβλίο του «Εκλογαί από τα τραγούδια του Ελληνικού λαού», πως αναφέρονται στις παραλλαγές διάφορα χωριά ή μέρη (όπως Χίλια Χωριά ή Σαμπάνικα ή Καλό Χωριό), δεν αναφέρει όμως ότι γνώριζε παραλλαγή που να είναι σχετική με την Τριπολιτσά. Η πληρέστερη  ίσως εκδοχή που έρχεται από τη Δόριζα της Μαντινείας1, αγνοεί την Τριπολιτσά:



Σαράντα παλληκάρια από τη Λιβαδιά
Βγήκαν αρματωμένα, πάνε για κλεψιά.
Πάνε για να πατήσουν το Καλό Χωριό
Κάνα δεν έχουν πρώτο και τρανύτερο.
Γυρεύουν ένα γέρο για την ορμηνειά
Επήγαν και τον βρήκαν σε βαθειά σπηλιά
Οπέλιωνε τα’ ασήμι κι’ έφτιανε κουμπιά.

Γειά σου χαρά σου γέρο, καλώς τα τα παιδιά
Καλώς τα παλληκάρια, τα κλεφτόπουλα.
Σήκου να βγούμε γέρο, κλέφτες στα βουνά
Δεν ημπορώ παιδιά μου, γιατ’ εγέρασα.
Περάστε από τη στάνη και τα πρόβατα
Και πάρτε τον υγιό μου τον μικρότερο.

Πώχει λαγού ποδάρι, δράκου δύναμη
Ξέρει τα μονοπάτια και τα σούρματα
Ξέρει και τα λημέρια που λημέριαζα
Ξέρει τις κρύες βρύσες πώπινα νερό
Ξέρει τα μοναστήρια πώπαιρνα ψωμί
Και ξέρει και τις τρύπες που κρυβόμουνα.

Αυτού μπροστά που πάτε στο Καλό Χωριό
Έχει όμορφα κορίτσια και γλυκά κρασιά
Τήρα μη σας μεθύσουν και σας πιάσουν
Και στον κατή σας πάνε, σας κρεμάσουνε.

Του γέρου την ορμήνεια την ξεχάσανε
Επήγαν και μεθύσαν και τους πιάσανε.
Σαν τα’ άκουσε κι ο γέρος χαμογέλασε
Κουμπούρια ξεκρεμάει κι’ αρματώνεται.

Στο δρόμο που πηγαίνει βρίσκει τον πασά:
Ώρα καλή πασά μου και Τουρκοκριτή
Να βγάλει τα παιδιά μου απ’ τη φυλακή ….. 






   Στα μέρη λοιπόν της Λεβάδειας, βρέθηκα ένα Σαββατοκύριακο καλεσμένος από τον καλό μου φίλο Τάσο Μπαλόκα και την ωραία παρέα του που κυνηγάνε γουρούνια. Από πέρυσι που το κουβεντιάζαμε, πηγαίναμε από αναβολή σε αναβολή. Ευτυχώς, οι καιροί στάθηκαν ευνοϊκοί για μένα και βρέθηκα στον καταπληκτικό κυνηγότοπό τους. «Θα ανέβεις από την πυρασφάλεια και θα μας συναντήσεις μπροστά σου», ήταν τα λόγια για την εύκολη πρόσβασή μου. Εγώ όμως, πέρασα την πυρασφάλεια, και έφτασα πίσω από τον κυνηγότοπο, στην Παναγία την Λυκουριώτισσα. Γέλασα με το πάθημα μου και έκανα ακόμα ένα κύκλο στο βουνό μέχρι να συναντήσω πρόσωπα γελαστά, χαρούμενα και ευγενικά…. και με τον μπάρμπα Γιώργη, τον γηραιότερο, να εκθέτει την πολύπειρη γνώμη του, καταστρώθηκε το σχέδιο της παγάνας. Μου έκανε εντύπωση που στην ερώτησή μου: «ποιος είναι ο αρχηγός;», απάντησαν σχεδόν όλοι με ένα στόμα: «κανείς μας».


   Οι πυρασφάλειες σχίζουν το βουνό με μεγάλες ανωφέρειες και κατωφέρειες και σου δίνουν μία καταπληκτική ορατότητα ολόκληρου σχεδόν του κυνηγότοπου, και σε όποιο σημείο και να καθίσεις, έχεις μπροστά σου τα πρανή του υψώματος και μπορείς να διακρίνεις εύκολα σχεδόν κάθε κίνηση. Απέναντι στα αντικριστά πλάγια η πόλη της Λεβάδειας εντυπωσιάζει με την κορμοστασιά της. «Τυχεροί είστε, έχετε όμορφο και μαλακό τόπο, εμείς στην Αρκαδία, ματώνουμε στα πουρναρίσια πλάγια», σκέφτηκα γρήγορα, σκαρφαλωμένος κι εγώ πάνω από τη Βοσκοπούλα και το Λυκούρεσι.  
Μέχρι να φτάσω στην καλή παρέα, τα γουρούνια είχαν κλειστεί, είχαν ασφαλιστεί και η παγάνα, σχεδόν με την άφιξη μου ξεκίνησε. Στάθηκα ψηλότερα, κοντά στις κεραίες για να ακούω τα σκυλιά στον αγώνα τους και να βλέπω τους παγανιέρηδες στην αγωνία τους. Η καλή προετοιμασία με τις ιχνηλασίες και τα κοψίματα απέδωσε γρήγορα καρπούς, αφού τα σκυλιά άρχισαν το κλαφουνητό στον φρέσκο ντορό και γρήγορα ακούστηκαν να βαράνε στάμπα.


   Τα καρτέρια, αθόρυβα σαν σκιές, περίμεναν υπομονετικά και άκαπνα. Τα σκυλιά όλο και πλησίαζαν προς αυτά και τα άκουγαν κάθε στιγμή που περνούσε και καθαρότερα. Η αγωνία στην κορύφωσή της, μονάχα ο παγανιέρης ακουγόταν που είχε γυρίσει πίσω στα ψηλότερα σημεία για να μπορεί να κατευθύνει με άνεση και ακρίβεια. Ακούστηκε η πρώτη ξερή ντουφεκιά και λίγο μετά και η δεύτερη – από διαφορετικά σημεία και οι δυό, και σκιάστηκε ο τόπος από τους κρότους. Η φωνή μονάχα του παγανιέρη: «πάμε να φέρουμε τα γουρούνια πάνω στο δρόμο», έλυσε τη σιωπή στα καρτέρια και ακούστηκαν χαρούμενες φωνές.


   Δεν είχε πάει ακόμα μεσημέρι και η ομάδα κατέβαινε για να πιάσει τον κεντρικό δρόμο για την επιστροφή. Το κυνήγι γι’ αυτήν πήγε καλά, και ακόμα καλύτερα η συνέχεια σε ταβέρνα που το κρασί έρεε άφθονο. Για την παρέα της Λεβάδειας, το κυνήγι είναι η αφορμή, όχι ο σκοπός. Ότι χαρακτηρίζει ένα σωστό κυνηγό, το είδα, το έζησα, σε ανθρώπους απλούς και χαμογελαστούς, πρόσχαρους και ευγενικούς.  







Τους ευχαριστώ όλους από καρδιάς…

====================

Δημοσιεύθηκε στο «Κυνήγι» του Ελεύθερου Τύπου την Τετάρτη 10 Οκτωβρίου 2012.

====================

1/ 
Πηγή για το τραγούδι «σαράντα παλικάρια»


Ομάδες κυνηγών εν δράσει …


Γαϊδουροκαλόκαιρο! 30 και 35 βαθμοί κελσίου την εποχή αυτή με νοτιά, μόνο το κυνήγι δεν ευνοεί. Αλλά εμείς εκεί, στις επάλξεις, αναζητώντας τον κάπρο μέσα στο λιοπύρι.

    «Τα γουρούνια είναι πολλά και το πρωί θα τα στριμώξουμε με άνεση»……. λόγια ειπωμένα με σταθερότητα από έμπειρα στελέχη της ομάδας, που έδωσαν ελπίδα… Κάπως έτσι στήθηκε με σοφία η παγάνα και τα σκυλιά ξεχύθηκαν αφηνιασμένα και χάθηκαν στο πυκνό – είχαν κέφια τα άτιμα, και μας παρέσυραν στη πορεία τους πάνω στο ντορό.

  Στημένοι όπως το σχέδιο επέβαλε, είχαμε σιγουρέψει όλες τις εξόδους του κυκλωτικού εναγκαλισμού του μεγάλου κοπαδιού. Και τα κολάρα των σκύλων μας έδειχναν την ξέφρενη πορεία τους – και η παγερή φωνή του αρχηγού έδινε τον ρυθμό, «350 μ, 520 μ, 680 μ, 820 μ…..»  που κάθε τόσο τον ακούγαμε από τους ασυρμάτους. Απόλυτη σιωπή απ’ όλους μας, ούτε ανάσα δεν παίρναμε, ούτε τσιγάρο δεν έκανε ο Σπήλιος, μονάχα οι παγανιέρηδες ακουγόντουσαν, και ο αστυνόμος που εξηγούσε στον αρχηγό την παραξενιά των σκύλων μας: «δεν μπορεί να έχουν απομακρυνθεί τόσο πολύ τα σκυλιά, κάτι άλλο γίνεται»!

   Ο ήλιος έκαιγε στα καρτέρια και μας έψηνε όσο περνούσε η ώρα και έφευγε το πρωί. Και τα σκυλιά δεν κώλωναν σύμφωνα με τις ενδείξεις λόγω του κάπρου – εμείς όμως έτσι πιστεύαμε. Κώλωναν, γιατί στη ρεματιά είχε νεράκι να πιούν και δροσιά να γλυτώσουν από την κάψα! Τα σκυλιά αρνιόντουσαν πεισματικά να φύγουν από την δροσερή ρεματιά και ώσπου να καταφέρουμε να τα πιάσουμε – ξεκουράζονταν κάτω από τα πλατάνια (κωλωμένα;), πέρασε η ώρα και μας βρήκε το μεσημέρι. Συγκεντρώθηκε η ομάδα μαυρισμένη από την ηλιοθεραπεία, και προσπαθούσαμε να καταλάβουμε που πήγε εκείνη η «άνεση» για την γρήγορη ανεύρεση του κοπαδιού. Ίσως και αυτά να είχαν πιάσει τα βαθύσκια πλατάνια λίγο παραπάνω, ίσως, αλλιώς που μπορεί να πήγαν για τη σιέστα τους;

    Ξερός ο τόπος από τον ζεστό καιρό, το χώμα είχε πετρώσει, διψούσε. Ο αρχηγός όμως είχε δει αχνάρια φρέσκα, πρωϊνιάτικα, στα ψηλότερα του Μαινάλου. Και η ομάδα κατά τις 2.00 μμ. ξεκίνησε για την καινούρια παγάνα της. Εγώ δεν ακολούθησα, πήγα στο χωριό να μαζέψω τα καρύδια. Άλλο κυνήγι κι αυτό, να ραβδίζεις και να μαζεύεις.

   Λίγο πριν το σούρουπο, την ώρα δηλαδή που είχα τελειώσει τα ράβδισμα και μάζευα (με ενισχύσεις) τα καρύδια, η ομάδα κατέβαινε από τα ψηλότερα δίχως αποτελέσματα. Τα πρωινά φρέσκα αχνάρια, είχαν πετρώσει με το διάβα του ήλιου και εν κατακλείδι, τα πολλά γουρούνια όχι μόνο δεν τα στριμώξαμε, αλλά ούτε καν τα είδαμε!

    Οι γειτονικές από εμάς ομάδες όμως μάλλον τα πήγαν καλύτερα – αφού δεν έψαχναν για κοπάδια αλλά για ένα – δυό θηράματα. Και κατόρθωσαν και τα έβαλαν στο σακούλι τους αθόρυβα, δίχως πολλά σχέδια και υποσχέσεις! Η εποχή αυτή είναι όντως δύσκολη. Αν δεν κρυώσει ο καιρός, αν δεν αρχίσουν οι συχνές βροχές να μαλακώσει το χώμα και να φανεί το φρέσκο αχνάρι, το κυνήγι θα γίνεται εξαντλητικό από πάσης απόψεως.

   «Στην παραπάνω όμως γειτονιά», που λέει και δημώδες άσμα, δύο ομάδες γουρουνοκυνηγών ενεπλάκησαν σε άγριο καυγά και οι μαρτυρίες μιλάνε για πολύ ξύλο. Τον νικητή της σύρραξης δεν τον μάθαμε, αλλά η αστυνομία που κατέφθασε έπειτα από έκκληση για βοήθεια, δεν έδωσε τον τελικό νικητή. Ο λόγος της σύρραξης; Μα ποιος άλλος πλην από αυτόν για τον κυνηγότοπο;  Μάλιστα, κατά το δελτίο που κυκλοφόρησε ευρέως μέσω των ασυρμάτων, καρτέρια της μίας ομάδας εισχώρησαν με πονηρό τρόπο στην παγάνα της αντιπάλου ομάδας. Και εγένετο πόλεμος! Η επιτιθέμενη μάλιστα ομάδα, είχε αριθμητική υπεροχή αφού έγιναν προηγούμενα σε αυτήν συγχωνεύσεις δύο διαφορετικών ομάδων.

  Βλέπουμε ότι οι συγχωνεύσεις δεν γίνονται μόνο σε εταιρείες, αλλά και σε ομάδες γουρουνοκυνηγών για καλύτερα και θεαματικότερα αποτελέσματα. Πλήν όμως, την υπεροχή σε μία πολεμική ενέργεια δεν την έχει η ομάδα που επιτίθεται αλλά αυτή που αμύνεται περί του πατρίου εδάφους!  Και η αμυνόμενη ομάδα, κράτησε τον χώρο της – πως έλεγαν παλαιότερα: «κράτησε το ύψωμα 952», γνωρίζουσα ασφαλώς καλύτερα την γεωγραφία της περιοχής και τα κρυφά μονοπάτια.

   Άλλη μία μάχη μεταξύ γουρουνοκυνηγών, κρίθηκε στις λεπτομέρειες και όχι στην αριθμητική υπεροχή και στη δύναμη πυρός! Τι να έχουμε άραγε να ζήσουμε ακόμα; …

===========================

Δημοσιεύθηκε στο «Κυνήγι» του Ελεύθερου Τύπου την Τετάρτη 10 Οκτωβρίου 2012.

Τετάρτη 3 Οκτωβρίου 2012

Κυνήγι Πέρδικας - Ανακοίνωση ΚΟΜΑΘ


Στο Φύλλο Εφημερίδας της Κυβερνήσεως (Τεύχος Δεύτερο, Αριθμός Φύλλου 2580, Ημερομηνία 24 Σεπτεμβρίου 2012) περιέχεται τροποποίηση της υπ’ αριθμ 173803/2135/31.07.2012 απόφασης «Ρύθμισης θήρας για την κυνηγετική περίοδο 2012-2013», με την οποία μειώνεται το επιτρεπόμενο ημερήσιο όριο κάρπωσης ανά κυνηγό για την πετροπέρδικα (Alectorisgraeca) από τέσσερα (4) άτομα σε δύο (2).

     Παρακαλούμε για την άμεση ενημέρωση όλων των κυνηγών ώστε να μην υπάρξουν παρανοήσεις και παρεξηγήσεις.

Περισσότερα στη σελίδα της ΚΟΜΑΘ εδώ

Δευτέρα 1 Οκτωβρίου 2012

"Κυνήγι" από τον Ελεύθερο Τύπο

Κάθε Τετάρτη





Για ελεύθερους ανθρώπους και κυνηγούς