Πέμπτη 27 Δεκεμβρίου 2012

Τα ζούδια του θεού …

Μια φορά και έναν καιρό, ήταν ένας γέροντας, που ζούσε μονάχος του στο δάσος. Κάποτε, πολλά – πολλά χρόνια πίσω, είχε μεγάλη φαμίλια, είχε γυναίκα και παιδιά, είχε μεγάλη στάνη με πρόβατα, είχε άλογα, μουλάρια, κότες, γουρούνια – ήταν καλός νοικοκύρης. Ήταν σεβαστό πρόσωπο στο χωριό του, άνθρωπος σοφός, γλυκός, πράος, και πάντοτε, προσπαθούσε να συμφιλιώνει τους συγχωριανούς τους που πρόστρεχαν σε αυτόν για διαφορές, και άλλες φορές πάλι, τους έδινε ορμήνιες. Τον αγαπούσαν όλοι στο χωριό.

 
     Όταν η φαμίλια του χάθηκε στη μεγάλη συμφορά που βρήκε τον τόπο του – πανούκλα την είπανε εκείνη την αρρώστια αργότερα οι ιστορικοί, ο γέροντας έχασε τον κόσμο του, και έφτασε στο δάσος, μόνος κι έρημος. Έχτισε το καλύβι του, το έκανε στέρεο για τους δύσκολους καιρούς, ήτανε το καινούριο φτωχικό κονάκι του. Στα πρώτα χρόνια, είχε για συντροφιά και τον Ψαρή, τ’ άλογό του, μα κοντά σ’ αυτόν γέρασε κι εκείνο το καημένο και πέθανε.
     Έξω από το κονάκι του, είχε μια μικρή αυλή, και καθόταν στο πεζούλι το πέτρινο που είχε φτιάξει, ολάκερες ώρες, ασάλευτος, νεκρός θαρρείς. Μα όχι, ο νους του πήγαινε πάντα πίσω στα χρόνια τα ευτυχισμένα. Ένα δάκρυ τότε κυλούσε στο ρημαγμένο του πρόσωπο, το αυλακωμένο από τους χρόνους.
     Αργότερα, μετά και τον χαμό του αγαπημένου του Ψαρή, στάθηκε τυχερός και βρήκε δυό σκυλιά, τον Πικραμένο και την Μαυρούλα – έτσι τα ονόμασε. Ο Πικραμένος ήταν λιάρος, μεγαλόσωμος, με ανασηκωμένη την ουρά του, σιωπηλός συνήθως και ήρεμος. Η Μαυρούλα, κοντόσωμη και ρούσα, λεπτοκαμωμένη, ήταν φωνακλού, και κυνηγιάρα – αφού κάθε τόσο απομακρυνόταν από το καλύβι και κυνηγούσε τα ζώα  του δάσους.
     Τα απογεύματα, κάθονταν και οι τρείς τους στην αυλή, στο πεζούλι ο γέροντας και στα πόδια του τα σκυλιά του που τον κοιτούσαν στα μάτια. Σε εκείνες τις ώρες, τον σίμωναν λογής- λογής ζούδια και τον εξέταζαν καλά. Στα φύλλα γύρω κάθουνταν πασχαλιές, και στο χώμα σέρνουνταν σκαθάρια. Ψηλότερα, στη κορφή του βουνού, κλωσούσαν τα τσιχλογέρακα. Τις πρωινές κυρίως ώρες, άκουγε μακριά και τις πέρδικες που χαιρετούσαν με φασαρία τη καινούρια μέρα.     
    Το κονάκι του κοιτούσε δυτικά. Και τα καλοκαίρια, εκείνες τις ώρες που ο ήλιος με τη φωτιά του την κατακόκκινη πυρπολούσε τον ουρανό, σκεφτόταν: «καλέ μου ήλιε εσύ η ζωή μου όλη, και συ καλό μου δάσος η κατοικία μου και τα πλούτη μου». Και η τροφή του ήταν στο δάσος, αφού σε αυτό ο γέροντας έβρισκε τα απαραίτητα. Συνήθισε ακόμα και τις ρίζες που είχαν μία πικράδα αλλά του άρεσαν. Και τα χόρτα όταν έσκυβε και τα έκοβε, ευλογούσε το θεό για την απλοχεριά του. Μα και όταν με μια πετριά έριχνε κάτου τον λαγό, η Μαυρούλα έλιωνε από τη χαρά της.
      Πολύ σπάνια έβλεπε ανθρώπους, οι περισσότεροι είχαν χαθεί τότε, στο μεγάλο θανατικό. Όταν όμως τους συναντούσε, έμενε σιωπηλός, θλιμμένος. Και ήσαν ξένοι πεζοπόροι, αγωγιάτες που μετέφεραν πραμάτειες. Τον καλοχαιρετούσαν και συνέχιζαν το δρόμο τους. Λίγες φορές, κάποιοι ξαπόσταιναν για λίγο στην αυλή του γέροντα που τους κερνούσε τσάι ή μέντα, ή ότι βότανο είχε μαζέψει από το δάσος. ‘Όταν έμενε πάλι ολομόναχος, δεν νοιαζόταν για τον φόβο του, δεν υπήρχαν και μάτια να τον δούνε.
      Οι φρέσκιες μυρωδιές που φτιάχτηκαν από την βροχή, έβγαλαν τον γέροντα στο πεζούλι του, Τις έβαζε στα πλεμόνια του και χόρταινε ζωή. Ψηλότερα, η κορφή είχε ασπρίσει από τα χιόνια. Στο κονάκι του κοντά, το βουητό του νερού έσπαγε τη γαλήνια σιωπή. Κοιτάζει ολούθε και χαιρετίζει πουλιά, δέντρα, λιθάρια, σκουλήκια. «Τούτος ο χειμώνας ‘θάναι αλλιώτικος από τους περασμένους. Μυρίζω τη παγωνιά του», σκέφτηκε και πέρασε το κατώφλι της καλύβας του.
     Έδωσε ζωή στη φωτιά του, και σιγά- σιγά αυτή μεγάλωνε και τον πύρωνε καλά. Κάποιες χαραμάδες που έφερναν κρύο, είχε φροντίσει και τις είχε στουμπώσει, και όλη η ζέστα έμενε μέσα στο μικρό δωμάτιο του. Έφερε κοντά στη φωτιά ένα μικρό κούτσουρο που το είχε για τη καθισιά του, και άρχισε να ρίχνει στη θράκα κάστανα, μικρά σαν σβώλους. Όταν καλοψήθηκαν τα έβγαλε και τα άφησε κατά γης.
     Τότε ο Πικραμένος σήκωσε το κεφάλι του και μύρισε ανήσυχος κατά την πόρτα, και αμέσως άρχισε να γαβγίζει. Από κοντά και η ρούσα η Μαρούλα. Σηκώθηκε ο γέροντας και πήγε στη πόρτα, κοντοστάθηκε, και την άνοιξε. Έξω στη αυλή ένας ξένος διαβάτης τουρτούριζε από το κρύο: «γεια σου γέροντα, καλή χρονιά, να έλθω στη φωτιά σου;». Καλώς τον, πέρασε μέσα …   
===================== 
Δημοσιεύθηκε στο «Κυνήγι» του Ελεύθερου Τύπου την Πέμπτη 27 Δεκεμβρίου 2012…… 6 ημέρες μετά το τέλος του Κόσμου!
 

Παρασκευή 21 Δεκεμβρίου 2012

Ανακοίνωση ΚΟΜΑΘ - κρούσμα λύσσας σε τσομπανόσκυλο

Καλά Χριστούγενα από την ΚΟΜΑΘ
 
 
Επισημαίνουμε ότι το σκυλί που βρέθηκε θετικό στον ιό της λύσσας ήταν ένα λευκό ΤΣΟΜΠΑΝΟΣΚΥΛΟ (όπως και από την αρχή η ΚΟΜΑΘ έγραψε στη σελίδα της στο Facebook)και όχι κυνηγετικός σκύλος. Το αυτό επιβεβαιώνει και η Δ/νση Κτηνιατρικής Πέλλας και ο τοπικός Κυνηγετικός Σύλλογος Αριδαίας.

Για το λόγο αυτό ζητήσαμε την άμεση διόρθωση του εγγράφου 4811/128893/20-12-2012 του Υπ. Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, καθώς η λανθασμένη αναφορά έχει δημιουργήσει παρανοήσεις. Επίσης ζητήσαμε το διορθωμένο νέο σας έγγραφο να αποσταλεί σε όλους τους αποδέκτες του 1ου λανθασμένου εγγράφου καθώς και στον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας.

Ιστορίες για άγρια και αγρίους …

Το καρτέρι της ομάδας που ήταν κοντά στον δρόμο και μη έχοντας άλλη ευκαιρία, χτυπά το μικρό καπρί από μακριά με μπίλιες, μακρύτερα ίσως και από 50 μ. Αυτό έπεσε και σηκώθηκε πάλι παίρνοντας το δρόμο του.
 
    Φτάνοντας γρήγορα στο δρόμο ο κυνηγός, βλέπει το καπρί καταγής, ασάλευτο. Ειδοποιεί την ομάδα που αρχίζει να συγκεντρώνεται σιγά- σιγά. Ανακάθεται σε ένα βράχο και περιμένει, έχει δέσει και το σκύλο σε ένα κλαρί και κάνει τσιγάρο. Όταν σταματά μπροστά του ένα sun και βγαίνουν από μέσα 4 παλικάρια, δεν πολυσκοτίζεται.
    Τα παλικάρια όμως, φορτώνουν το καπρί στο αυτοκίνητο και πάνε να φύγουν! Τότε ο κυνηγός, βλέποντας την αδιαντροπιά των περαστικών, αρχίζει και φωνάζει, ένας αυτός, τέσσερις οι άλλοι, τα «καλά παιδιά». Πατάνε γκάζι και χάνονται τα καλόπαιδα και ο κυνηγός πίσω να καταριέται θεούς και δαίμονες. Η ομάδα, αντί να φτάσει στο θηρευμένο καπρί της, πιάνει τις βίγλες της Αρκαδίας, τα σούρματα και τα διάσελα, τρέχει να αποκλείσει δρόμους – και όλα αυτά για να σταματήσουν το ακριβό sun με τους φτηνούς επιβάτες του.
    Η επιχείρηση «αποκλεισμός των κλεφτών» απέδωσε καρπούς. Κατάφεραν και ακινητοποίησαν την «χαρούμενη παρέα» στης Καρκαλούς τα ισιώματα. Τα αίματα άναψαν, οι «παλιοκλέφταις» (που θα έλεγε και ο Κολοκοτρώνης αν ζούσε), ισχυρίζονταν ότι το καπρί το χτύπησαν αυτοί με το αυτοκίνητό τους. Έφτασε και η αστυνομία για τα περαιτέρω. Άκουσε ο αξιωματικός και τις δυό πλευρές, ρώτησε που είναι το καπρί για να το δεί. Και τότε τα καλόπαιδα ισχυρίστηκαν ότι το είχαν αφήσει εν χωρίω Ράφτη, στο τάδε σημείο. «Το ξέρετε ότι είστε παράνομοι, αφού ισχυρίζεστε ότι χτυπήσατε το καπρί με το αυτοκίνητό σας; Γνωρίζετε ότι έπρεπε να καλέσετε την Θηροφυλακή να το παραλάβει;» Στα λόγια του αστυνόμου, τα παλικάρια αλληλοκοιτάχτηκαν αμίλητα. «Μα δεν το έχουμε σας είπαμε, βρίσκεται εκεί…..».
    Το καπρί όμως δεν βρέθηκε πουθενά. Οι λαθραίοι, όταν γύρισαν οι κυνηγοί πίσω για την αναζήτηση του χαμένου κάπρου, το φόρτωσαν από παρακείμενη πρόχειρη κρυψώνα και αναχώρησαν περιχαρείς προς Αθήνα. Στο χωριό τους είχαν πάει, στη Λυσσαρέα Αρκαδίας, ίσως να κουβαλούσαν και το λάδι της χρονιάς τους, αλλά και έτσι ακόμα, ένας κλεμμένος καπράκος «30ρης» είχε χώρο ανάμεσα στα άλλα καλούδια τους.
     Η ομάδα όμως τον κάπρο της δεν τον ξέχασε. Έπειτα από πολλές ανταλλαγές τηλεφώνων, λένε οι κλέφτες στους νοικοκυραίους: «εντάξει, εμείς έχουμε τον κάπρο, αλλά θα τον μοιράσουμε στη μέση». Όχι, απάντησε με λόγια στέρεα είς των κυνηγών, «τον κάπρο θα τον παραδώσετε ολόκληρο στον αρχηγό μας, στο χωριό». Και σαν αμαρτωλά πλήν μετανοημένα παιδιά, παρέδωσαν με εταιρεία μεταφορική τον κάπρο σε αυτούς που τον θήρευσαν.
     Τα παραπάνω, μοιάζουν σαν αστεία, αλλά δεν είναι. Το πώς καταδέχτηκαν τέσσερις άνθρωποι να προβούν σε τέτοια ενέργεια, με ξεπερνά τελείως. Δεν ξέρω τι να υποθέσω. Για αυτό το ασήμαντο συμβάν, αλλά και για πολλά περισσότερα άξια λόγου γεγονότα που συμβαίνουν στη ζωή μας, φταίει πράγματι η κρίση. Αλλά όχι η οικονομική. Η κρίση αξιών φταίει, η σαπισμένη νοοτροπία μας, ο ψευτοτσαμπουκάς και ο ετσιθελισμός. Φταίνε και άλλα, που πάνε πίσω, στην Παιδεία μας. Αυτήν που πήραμε από τα σχολεία αλλά κυρίως από το σπίτι μας.  
     Αν οι άνθρωποι αυτοί δεν γεύτηκαν ποτέ αγριόχοιρο στη ζωή τους (που δεν το πιστεύω), ας ζητούσαν. Τα παιδιά της ομάδας θα τους έδιναν. Αλλά πάλι, τέσσερις νοματαίοι εναντίον ενός, φανερώνει και ανανδρία. Ας το δούν αν θέλουν οι τέσσερις συμπολίτες μας, η αυτοκριτική δεν έβλαψε ποτέ κανένα! .    
     Κάθε εβδομάδα, κάνουμε σχέδια για την επόμενη, για το κυνήγι μας. Τι θα κάνουμε, που θα πάμε, αν έχει γουρούνια εκεί ή αλλού, αν θα δώσουμε όλοι το παρόν, αν όχι, και τόσα ακόμα πράγματα που μας αρέσουν. Κανονίζουμε, ποιος θα φέρει το προσφάι, ποιος τις σοκολάτες, ποιος το κρασί, ποιος τα παγανοφύσιγγα, ποιος θα ψήσει τον καφέ. Τόσες κουβέντες, για το κυνήγι. Μα στην ουσία για την παρέα, για την επιστροφή στις ρίζες μας, στα κακοτράχαλα βουνά μας.
     Και εκεί που ο ιδρώτας και η κούραση έχουν τον πρώτο λόγο και ας είναι καταχείμωνο, εκεί που παίρνουμε καρπούς από τη μάνα γη, εκεί που δεν ενοχλούμε, περνά ένα sun με τέσσερις εποχούμενους και σου χαλάνε τη διάθεση. Ας το κοιτάξουν οι συμπολίτες μας …  
================= 
Δημοσιεύθηκε στο «Κυνήγι» του Ελεύθερου Τύπου την Τετάρτη 19 Δεκεμβρίου 2012. Δύο ημέρες πριν την «μαϊμού» συντέλεια του Κόσμου …          

Πέμπτη 13 Δεκεμβρίου 2012

Στους ήχους της σιωπής …

12/12/2012 σήμερα! Φεύ! ο κόσμος δεν καταστράφηκε, ο αρμαγεδώνας δεν εφάνη όπως όριζαν τάχα μου τα ημερολόγια των Μάγιας, άλλη μία όμορφη ημέρα ξημερώνει, κι εμείς είμαστε εδώ, στη μαγική γωνιά του Σύμπαντος και ζούμε την καθημερινότητά μας.

     Το κεφάλι ψηλά κρατούμε και προχωράμε τον δρόμο της ζωής μας. Αγνοώντας, αδιαφορώντας για τα ψεύτικα που υπάρχουν γύρω μας. «Όταν δεν υπάρχει γύρω μας τίποτα το αληθινό, πώς να υποψιαστούμε ότι όλα είναι ψεύτικα;», έλεγε προ χρόνων ένας σοφός Δάσκαλος. Τα μόνα στέρεα πράγματα βρίσκονται εκεί έξω, στη Φύση.

     Η χειμωνιάτικη Φύση, δύσκολη για τον περισσότερο κόσμο που κάθεται στο σπίτι φοβισμένος από τις ριπές της τρομολαγνείας της ενημέρωσης, έχει τις δικές της παραξενιές, συνήθειες ξεχωριστές. Που θέλουν αλήθεια προσοχή, σεβασμό, γνώση. Η γνώση όμως για τη Φύση δεν αποκτάται με τα βιβλία, το διάβασμα, ή ακόμα και με τα παραμύθια γι’ αυτήν. Με το βίωμα μαθαίνεται, σιγά- σιγά, με την εμπειρία, όταν ζείς σε αυτήν, όταν περνάς αρκετό από τον χρόνο σου, τον «πολύτιμο», όταν η περιέργεια σου για το κάθε τι που συναντάς σ’ αυτήν, σε κάνει και κοντοστέκεσαι, αναρωτιέσαι, απορείς, αγγίζεις, μυρίζεις, νιώθεις.

     Το κυνήγι, δεν είναι αυτοσκοπός, είναι η αφορμή, να βρεθούμε στη καρδιά της Φύσης, στα σπλάχνα της αληθινής ζωής. Δεν κυνηγάμε για βραβεία, ούτε για ματαιοδοξία, ούτε κορδωνόμαστε στην εύκολη ή δύσκολη κάρπωση. Το κυνήγι υπάρχει μέσα μας, και το εξασκούμε επειδή το ορίζει η φύση μας. Και κυνήγι (συμπαθάτε με αν έχετε διαφορετική άποψη), είναι να θηρεύσουμε ένα λαγό, ένα αγριογούρουνο, να τα βάλουμε στο σακούλι μας ή στο αυτοκίνητό μας και να πάμε στο σπίτι μας. Μπορεί η σχετική νομοθεσία να επιτρέπει λόγω υπερπληθυσμών συγκεκριμένους αριθμούς κάρπωσης – αυτό όμως δεν σημαίνει απαραίτητα ότι εμείς σώνει και καλά θα πρέπει να επιστρέψουμε με όσα αναφέρει η νομοθεσία. Μπορούμε να είμαστε ευτυχείς και με το ένα, και με το κανένα, γιατί όχι;

     Οι παλιοί θηρευτές αυτό έκαναν, κυνηγούσαν ένα λαγό και επέστρεφαν. Δεν είχαν ανάγκη τους νόμους, καθόριζαν οι ίδιοι το συμφέρον της Φύσης, επειδή ήσαν οι άνθρωποί της και γνώριζαν τις λειτουργίες της, τα χούγια της. Μπορούμε να συμπεριφερθούμε κι εμείς σαν εκείνους τους παλιούς σοφούς ανθρώπους, γιατί η Φύση δεν σου δίνει μόνο το θήραμα, σου δίνει πολλά περισσότερα, σου φρεσκάρει το μυαλό με τον καθαρό της αέρα, σου λιώνει τις τοξίνες από το σώμα, σου διδάσκει απλότητα.

     Εμείς, άνθρωποι του καιρού μας, και θύματα κατ’ επέκταση ενός κόσμου καταναλωτικού, υποκύψαμε στα «θέλω» του μάρκετινγκ και της πλύσης εγκεφάλου και φτάνουμε στους κυνηγότοπους πολλές φορές, αλαφιασμένοι, αγχωμένοι για τον κάπρο, λες και αν δεν τον θηρεύσουμε, κάτι κακό θα γίνει. Επηρεασμένοι βαθύτατα από την νοοτροπία του νικητή, θεωρούμε την μη κάρπωση αβάστακτη ήττα. Αλλά ξεστρατίσαμε κι άλλο, αφού μας κόφτει αν γεμίσουμε το όπλο μας με το τάδε ή το δείνα φυσίγγι, αν τα  αρβύλια μας είναι της εταιρείας αυτής ή της άλλης, αν το σακίδιο μας, ή ο εξοπλισμός μας γενικώς, έχει τις προδιαγραφές που ορίζουν οι «ειδικοί».

     Όμορφα είναι όλα αυτά τα αξεσουάρ, αλλά όχι απαραίτητα. Τον κυνηγό τον φτιάχνει το κυνήγι και ο σεβασμός που τον διακατέχει για την Φύση. Όλα τα υπόλοιπα είναι απλώς για κατανάλωση και για να βρισκόμαστε σε κουβέντες. Γέμισε το κυνήγι με εμπόρους – από την «σπουδαία ρεζέρβα» μέχρι και τον ταπεινό σουγιά που κουβαλάμε μαζί μας. Και δεν λέω, και το εμπόριο χρειάζεται για να κινηθεί η οικονομία μας, για να ζήσουν οικογένειες. Όμως, η πέτρα δεν πολυνοιάζεται με τι άρβυλο θα την πατήσεις. Την ανθρώπινη περπατησιά θέλει να νιώσει, και ας είναι και από πέλμα γυμνό.

     Εκεί στο βουνό προχθές το Σάββατο, έβρεχε κι έκανε κρύο. Ο κυνηγότοπος όμως δεν καταλαβαίνει από καιρούς, και μας ήθελε κοντά του. Τον γεμίσαμε με την ανάσα μας και με τα βρεγμένα πρόσωπα μας. Πιάσαμε τις θέσεις μας, καλυμμένοι όσοι μπορούσαμε από την αντάρα της Φύσης, και ακούγαμε τα σκυλιά μας να φωνάζουν στον κάπρο. Μήπως και τα σκυλιά καταλαβαίνουν από καιρούς; Μα μήπως καταλαβαίνουμε κι εμείς;

     Εκεί στο καρτέρι, η Φύση μοσχοβολούσε και μύριζε ήχους της σιωπής, που τόσο πολύβουοι και αφανέρωτοι είναι …    

===================== 

Δημοσιεύθηκε στο «Κυνήγι» του Ελεύθερου Τύπου την Τετάρτη 12/12/2012 …

Τρίτη 11 Δεκεμβρίου 2012


Κάθέ Τετάρτη




Για ελεύθερους ανθρώπους και κυνηγούς

Σάββατο 8 Δεκεμβρίου 2012

Greenpeace - Οι Ταλιμπάν του περιβάλλοντος ...

H Greenpeace θεωρείται από το ευρύ κοινό ως η οργάνωση -προστάτιδα του περιβάλλοντος. Μερικά σύντομα ιστορικά στοιχεία της διαδρομής της ως τώρα θα μας βοηθήσουν να καταλάβουμε την πορεία της. Τα ιδρυτικά μέλη της Greenpeace ήταν παιδιά των λουλουδιών. Η σημερινή βάση της Greenpeace, οι εθελοντές, και όσοι έχουν κάνει like στην σελίδα της, είναι άνθρωποι που έχουν αγνές προθέσεις.
 
Είναι ασφαλές να πει κανείς πως η Greenpeace πολλαπλασίασε τα μέλη της (και τον προϋπολογισμό της), προωθώντας την μία τρομολαγνική εκστρατεία μετά την άλλη, πάντα στο όνομα των εμμονών που διακατέχουν την ηγεσία της. Στην πορεία αυτή κάποιοι είδαν τον παραλογισμό και αποστάτησαν. Ένας από αυτούς είναι ο συν-ιδρυτής της, Patrick Moore, ο οποίος χαρακτήρισε την Greenpeace «αντι-επιστημονική», «κατά της τεχνολογίας», «φιλο-αναρχική» και κυρίως κατά οποιασδήποτε μορφής πολιτισμού
 

Πέμπτη 6 Δεκεμβρίου 2012

Κυνηγώντας στη βρεγμένη γης …


Είχε ανοίξει ο ουρανός και έριχνε – «όχι με το κανάτι» όπως λέει ο λαός μας, έριχνε με τα βαρέλια τα δρύινα!
     Ήμασταν όλοι σε αναμονή. Είχαμε αρχίσει την πρώτη γύρα τα ρακόμελα, όταν κάποιος φώναξε περιχαρής: ο καιρός ανοίγει παιδιά! Χωρίς δεύτερη κουβέντα, αφήσαμε τα ρακόμελα στη μέση, μπήκαμε στα αυτοκίνητα και φτάσαμε σαν άνεμος στον κυνηγότοπο. Πράγματι, η βροχή είχε σταματήσει και άρχιζε να φανερώνεται ο ήλιος από ψηλά. Ολόκληρο το δάσος φούσκωνε από τους ατμούς της δροσιάς και της ηλιαχτίδας και δημιουργούσε εικόνες απόκοσμες, μαγικές – τις δικές μας εικόνες που για χάρη τους βρισκόμαστε στη μουσκεμένη γης.
     Το βαρέλι το δρύινο όμως, πέρασε σαν αστραπή από μπροστά μου, όταν στα χρόνια του παππού και της γιαγιάς, στα χρόνια εκείνα της αρχαίας περιόδου – πριν σαράντα το πολύ χρόνια δηλαδή, πηγαίναμε, πιτσιρικάδες όντες, και γιομίζαμε στην κούπα νερό από την βαρέλα και σβήναμε τη δίψα μας. Η γεύση εκείνου του νερού του μοσχοβολημένου, μερικές φορές, τρυπά με ένα «τσακ» το μυαλό και το αναστατώνει. Το νερό της βαρέλας της δρύινης, είχε κόπο για να φτάσει στο σπίτι, είχε αναμονή στη βρύση μέχρι να γεμίσει, και ήθελε τέχνη στο κουβάλημα για να πάει στο σπίτι. Εμείς όμως πιτσιρικάδες, που δεν είχαμε αποκτήσει την τέχνη αυτή, το μεταφέραμε συνήθως με τα άλογα όταν παίρναμε από την γιαγιά την σχετική διαταγή: να πάτε να γεμίσετε τις βαρέλες νερό. Λόγια κοφτά και στέρεα.
     «Δυσανασχετούσαμε» τάχα μου με την διαταγή αυτή, αλλά σαμαρώναμε στο φτερό τα άλογα, φορτώναμε τις άδειες βαρέλες και τις ξεφορτώναμε στη βρύση. Διαδικασία απλή, συνηθισμένη, αλλά τις δίναμε χρώματα, την περιπλέκαμε, όχι λίγες φορές, την δυσκολεύαμε. Γιατί στο νερό, δεν ήμασταν μόνοι μας, υπήρχαν πολλές βαρέλες στη σειρά. Υπήρχε κόσμος, συζητούσαν τα προβλήματα του ο κόσμος, έκλειναν συμφωνίες, έκαναν σχέδια. Η βρύση, ήταν η καρδιά του χωριού και η ψυχή του.

     Τις παλιές εικόνες αντίκρισα μονομιάς φτάνοντας στον κυνηγότοπο, βλέποντας τον βρεγμένο, να ευωδιάζει και να ανασαίνει ολάκερος. Κι ένα γλυκό μούδιασμα διαπέρασε όλο μου το σώμα, δείγμα χαράς και γαλήνης. Και τα σχέδια του αρχηγού δεν τα άκουγα. Ήμουν εκεί, αλλά ήμουν «κι αλλού». Ήθελα να ακούσω, μα «άκουγα τα μυστικά της παιδικής ηλικίας». Και πρέπει να πέρασε ώρα πολύ που μιλούσε ο αρχηγός, ασφαλώς θα μιλούσαν και οι άλλοι, και στο τέλος ξεκινήσαμε. «Εντάξει, όπως είπαμε, έτσι;», μου λέει ο αρχηγός, και πέφτω ξερός από τα γέλια.
     Κούνησε το κεφάλι του ο αρχηγός για «την κατάντια μου», αλλά έκρυψε επιμελώς ένα χαμόγελο – γιατί αυτά που του ιστόρησα του άρεσαν, γιατί κι αυτός έτσι ήταν φτιαγμένος, γιατί τώρα που η γης ήταν γιομάτη χυμούς, αυτός θα έβρισκε το χρόνο του, έστω λίγε στιγμές για να πάρει από τη δύναμη του όμορφου τόπου. Θα έβρισκε εκεί στη παγάνα δυό έστω λεπτά, να πέσει καταγής και να νοτίσει το σώμα του. Ήξερα τα χούγια του όπως κι αυτός τα δικά μου.
     Φρέσκο αέρα είχαν βάλει στα πλεμόνια τους και τα σκυλιά μας, και είχαν κέφια. Και δεν άργησαν να φτάσουν στον μυστήριο κάπρο των 100 κλ. που είχε χωθεί στο αδιαπέραστο πυκνό. Στο δεξιό μέρος της παγάνας εγώ, άκουγα την ψιθυριστή σχεδόν φωνή του Άγγελου, να ανεβάζει την αδρεναλίνη: τον βλέπω, είναι πολύ κοντά….. Δεν τον έβλεπε, και το ξέραμε, έφτιαχνε όμως κλίμα και η ομάδα ήταν επί ποδός.
     Στις «στάμπες» των σκυλιών μας, αντιδράσαμε με ταχύτητα, ζώσαμε τον κάπρο και δεν άντεξε την ασφυκτική μας πίεση, σηκώθηκε, ακούσαμε να ξεφυσά στα σκυλιά και να χαράζει πορεία. Αυτό ήταν: τα καρτέρια αμίλητα, έρχεται….. ο αρχηγός έδωσε παλμό με τα λόγια του. Κι άρχισε ο ατέλειωτος εκείνος αγώνας θηρευτή και θηράματος. Ο κάπρος ήταν έμπειρος και δυνατός, σκόρπιζε στο πέρασμα του τα πουρναρόκλαδα, τα διέλυε με τον όγκο του και την ορμή του, έκανε μεγάλη φασαρία.
     Ο Σπήλιος καθόταν στο πουρνάρι, στο καρτέρι εκείνο που μας έχουν φύγει άπειρα γουρούνια. Πρωτύτερα, του είχα δώσει ένα μονόβολο – το συνηθίζαμε, για το γούρι. Όταν ακούσαμε τη δυνατή ντουφεκιά από το magnum, ανακάθισα στο βρεγμένο δάσος, έβγαλα από το σακίδιο λίγο καφέ, ήπια δυο γουλιές, έβγαλα το παγούρι μου κι έκανα το ίδιο. «Να συγκεντρωθεί η ομάδα στο πουρνάρι»….. τα λόγια του αρχηγού δεν ζητούσαν εξηγήσεις.
     Άναψα ένα τσιγάρο, και οι καπνοί του ενώθηκαν με εκείνους της υγρής γης. Σηκώθηκα, και πήρα τον κατήφορο …
==================== 
Δημοσιεύθηκε στο «Κυνήγι» του Ελεύθερου Τύπου την Τετάρτη 5 Δεκεμβρίου 2012.

Οι στιγμές της ζωής …

Το Σάββατο που μας πέρασε, το κυνήγι για την ομάδα μας πήγε καλά. Θηρεύσαμε ένα καλό καπρί αν και ήμασταν λίγα άτομα.
 
     Ευτυχώς όμως τελειώνει το μάζεμα της ελιάς και από το επόμενο σαββατοκύριακο η ομάδα θα είναι και πάλι παρούσα, με όλα τα μέλη της έτοιμα για τις ιχνηλασίες, και για τις δραστηριότητες αυτές που μας αρέσουν στο κυνήγι μας. Μπορεί προχθές το Σάββατο να μας έφυγαν κλεισμένα γουρούνια, μα, στον μεγάλο τόπο με 5 άτομα, που να φυλάξεις και που να τρέξεις να τα φέρεις πίσω τα άτιμα τα ζωντανά. Καλά πήγε όμως αφού καταφέραμε έστω και την τελευταία στιγμή, και μέσω του ψυχρού Σούλμπεη, με ντουφεκιά από αυτές που σε αφήνουν άφωνο, σταμάτησε κυριολεκτικά το θεριό στα 100 μ.
     Δεν ξέρω αν είναι θέμα τύχης ή ικανότητας η επιτυχημένη βολή από τόσο μεγάλη απόσταση. Αλλά ο Σούλμπεης, και στο παρελθόν είχε κτυπήσει καπρί από τα 100 μ, και τότε όπως και το Σάββατο προχθές, με ένα ξερό μονόβολο. Ας είναι, οι αναλύσεις περί μακρινών βολών δεν είναι και από τα καλύτερά μου θέματα. Όμως, κάνω την αναφορά αυτή διότι εντυπωσιάστηκα από το αποτέλεσμα της μακρινής ντουφεκιάς.
     Την Κυριακή η ομάδα μας δεν κυνήγησε. Παραβρέθηκε στο 40ημερο μνημόσυνο της γυναίκας του Άγγελου, του φίλου μας και συντρόφου μας στο κυνήγι. Νέος άνθρωπος η γυναίκα του Άγγελου, «έφυγε» για ταξίδια μακρινά, γαλήνια, παραδεισένια. Και στον Άγγελο που έμεινε πίσω με το παράπονο και τα «γιατί», με τον δυσβάστακτο πόνο και την λύπη σε μόνιμη θέση στο πρόσωπό του, τι να πεις και τι ν’ ακούσει. Η απώλεια του αγαπημένου μας προσώπου, η βίαιη αποχώρηση, η τεράστια απουσία, είναι δυστυχώς θέματα που ο άνθρωπος ακόμα δεν έχει καταφέρει να απαλύνει, να τα μαλακώσει. Και πώς να το κάνει άλλωστε. Και γιατί να το κάνει.
     Οι δικοί μας άνθρωποι δεν πεθαίνουν ποτέ. Και το γνωρίζουμε καλά όσοι έχουμε χάσει αγαπημένα πρόσωπα, τον πατέρα μας, τη μάνας μας, τη γυναίκα μας, τον αδελφό μας……. Πάντοτε τους φέρνουμε στις κουβέντες μας, στα γέλια και στις λύπες μας, στα τραπέζια που συγκεντρωνόμαστε στα γιορτινά, ανάμεσα στο δάκρυ και στο κρασί, μέσα στη ζεστασιά της κουβέντας, στις θύμησες και στις ιστορίες. Τους δικούς μας ανθρώπους, δεν τους αφήνουμε ποτέ, όσα χρόνια και αν περάσουν. Γιατί, μπορεί στην αρχή ο πόνος της απώλειας να είναι αμέτρητος, στον καιρό όμως που περνά – και που είναι γιατρός όπως λένε οι σοφοί άνθρωποι, ο πόνος μπορεί να γλυκαίνει, αλλά είναι πόνος. Αξεπέραστος. Και έτσι πρέπει, για αυτούς που αγαπήσαμε και μας αγάπησαν.
     Είναι πολύ δύσκολη για τον Άγγελο και τα παιδιά του η απουσία της γυναίκας και της μάνας.  Της συντρόφισσας που πάλεψε αλλά δεν τα κατάφερε. Της μάνας που μεγάλωσε τα όμορφα παιδιά της. Ας είναι ελαφρύ το Αττικό χώμα που την δέχτηκε για το μεγάλο ταξίδι.
     Και συ Άγγελε, ξέρω, τραβάς τον Γολγοθά σου από την απώλεια της αγαπημένης σου γυναίκας. Όμως, είσαι μαχητής, αγωνιστής, άνθρωπος άξιος, κυνηγός της ζωής. Δεν θα το βάλεις κάτω. Θα παλέψεις, θα κλάψεις, θα αναρωτηθείς ατέλειωτα «γιατί», αλλά θα προχωρήσεις. Όχι μόνο για σένα ή και για τα παιδιά σου. Αλλά κυρίως για τη μνήμη της αγαπημένης σου γυναίκας, που σε ήξερε μαχητή.
     Στο κυνήγι μας, η καλή μας παρέα, κυνηγά για πολλά χρόνια, όχι τον κάπρο απαραίτητα. Κυνηγά και άλλα πράγματα, την περιπέτεια, το λαχάνιασμα σε τόπους σκληρούς, τη δροσιά και την ευλογία του φρέσκου νερού που ξεπηδά από την πέτρα, τις ιστορίες γύρω από τη φωτιά στο βουνό, ή γύρω από το τραπέζι κάθε σαββατόβραδο. Και μέσα από αυτές τις διαδρομές, ξεπηδάνε πολλές φορές πράγματα αφανέρωτα, ανθρώπινα, που μας φέρνουν όλους κοντύτερα.
     Και ο Άγγελος, όλο αυτό το μεγάλο διάστημα, έχει λείψει από το κυνήγι μας. Εκεί που θα ακουστούν πράγματα σοβαρά, ή θα πέσουμε κάτω ξεροί από τα γέλια, εδώ και πολύ καιρό λείπει ο δικός του λόγος. Φίλε, η παγάνα χωρίς εσένα δεν έχει νοστιμάδα, μπορεί πολλές φορές να μας ταράζεις τα νεύρα, μα, άλλες τόσες μας ενοχλεί η απόλυτη ησυχία. Εμείς, παιδιά είμαστε, μεγάλα μάλλον, αλλά παιδιά. Και συνηθίσαμε ο ένας τα χούγια του άλλου. Για να ξέρεις….. σε περιμένουμε κοντά μας …
===================== 
Δημοσιεύθηκε στο «Κυνήγι» του Ελεύθερου Τύπου την Τετάρτη 28 Νοεμβρίου 2012.
 

Τελευταίες ειδήσεις από την ΚΟΜΑΘ ...


Οι κυνηγετικές οργανώσεις με σοβαρότητα και υπευθυνότητα ενημερώνουν τους κυνηγούς, τους κτηνοτρόφους και κάθε πολίτη που βρίσκεται στις περιοχές που εντοπίσθηκαν περιστατικά λύσσας. Έτσι μετά από την έκδοση και διανομή φυλλαδίων, η Κυνηγετική Ομοσπονδία Μακεδονίας – Θράκης προχώρησε στην κατασκευή και τοποθέτηση ειδικών ενημερωτικών πινακίδων στις περιοχές επιτήρησης της λύσσας, σύμφωνα με τις ακτίνες των περιοχών που έχουν οριστεί στους Νομούς Κοζάνης και Καστοριάς.

Ανακοίνωση Ωρίωνα για την λύσσα

Η λύσσα (rabies) είναι μια από τις πλέον σοβαρές και επικίνδυνες ζωοανθρωπονόσους. Ο κυριότερος φορέας για τη διάδοση της νόσου είναι η αλεπού και λιγότερο τα υπόλοιπα σαρκοφάγα θηλαστικά. Προκαλείται από ιό που προσβάλει το κεντρικό νευρικό σύστημα και τον εγκέφαλο του θύματος. Στον άνθρωπο η επώαση διαρκεί περίπου 2 - 8 εβδομάδες ή περισσότερο και συνήθως ξεκινά χωρίς εμφανή συμπτώματα. Από τη στιγμή που θα εμφανιστούν τα πρώτα συμπτώματα δεν υπάρχει ίαση, η νόσος εξελίσσεται ταχύτατα και επιφέρει φρικτό θάνατο. Στην Ελλάδα, το τελευταίο ανθρώπινο κρούσμα αναφέρεται το 1970 ενώ το τελευταίο κρούσμα σε ζώο ήταν το 1987. Από τότε θεωρείται ότι η λύσσα είχε εκριζωθεί από τη χώρα μας. Τα τελευταία χρόνια υπήρχαν αυξανόμενες αναφορές για κρούσματα λύσσας στις χώρες βορείως των συνόρων μας. Ήταν θέμα χρόνου η επανεμφάνισή της και στη χώρα μας.

Η συνέχεια από την σελίδα του Ωρίωνα εδώ.