Τετάρτη 30 Ιουλίου 2014

Με τον Αυγερινό αντάμα ...

Ο Αυγερινός σκαρφάλωσε σχεδόν στην κορφή της καρυδιάς. Από εκεί ψηλά άπλωσε το φως του κι ένα μπλέ βελούδο απλώθηκε στο στερέωμα κι έσπρωχνε το σκοτάδι προς τον αφανισμό του. Ρώτησαν κάποτε το Φώς: “το φοβάσαι το σκοτάδι;”. “δεν καταλαβαίνω την ερώτηση”, απάντησε εκείνο. Φυσικά, γιατί το Φως αγνοεί την ύπαρξη του σκότους.


Αχάραγα, βρίσκομαι στο μπαλκόνι κι ακούω τους ήχους του βουνού. Κάποιοι μου είναι γνώριμοι, κάποιοι όχι. Η πάλη στη φύση νομίζεις ότι είναι αλλόκοτη. Αλλά όχι, εμείς χαθήκαμε και μπερδευτήκαμε από τη στιγμή που απομακρυνθήκαμε από αυτήν και κουρνιάσαμε στη πόλη. Η φύση είναι πάντοτε εκεί έξω από το χρόνο, πολύβουη, και δρα, αναπτύσσεται, εξελίσσεται, εργάζεται αδιάκοπα, δημιουργεί.

Την ώρα τούτη που η νύχτα πάει να χαθεί, μέσα στη φύση υπάρχει μεγάλη κινητικότητα. Αλλάζουν βάρδιες τα ζώα, τα πουλιά τεντώνονται να ξεμουδιάσουν γιατί ολονυχτίς πιάστηκαν στη φωλιά τους – κι αρχίζουν τις ατέλειωτες “καλημέρες” με τα τιτιβίσματά τους, και τα κοκόρια, περήφανα καθώς είναι, διευθύνουν με μαεστρία την αρχή της ημέρας που πλησιάζει. Μέρας λαμπρής, απ¨ όποια πλευρά κι αν την δεις εφόσον εμείς είμαστε παρόντες και μάρτυρες, στην ομορφιά. Και παρατηρητές.

Οι οικογένειες των αγριόχοιρων με τους μεγάλους πληθυσμούς τους, δείχνουν να κυριαρχούν στο δάσος. Αν γινόντουσαν εκλογές θα αποκτούσαν ισχυρή πλειοψηφία και θα κυβερνούσαν με τον δικό τους τρόπο. Αλλά και πλειοψηφία να μην είχαν, πάλι εύκολα, θα μπορούσαν να έχουν το πάνω χέρι. Όπως καλή ώρα γίνεται και στα δικά μας, τα ανθρώπινα που πάντοτε κυβερνούν οι μειοψηφίες. Το παράδοξο αυτό εμείς, το ονομάζουμε κοινοβουλευτική δημοκρατία. Δηλαδή, θέλουμε να μας αντιπροσωπεύουν άλλοι και να αποφασίζουν οι άλλοι για τα δικά μας.

Τα “άγρια” λοιπόν, είναι πολλά. Έχουν οργώσει κυριολεκτικά ακόμη και τον χέρσο τόπο, και θα έλεγε κανείς πως είναι έτοιμος για σπορά! Στην περασιά τους δεν αφήνουν τίποτα στη θέση τους. Τα διαλύουν όλα. Σαν την Τρόικα κι αυτά. Μόνο που αυτά ακολουθούν τη φύση τους και δεν το παίζουν επιστήμονες – οικονομολόγοι περιωπής, πόσο μάλλον σωτήρες του ανθρώπινου γένους ,που αναδύεται από τους σχεδιασμούς τους η νέα ζωή που χαράσσεται για το μέλλον. Τα “άγρια” κυνηγάνε την τροφή τους, το παιχνίδι, τον έρωτα, το δικαίωμα στη ζωή, τον ελεύθερο αέρα. Όχι φρέσκο αίμα σαν τους “ειδικούς χειρούργους” που πειραματίζονται σε νέες φιλελεύθερες μεθόδους.

Στις οικογένειες των “αγρίων” υπάρχουν τα καπριά, κι ανάμεσα σε αυτά ο αρχηγός. Που νοιάζεται, που φροντίζει, που προφυλάσσει την οικογένεια από κάθε κακό. Εμείς, όντας ανίκανοι, βάλαμε τους λύκους με τις κομματικές προβιές να διαφεντεύουν τις στάνες. Φοβισμένοι, κολλήσαμε στην εξουσία και στην παλιανθρωπιά της και χάσαμε το φως μας, γίναμε ετερόφωτοι. Και εκλιπαρούμε τον κάθε αντιπρόσωπο μας, την κάθε μετριότητα που ανελίχθηκε στην εξουσία, να λύσουν τα δικά μας προβλήματα.

Τα καπριά και οι αρχηγοί των “αγρίων”, παλεύουν μόνα τους για τη ζωή τους. Είναι περήφανα και άξια ζώα, όπως όλα άλλωστε στην Μάνα Φύση. Μόνο εμείς ξεφύγαμε, ηττηθήκαμε, κιοτέψαμε. Τα “άγρια” ποτέ δεν θα ρίξουν ευθύνες στον άνθρωπο κυνηγό που θέλει να τα θηρεύσει. Θα κοιτάξουν να διαφύγουν από τις ασφυκτικές παγάνες, να ορμήσουν ακόμα στον κυνηγό αν δεν έχουν άλλη διέξοδο φυγής. Με μια λέξη, μαχητές.

Εμείς, σαν τις μαυροφορεμένες χήρες του Ζορμπά, σκούζουμε, αναθεματίζουμε, σταυροκοπιόμαστε. Πέσαμε στη μιζέρια και περιμένουμε τους λύκους να φτιάξουν τη ζωή μας. Μα γίνεται κάτι τέτοιο; Πως μπορεί αλήθεια;

Το κυνήγι του κάπρου ανοίγει οσονούπω. Ας πάρουμε παραδείγματα από το άξιο αυτό ζώο, κι ας σταθούμε κι εμείς στο ύψος μας. Ας γκρεμίσουμε πρώτα τις στάνες, για να χαθούν οι λύκοι και να αποκτήσουν αντρειοσύνη τα πρόβατα.

Ξημέρωσε όμως……… και η μέρα φανερώθηκε λαμπρή!

=================
  

Δημοσιεύθηκε στο “Κυνήγι” του Ελεύθερου Τύπου την Τετάρτη 30 Ιουλίου 2014. 

Κυριακή 20 Ιουλίου 2014

Κυνηγώντας μέσα από την "Θεία Κωμωδία" ...

Ο Δάντης (Dante Alighieri), στην “Κόλαση”, της Θείας Κωμωδίας του, αν και καλός χριστιανός όπως λέγουν οι φήμες, δεν είχε τα κότσια να πάει μονάχος του να δει, να του φύγει η περιέργεια. Κι έψησε τον Βιργίλιο να γίνει ο Οδηγός του στο παράξενο ταξίδι.

Ενδεχομένως ο Βιργίλιος να πρότεινε στον Δάντη να γίνει ο οδηγός του, που ήξερε καλά τα κατατόπια και ήταν καλός ξεναγός. Ξεκίνησαν το ωραίο ταξίδι στον κάτω κόσμο και συνάντησαν κόσμο και κοσμάκη, γνωστούς κι αγνώστους, πλούσιους και φτωχούς, αυτοκράτορες και βασιλείς, πάπες και δεσποτάδες, ημίθεους και ήρωες, φιλόσοφους και σοφιστές. Ολόκληρη η αφρόκρεμα της ιστορίας και της μυθολογίας σιγόπινε στις εσχατιές του σκότους!

Ρεμάλια και ήρωες όμως, καλοχαιρετούσαν τον φοβισμένο Δάντη και τον Οδηγό του τον έμπειρο. Κάποια στιγμή, εκεί που πήγαιναν αργά μέσα στο σκοτάδι και στην απελπισιά:  “μας ξάφνιασε ένας θόρυβος, όπως νιώθει κανένας τ΄ αγριογούρουνο από τους ανθρώπους νά ΄ρχεται κυνηγημένο, κι ακούει στο πόστο του μαζί το ζώ και των κλαδιώνε τη χλαπαταγή”i.  

Στον “Παράδεισο” της Θείας Κωμωδίας του πάλι, έχοντας για Οδηγό την πανέμορφη Βεατρίκη, που όπως έλεγαν οι γλώσσες οι κακές, ήταν μαζί της σφόδρα ερωτευμένος μικρός, κάνει βόλτες στους παράδεισους. Εκεί τα πράγματα είναι σαφώς καλύτερα, υπάρχει φως, νερό, τηλέφωνο, και όλες τέλος πάντων οι ανέσεις που καθιστούν τη ζωή ελκυστική και αξιοπρεπή.

Καθώς ανέβαιναν, βλέπει κάποια στιγμή ο Δάντης το βλέμμα της Βεατρίκης να γίνεται αστραπή, και σώπασε προς στιγμή, δεν έκανε ερωτήσεις παρά σκεφτόταν: “σαν κάποιος όπου μπροστά σε δυό τροφές το ίδιο νόστιμες δεν έβαλε στο στόμα του ούτε τη μια για να χορτάσει, από πείνα θα πέθαινε, ελεύθερος, μ΄ ανίκανος ν΄ αποφασίσει , έτσι κι αρνί όμοια θε να φοβότανε δυό λύκους το ίδιο πεινασμένους, ή σαν το κυνηγόσκυλο το άβουλο μπροστά σε δυό ζαρκάδια., έτσι ένιωθα την πίεση απ΄ τις αμφιβολίες, που με έκαναν για τούτο να σωπαίνωii”.

Διακρίνουμε ακόμα και μέσα από την Θεία Κωμωδία του Δάντη, ότι και στην εποχή του υπήρχαν θέματα με το κυνήγι εν γένει. Στην “Κόλαση” το αγριογούρουνο, στον “Παράδεισο” τα ζαρκάδια, τα αρνιά, οι λύκοι. “Διαχωρισμός με λίγα λόγια του καλού και του κακού”.

Με αφορμή την Θεία Κωμωδία του Δάντη, σκέφτηκα: Είναι προφανές, ότι ο “σοβαρός δημοσιογράφος” και ειδικός επί παντός αναλυτής, για την οικονομία και τον πόλεμο, μέχρι την κλιματική αλλαγή και τους αρουραίους της νότιας Κίνας, βαθύς γνώστης σαφώς του ποδοσφαίρου μα και της οικολογίας, αδύνατον είναι να μην γνωρίζει και με κάθε λεπτομέρεια, τα του κυνηγίου θέματα. Και αφού έξυσε το αόρατο γένι του, έλαβε το ύφος το βαθυστόχαστο και απεφάνθη τελεσίδικα: οι κυνηγοί είναι εγκληματίες. Είπε κι άλλα ωραία τινά, αλλά ας μείνουμε στην ουσία, στο έγκλημα που αποκάλυψε ο σπουδαίος κονδυλοφόρος!

Θα συμφωνήσω μαζί σας, ο Βιργίλιος που έκανε ξενάγηση στην άπειρο Δάντη, αμαρτωλός γάρ, αφού γνώριζε απ΄ έξω τα της Κόλασης δρώμενα, πρέπει να ήταν κυνηγός αγριογούρουνων τις ώρες που δεν ασχολιόταν με την Αινειάδα και άλλα έργα του. Για να βρίσκεται στην Κόλαση, επιβεβαιώνεται “ο δημοσιογράφος της αποκάλυψης”, όταν μιλά για κυνηγούς εγκληματίες.

Αλλά στον “Παράδεισο” που κυνηγάνε (ή σκέφτονται) ζαρκάδια; Εκεί τι; Πως αντέχουν οι καθώς πρέπει και οι αναμάρτητοι, άβουλα κυνηγόσκυλα και ζαρκάδια έτοιμα προς βρώσιν; Λέμε λοιπόν εν συντομία ότι οι κυνηγοί ζαρκαδιών, αμνοεριφίων κτλ.. πάνε στον Παράδεισο, Οι λοιποί αγριογουρουνάδες στην Κόλαση!

Ας μην φοβόμαστε όμως δημοσιογράφους τέτοιου επιπέδου, επειδή έχουν ένα βήμα και μιλάνε. Ασυναρτησίες εκστομίζουν που προέρχονται από την παντελή τους άγνοια για την Φύση. Κάτι πρέπει να πουν για να γεμίσει η ώρα τους, και η γλώσσα τους προτρέχει της διανοίας τους.

Στην Ελλάδα που ζούμε, πιστεύουμε ενδεχομένως ότι η γνώση πρέπει να είναι πλήρης σε όλους μας. Αυτό δεν είναι εφικτό αφενός (αδύνατο), αλλά δεν είναι και χρήσιμο αφετέρου. Πέραν αυτών φυραίνει το μυαλό η άχρηστη γνώση, που πολλοί την χρησιμοποιούν σαν προτέρημα ενώ δεν είναι τίποτα. Βαραίνει την σκέψη, και δημιουργεί κενά σε σπουδαίους δημοσιογράφους … 



================
Δημοσιεύθηκε στο “Κυνήγι” του Ελεύθερου Τύπου την Πέμπτη 17 Ιουλίου 2014.






i Θεία Κωμωδία, Κόλαση. Άσμα XIII, στίχοι 111 & 114.
ii Θεία Κωμωδία, Παράδεισος. Άσμα IV, στίχοι 3 &6. 

Τρίτη 15 Ιουλίου 2014

Στην νήσο του Αλφειού ...

Η πρώτη εναλλακτική εταιρεία τουρισμού που ασχολήθηκε με την Πελοπόννησο και με την Αρκαδία, είχε (και έχει) την έδρα της στο χωριό Βλαχόραφτη, βόρεια της Καρύταινας και βορειοδυτικά από τον Ατζίχωλο.

Για τις ανάγκες της η εταιρεία, είχε στήσει μία βάση στον Αλφειό ποταμό στο ύψος του χωριού Μάτεση στην Ηλεία. Εκεί έφταναν οι ράφτερς που γνώριζαν καλά το άθλημα και ήσαν έμπειροι. Με βαθμούς δυσκολίας 4-5, δύσκολη δηλαδή περασιά του ποταμού αν αναλογισθεί κανείς ότι στον Λούσιο η δυσκολία αγγίζει δεν αγγίζει τους 3 βαθμούς.

Σαν ποτάμια, ο Λούσιος σαφώς είναι καθαρότερος του Αλφειού, και ψυχρότερος αφού είναι αλπικός. Αλλά και ο Αλφειός, όταν η ΔΕΗ στην Μεγαλόπολη τον αφήνει ήσυχο και δεν τον βιάζει με τις βρωμιές της, καθαρός κυλά στο μακρινό του ταξίδι μέχρι να βρεθεί απέναντι στις ιταλικές ακτές κυνηγώντας την αγαπημένη του κόρη!

Εκεί στην βάση στο Μάτεση, η οποία εδώ και πολλά χρόνια είναι εγκαταλελειμμένη και πολύ βρώμικη – μιας και οι της εταιρείας, εναλλακτικοί μεν, αλλά αφού δεν φρόντισαν να καθαρίσουν τον χώρο που χρησιμοποίησαν για τις δραστηριότητές τους, η βρώμα και το σκουπίδι περιμένουν και δεν κοσμούν καθόλου τον χώρο.

Στην νότια όχθη του Αλφειού που βρισκόταν η βάση (όρια Ηλείας) υπάρχει μια πηγή που το νεράκι της συνεχίζει να τρέχει μη γνωρίζοντας τις ανθρώπινες δραστηριότητες και προκοπές. Αλλά γύρω από αυτήν χάσκει η ανθρώπινη παρουσία με τον χειρότερο τρόπο. Το ίδιο νεράκι προφανώς, αναβλύζει και από έτερη πηγούλα – στην όχθη ακριβώς του ποταμού και πάνω σε παλιό μονοπάτι. Η απόσταση των δύο πηγών δεν είναι μεγαλύτερη από 20 μ. Στο ύψος  εκείνο της παρόχθιας πηγούλας, σχηματίζεται μικρή νήσος που κόβει τον ποταμό στα δύο. Και το νερό αποκτά ιδιαίτερη δύναμη καθώς  συναντά την αντίσταση της νήσου.

Στην περιοχή αυτή, αλλά στην αρκαδική πλευρά του ποταμού, έχει σχηματισθεί μικρή παραλία. Και από πάνω της στέκει μετέωρος κατακόρυφος βράχος, έτοιμος να κατακρημνιστεί με ένα απλό σεισμό. Στο σημείο εκείνο τους καλοκαιρινούς μήνες και όταν οι συνθήκες το επιτρέπουν, κάνουμε το κολύμπι μας. Πεζοπορούμε λίγες δεκάδες μέτρα κόντρα προς τον ρου του ποταμού και μετά αφηνόμαστε στο ρεύμα του. Το νερό έχει δύναμη, έχει βάθος και σε έλκει να το γευτείς. Λίγη προσοχή χρειάζεται μόνο μην ακουμπήσεις στην νήσο και τραυματισθείς.

Όχι μακριά από την αρκαδική όχθη, βρίσκεται ένα μεγάλο κεφαλάρι, που οι ντόπιοι το λένε “στην Ταβέρνα”. Για τους ιστορικούς της περιοχής το κεφαλάρι αυτό που φανερώνεται αίφνης από τα έγκατα της γης, είναι ο αρχαίος ποταμός Βουφάγιος και η κώμη άνωθεν του νερού η αρχαία κώμη Βουφάγιον (σημερινό Παλαιόκαστρο).

Όλη αυτή  η περιοχή του Αλφειού που διοικητικά ανήκει στην Αρκαδία και στην Ηλεία, σαν ένα φυσικό σύνορο στην σύγχρονη εποχή, είναι μοναδικής ομορφιάς και απείρου κάλλους. Τόπος ειδυλλιακός. Και είναι να απορεί κανείς πως αφέθηκε η μαγεία στην βρωμιά.

Η συγκεκριμένη εταιρεία που έστησε την βάση αλλά την εγκατέλειψε στο έλεος του θεού,  είναι άξια λόγου. Πρωτοπόρα μπορεί άφοβα να ισχυριστεί κάποιος στο είδος της. Μα και οι συνεργάτες της, που στελεχώνουν με ασφάλεια τις δραστηριότητές της, άνθρωποι επίσης αξιόλογοι. Για τούτο και η απορία μεγαλώνει – πως αυτός ο τόπος δεν ασφαλίστηκε από την περιβαλλοντική ρύπανση.

Η περί ου ο λόγος περιοχή, ανήκει διοικητικά σε δύο Περιφέρειες, της Πελοποννήσου και της Δυτικής Ελλάδας. Και στις δύο Περιφέρειες αν δεν κάνω λάθος, έχουν εκλεγεί σαν περιφερειακοί σύμβουλοι οι Πρόεδροι των Κυνηγετικών Συλλόγων Τρίπολης και Πύργου αντίστοιχα. Ας το κοιτάξουν το θέμα. Είναι σοβαρό και χρήζει άμεσης επέμβασης.

Ευτυχώς για εμάς, οι κυνηγοί είναι εκείνοι που σέβονται και αγαπούν την φύση. Και κοπιάζουν ώστε να διατηρείται φρέσκια κι όμορφη. Αν περιμέναμε από τους οικολόγους και λοιπούς διαφόρων ΜΚΟ, έ… θα περιμένουμε μερικούς αιώνες.!     

Δημοσιεύθηκε στο “Κυνήγι” του Ελεύθερου Τύπου την Τετάρτη στις 18 Ιουνίου 2014.


Τετάρτη 9 Ιουλίου 2014

Στης Αστράκας τις ανηφοριές ...

Πρωί – πρωί, πριν ακόμα φέξει ανεβαίναμε αργά, χωρίς βιάση τις στροφές για το Πάπιγκο. Πίσω μας κυλούσε γλυκά ο πεντακάθαρος Βοϊδομάτης, που για χάρη του ουκ ολίγες φορές έχουμε περάσει τον χρόνο μας στις κατεβασιές του.

Οι βασικές πηγές του μικρού σε μήκος ποταμού, βρίσκονται κάτω σχεδόν από το Μικρό Πάπιγκο, μέσα στη χαράδρα του Βίκου. Υπάρχουν και άλλες πηγές που συντηρούν τη φήμη του όταν το νερό είναι λιγοστό. Μία από αυτές, η Παλαιοπαναγιά βρίσκεται λίγο χαμηλότερα, στο ύψος περίπου του οικισμού Βίκου. Φανταστικά μέρη ετούτα στο Ζαγόρι, ειδικότερα αν έχεις την λόξα – όπως εμείς και πολλοί άλλοι, και χάνεσαι στα μονοπάτια της Πίνδου της αστραφτερής.

Φτάσαμε στο Μικρό Πάπιγκο, και παρκάραμε λίγο πριν την εκκλησιά. Φορτωθήκαμε τα σακίδια μας, σχίσαμε το χωριό στη μέση και βγήκαμε στην πηγή, λίγο πριν πάρουμε την μεγάλη ανηφοριά για το καταφύγιο. 900 κάπου μέτρα η υψομετρική διαφορά από την πηγή της αφετηρίας μέχρι το καταφύγιο, ζόρικη δηλαδή ανηφοριά. Όμως δεν υπήρχε πίεση, τα καθημερινά τα είχαμε αφήσει πίσω στην πόλη.

Στην πρώτη πηγούλα και αφού είχε μουλιάσει από ιδρώτα το κορμί μας, αποθέσαμε σακίδια και λοιπό εξοπλισμό, και πήραμε ανάσες βαθιές. Κουραζόμασταν μόνο με την ματιά της πορείας μας, πολύ ανηφόρα να πάρει η ευχή, αλλά γλυκιά. Σε συνέπαιρνε η αψάδα του τοπίου, αφού στα αριστερά μας είχαμε τις πλαγιές του Λάπατου και στα δεξιά μας τα «κάστρα» της Αστράκας, το Χάσμα του Έπους και μονοπάτι σκληρό να φιδοφέρνει για τον προορισμό μας.

Έπειτα από 4ωρη πορεία φτάσαμε στο καταφύγιο i. Την διαδρομή τούτη, οι ορειβάτες που κοντράρουν στο βουνό ποιος θα φτάσει πρώτος στην κορφή, την κάνουν και μιάμιση ώρα – έτσι τουλάχιστον έχω ακούσει. Όχι μα τον Δία τον Πελασγό, δεν τους θαυμάζω αυτούς τους τύπους, μα και ούτε τους λυπάμαι που φτάνουν στο βουνό και δεν γεύονται τις χάρες του, βιάζονται βλέπεις.

Το επόμενο πρωί – και αφού είχαμε ανακτήσει τις δυνάμεις μας!, κατεβήκαμε στη Λάκα του Τσουμάνη κι απ’ εκεί γρήγορα βρεθήκαμε στις όχθες της Δρακόλιμνης. Πετάξαμε στα νερά της ένα τραγί που κουβαλούσαμε στις πλάτες μας αλλά δεν βγήκε το άτιμο στην Παμβώτιδα λίμνη.  Μαϊμού δηλαδή η ιστορία η παλιά. Βλέπεις, η μυθοπλασία δεν είναι στο αίμα του κυνηγού μόνο, διάσπαρτη εδώ κι εκεί διηγείται τάχα μου αλήθειες! Κολυμπήσαμε στα κρύα νερά της λίμνης, δροσιστήκαμε κάπως. Εκεί πάνω, ο ήλιος είναι διαφορετικός, εκπέμπει φως, μα σαν το νιώθεις να σε πλημμυρίζει, δεν σου καίει τις σάρκες, έχει γλυκύτητα.

Το επόμενο πρωί, φορτωθήκαμε τον βαρύ εξοπλισμό μας, και σαν κατεβήκαμε πάλι προς την Λάκα του Τσουμάνη πήραμε το μονοπάτι της πλαγιάς. Γρήγορα περάσαμε τη Ρωμιόβρυση και βγήκαμε στο αλπικό λιβάδι πηγαίνοντας για την Γκαμήλα την λυγερόκορμη. Δεν κουραστήκαμε παρά λίγο στη διαδρομή αυτή αν και βρισκόμασταν σε υψόμετρο πάνω από τα 2.000 μ. Δεν μας κυνηγούσε και κανείς, και αρκετές φορές βρεθήκαμε ξαπλωμένοι ανάσκελα να ευλογάμε την τύχη μας που περπατούσαμε στην άκρη της Αστράκας.  Από την κορφή της Γκαμήλας η θέα σου κόβει την ανάσα, αυτή έστω τη λίγη που μας είχε απομείνει. Έχασκε στο βάθος η κοιλάδα του Αώου, και ακόμα πιο μακριά, σαν ζωγραφιά του θεού, το ανατολικό Ζαγόρι.

Η αλήθεια είναι ότι περάσαμε πολλές ώρες στην περιπέτεια της Γκαμήλας. Στην επιστροφή, και διψώντας σαν τα σκυλιά, βαλθήκαμε να πιούμε όλο το νερό της Ρωμιόβρυσης. Αλλά βαρύ πανάθεμά του! Βλέπαμε αντικριστά ψηλά το καταφύγιο αλλά δεν είχαμε τα κουράγια! Πέρασε κάμποση ώρα ώσπου σηκωθήκαμε πάλι.

Το επόμενο πρωί ο καιρός βάρυνε επικίνδυνα με την ατέλειωτη βροχή του. Και μας συντρόφευε σε ολόκληρη τη διαδρομή η επιθυμία του βαρυβρόντη θεού. Φτάσαμε μούσκεμα στο Μικρό Πάπιγκο, χωμένοι στη λάσπη και στον ιδρώτα. Φτάσαμε στο αυτοκίνητο και ξεκινήσαμε για τα χαμηλότερα …


Δημοσιεύθηκε στο “Κυνήγι” του Ελεύθερου Τύπου την Τετάρτη 9 Ιουλίου 2014.





1 Ο Τούπας, ανέβηκε την διαδρομή αυτή με χιονοθύελλα και σκαρπίνι. Το καταφύγιο όμως ήταν κλειστό. Επέστρεψε πάλι πίσω στο χωριό.