Σάββατο 29 Νοεμβρίου 2014

Στην αρχή του χειμώνα ...

Ουσιαστικά από το σαββατοκύριακο που μας πέρασε είδαμε τους πρώτους καλούς πάγους στα βουνά μας. Ενδεχομένως όταν θα δημοσιευτεί το άρθρο τούτο, το χιόνι να έχει ήδη κάνει την εμφάνισή του. Ναι, είμαστε στον καλό χειμώνα.

Οι καιροί αυτοί δίνουν στο κυνήγι μας άλλη διάσταση. Οι φωτιές δυναμώνουν την χαραυγή και ζεσταίνουν στη θράκα τον καφέ. Και ολόγυρά από την φωτιά εμείς. Σιωπηλοί στα τραγούδια της, στη μυρωδιά της, στη ζεστασιά της. Απολαμβάνοντας τις στιγμές, τις μικροχαρές του παρόντος.

Η ομάδα ήταν λειψή, με το ζόρι 6 άτομα. Είναι βλέπετε η εποχή της ελιάς, οι περισσότεροι συλλέγουν τον καρπό της, τον πάνε στα λιοτρίβια, βλέπουν και γεύονται το δώρο του θεού. Για τον Έλληνα η μάζωξη της ελιάς έχει ιδιαίτερη σημασία, είναι σαν τον συρτό χορό που έρχεται από την αρχαιότητα. Μπολιασμένη η παράδοση στο dna μας, την μεγάλη ώρα της συγκομιδής της ελιάς αφήνει κάθε τι άλλη δραστηριότητα. Σαν να πηγαίνουμε σε λειτουργία, σαν να αντικρίζουμε τον θεό. Μυσταγωγία πραγματική αυτό το σκύψιμο στη γης για τον μικρό καρπό.

Στις πρώτες ιχνηλασίες εντοπίσαμε τα γουρούνια, ξέραμε σχεδόν που πήγαιναν για να βγάλουν την μέρα τους με χουζούρι και με παιχνίδι. Ο τόπος όμως ήταν μεγάλος για μισή ομάδα. Δυό στην παγάνα, τέσσερις στα καρτέρια, θα το παλέψουμε. Και κάναμε την δουλειά μας. Υπήρχε περισσότερο τρέξιμο, μεγαλύτερη πίεση, οι κινήσεις γινόντουσαν με σοφία σχεδόν – και δεν άργησαν τα σκυλιά μας το κλαφουνητό. Κυνηγούσαν.

Όταν ο τσακαλάκος κλαφουνάει περιμένουμε με κομμένη την ανάσα τα περαιτέρω. Και ναι, άρχισε να βαρεί στάμπα. Στο άκουσμα της στάμπας, όλοι οι κυνηγοί του κόσμου νιώθουν το αίμα τους να κυλά γρήγορα. Το ίδιο κι εμείς. Σαν σε χορό ο τσακαλάκος, γυρόφερνε το καπρί θυμωμένος. Η παγάνα καλά δούλεψε και πίεσε όσο μπορούσε. Τα «άιντε», και «έοοο» έσκιασαν την ηρεμία του βουνού, φόβισαν και το καπρί που σηκώθηκε να φύγει. Ότι θέλαμε.

Κίνησε για τα καρτέρια μας το άγριο. Ο τόπος ήταν πολύ πυκνός, απροσπέλαστος. Γκρέμιζε κλαδιά και πατουλιές και πλησίαζε. Ο μπάρμπα Γιώργης είχε μπροστά του ένα μικρό άνοιγμα, ένα ξέφωτο. Περίμενε εκεί. Και βλέπει το καπρί να περνά σαν σίφουνας στα 17 μέτρα, δεν καθυστέρησε, βαρύ την ντουφεκιά κι ο κάπρος πέφτει. Μα σηκώνεται γρήγορα και χάνεται στο πυκνό. Γέμισε ο τόπος αίματα. Δεν πιάστηκε καλά από τα σκάγια.

Δυό χέρσα χωράφια μακρύτερα το γουρούνι έπεσε. Κοντά του βρέθηκε ο δαίμων των βουνών. Το είδε, το μελέτησε και φώναξε στον Ζαρκαδάκη που βρισκόταν δυό χιλιόμετρα μακριά να πάει να το τραβήξει. Απαθής ο δαίμων φόρτωσε τη δουλειά του σε άλλον, και αποχώρησε!  Όχι, δεν γίνονται αυτά από σοβαρούς ανθρώπους, δεν φορτώνουμε την δική μας υποχρέωση σε κάποιον που είναι αδύνατο να φτάσει στο θήραμα. Φιλότιμος άνθρωπος ο Ζαρκαδάκης, έσκισε το πυκνό και τα ρούχα του, ανέβηκε κάμποσο την πλαγιά, είδε το καπρί και μόνος του το έσυρε πίσω. Δεν βαρυγκώμησε με την δουλειά, είμαι όμως βέβαιος ότι απόρησε με την χείριστη συμπεριφορά του γρήγορου δαίμονα. 

Σε κάθε ομάδα δυστυχώς υπάρχουν και μερικοί που χαλάνε την συνολική προσπάθεια. Δεν αναφέρομαι φυσικά στα λάθη που θα προκύψουν κατά την διάρκεια του κυνηγίου – αυτά όλοι θα τα διαπράξουμε. Μιλάω για την νοοτροπία, την κουτοπονηριά. Για το πώς θα πάρουν ένα κομμάτι κρέας περισσότερο, μία συκωταριά, ένα ψαρονέφρι.  Θέλω να πιστεύω ότι κυνηγοί αυτού του είδους είναι ελάχιστοι. Ευτυχείς δε οι ομάδες που δεν έχουν στην σύνθεσή τους τέτοιους κυνηγούς.

Μου έλεγε ένας φίλος τις προάλλες – κυνηγός αγρίων κι αυτός, πως όλως τυχαίως δεύτερη φορά στην ομάδα του δεν πήρε το μερίδιο του. Την πρώτη φορά «ξέχασαν» να του βγάλουν μερίδιο από έναν μονιά 60 κιλών σε καθαρό κρέας! Και προ ημερών το μερίδιο του το πήρε ένας από την ομάδα! Κατά «λάθος» δηλαδή ο άλλος αντί να πάρει μία σακούλα, πήρε δύο! Χαχαχαχα! Να που τελικά σε αυτό το κυνήγι όλα μπορούν να συμβούν! Ο καλός φίλος μάλιστα, προχώρησε ένα βήμα ακόμα μετά την  επαίσχυντη πράξη, αποχώρησε από την ομάδα. Και ένιωθε μάλιστα και πολύ άσχημα διότι τόσο ο αρχηγός τους όσο και τα περισσότερα παιδιά (έτσι τα αποκάλεσε) ήσαν εξαιρετικοί άνθρωποι, καλόκαρδοι, φιλότιμοι, ντόμπροι.

Μερικοί άνθρωποι στην αδικία ίσως είναι κάθετοι. Δεν τους αδικώ. 

=============

Δημοσιεύθηκε στο «Κυνήγι» του Ελεύθερου Τύπου την Τετάρτη 26 Νοεμβρίου 2014.

Ο κάπρος της Αρκαδίας ...

Σάββατο απόγευμα, ένας λαμπρός ήλιος κυλούσε προς την δύση του. Αποσυρόταν σε άλλους τόπους να χαρίσει την δύναμή του. Κοιτώντας τον από τα αρκαδικά όρη – που στέκονται σαν ανεμοθραύστης στις ορέξεις του δυτικού καιρού, ένα πράγμα μονάχα σου έρχεται στο μυαλό, η μαγεία της ζωής, του κόσμου, ετούτη η μονάκριβη ομορφιά που χαρίστηκε στους ανθρώπους.

Αυτές οι σκέψεις σε συντροφεύουν στην μοναξιά του ταξιδιού, σου παραστέκονται σαν συνοδηγός, σου ξεκαθαρίζουν τα καλά και τα λάθη, ξεδιαλύνουν τα δυσνόητα που τα θρέφει η επιθυμία, σου δείχνουν πως όφειλες να είσαι και πώς να βαδίζεις στέρεα. Με μια μαχαιριά λύνεις τα πάντα – όπως έκανε Μεγάλος Αλέξανδρος κόβοντας τον γόρδιο δεσμό. Με έναν λόγο ανατρέπεις τα στερεότυπα αν θες. Αν δεν το κάνεις, όλα τα υπόλοιπα είναι απλές φιλολογίες, χάριν της κουβέντας και της διύλισης του κώνωπα.  Αυτές οι σκέψεις είναι βάσανος πολλές φορές, και θα εξακολουθήσουν να είναι μέχρι να τις καταργήσουμε και να πάμε να ζήσουμε δίχως την παρουσία τους.

Ένας βασικός λόγος που αγαπώ το κυνήγι είναι αυτός: στα δασολίβαδα και όπου υπάρχει πέτρα και πουρνάρι, όπου στάζει η απλότητα και η αυθεντική ομορφιά, όπου πέραση έχουν οι φυσικοί νόμοι κι όχι οι πλαστοί, οι ανθρώπινοι, εκεί, σε εκείνους τους τόπους η ζωή δρα και εξελίσσεται ατόφια, ανεμπόδιστη κι ανεπηρέαστη από  τις σκέψεις και τα επακόλουθα της. Εκεί υπάρχει δράση, υπάρχει ενέργεια. Και το κυνήγι του κάπρου – που πολλοί μισούν, και άλλοι τόσοι το λατρεύουν για τους δικούς τους λόγους, σε εμένα προσφέρει κυριολεκτικά αυτό: την απουσία της σκέψης.

Η Κυριακή σαν ξημέρωσε, φανέρωνε καλή διάθεση με την πρωινή μαλακωσιά της. Χωρίς κρύο, με υγρασία αρκετή, και με μια γλυκύτητα που αιωρούνταν στον αέρα. Μύριζε άγρια ομορφιά το βουνό, οι ήχοι έκαναν κύκλους και μετάδιδαν χαρά. Πώς να μην νιώθεις καλά με την αρμονία να σε κυκλώνει από παντού;

Στην πρωινή ιχνηλασία η ομάδα χώρισε. Ο καθένας μας πήρε κι ένα μονοπάτι, έναν δρόμο, μια λούτσα – να δούμε αχνάρια, να μυρίσουμε καπρίλα, να βαδίσουμε στον φρέσκο ντορό. Έτσι, αντικρίζοντας τον φρέσκο ντορό από ένα «θεριό» που κατέβαινε από το ένα βουνό για το επόμενο, στάθηκα, ζύγωσα κι έσκυψα στο χώμα, το έπιασα με τα χέρια μου, φρέσκο, πρωινό. Το ακολούθησα για λίγο, χανόταν στα χορτάρια του λιβαδιού. Με σήκωσε από το χνάρι μακρινό γαύγισμα σκύλου, ερχόταν από το αντικριστό πλάγι. Κάνοντας να κοιτάξω πάλι το χνάρι, περνά ο λεβέντης ο λαγός τρία μέτρα μακριά μου. Με κόβει λίγο σαστισμένος και με δυό δρασκελιές πήρε ανάποδα τον ντορό του δικού μου κάπρου.

Κάθισα και περίμενα τα σκυλιά, δυό ακούγονταν και όλο πλησίαζαν. Πρώτα φάνηκε ένα μεγαλόσωμο γκριφόν και λίγο μετά ένας μικρός ιχνηλάτης. Τράβηξαν σφαίρα για πάνω. Δεν πέρασε πολύ ώρα και φάνηκαν οι κυνηγοί: είδες τα σκυλιά; με ρώτησαν. Ποια σκυλιά; εδώ ο λαγός έπεσε πάνω μου και μόνο που δεν με φίλησε. Και μεγάλος ο άτιμος! Έφυγα εγώ, έμειναν οι λαγάδες. Η ομάδα μας βρήκε κι αλλού φρέσκα χνάρια και ανεβαίναμε στα ψηλότερα, στα πρανή του Χαλασμένου Βουνού. 

Το σχέδιο και η εξέλιξη του

            Το τελικό σχέδιο ήταν διαβολικό, δαιμόνιο…… ο αρχηγός άκουγε και συναίνεσε στην έμπνευση του «γρήγορου». Πριν όμως αφήσει τον δρομέα του βουνού να κάνει οτιδήποτε, του υπενθύμισε να μην κάνει πάλι τα λάθη της προηγούμενης εβδομάδας, τότε που τα καρτέρια είχαν στηθεί τρία βουνά μακριά! Και η παγάνα με οδηγό τον δαιμόνιο πήγαινε σε αντίθετο ντορό! Μα καλά αρχηγέ, ρώτησα με δισταγμό, με φόβο, γίνονται αυτά σε εμάς; Με κοίταξε, πήγε να γελάσει μα κράτησε την θέση του, ήταν σοβαρός.

Τα καρτέρια στήθηκαν δυτικά του μπάρμπα Νικολάκη – που αν ζούσε, σίγουρα θα έβγαινε να μας φιλέψει ένα τσίπουρο, να μας χαρίσει την αισιοδοξία του. Στην κόντρα καβάλησαν ο αρχηγός και ο πανταχού παρών Γιωργάκης. Στην τελευταία κόντρα πάνω στον αγροτικό δρόμο εγώ. Ήμασταν έτοιμοι. «Να αμολήσω; Τα καρτέρια είναι στις θέσεις τους;» ακούστηκε ο δαιμόνιος. Δόθηκε καταφατική απάντηση και αμόλησε….. 
   

Γρήγορα ο σκύλος μας πήρε τον φρέσκο ντορό και το γλεντούσε, τον ακούγαμε. Τραβούσε ανατολικά, προς το ύψωμα. «Που πάει Γιωργάκη;» ρώτησε ο δαίμονας. «Ανεβαίνει για το διάσελο, τρέχω να προλάβω να τον κεφαλώσω μην μας φύγει και ψαχνόμαστε. «Ναι τρέχα».  Έτρεξε ο Γιωργάκης, δεν πρόλαβε, πέρασε στα πρανή της πλαγιάς ο κάπρος κι από κοντά κι σκύλος μας.

«Άκουσε με» ακούστηκε να μου λέει ο δαίμονας της παγάνας. Φύγε γρήγορα και πήγαινε να κάνεις κόντρα από του γιδά τον τόπο». Εντάξει, λέω, να πάω, αλλά θα χρειαστώ ώρα. Για να βγώ από εδώ χρειάζομαι δέκα λεπτά, άλλα είκοσι να κάνω την γύρα του βουνού, κι άλλα τόσα μετά να φτάσω στου γιδά. «Γρήγορα, γρήγορα, τρέξε, τρέξε!».  Πράγματι, έφτασα στου γιδά ίσως και λίγο νωρίτερα. Αν είχα ζυγιστεί πριν θα έβλεπα πόσα κιλά είχα χάσει, 3; 4; Ποιος ξέρει. Εκεί όμως υπήρχε απόλυτη ηρεμία. Δεν κυκλοφορούσε ψυχή. Μιλάω στον ασύρματο, απάντηση καμία. Βλέπω κάτι πουλάδες που κατέβαιναν, τους ρωτάω: παιδιά, είδατε πουθενά γουρουνάδες; Μήπως ακούσατε φωνές; Με κοίταξαν καλά,  μάλλον με συμπάθησαν και μου απάντησαν αρνητικά. Κάθισα σε μια πέτρα και σκεφτόμουν που να πήγαν, τι να κάνω – αφού και το τηλέφωνο εκεί δεν είχε σήμα. Φορτώθηκα το σακίδιο μου, το όπλο στον ώμο και γύρισα πίσω να βρω ελεύθερο σήμα να τηλεφωνήσω. Στα τηλέφωνα δεν απαντούσε κανείς.


Έφτασα στο επόμενο χωριό, τότε έμαθα πως το γουρούνι είχε γυρίσει πίσω και πέρασε από την δική μου κόντρα. Και τώρα που είναι; Ρώτησα. «Τώρα κάπρος και σκύλος πάνε για τον Λάδωνα αν δεν προλάβουμε! Ανατρίχιασα….  πολύ μεγάλη η διαδρομή, τουλάχιστον να πιάσουμε τον σκύλο μας. Τράβηξα δυτικά, τους βρήκα εύκολα. Χωρισμένοι σε τρία υψώματα να ακούνε την πορεία του σκύλου. Βρήκα στο δρόμο μου τον Σπήλιο και αφού πήραμε εντολή τραβήξαμε για να κλείσουμε το ρέμα της Γκούρας, προς τα εκεί έψαχνε διέξοδο ο κάπρος. Εκεί είχε φτάσει και ο Σίμος κι άκουγε αντίκρυ του να γίνεται μάχη.

Ευτυχώς για εμάς, ο κάπρος δεν είχε περάσει την Γκούρα. Τον κράτησε ο θόρυβος από ελαιοσυλλέκτες της περιοχής. Με την παρουσία μας στο ρέμα, ενισχύθηκε η θέση όλων μας. Είχαμε τον έλεγχο. Πάνω στο ρέμα εγώ, στο ύψωμα της πέρα όχθης ο Σπήλιος, λίγο παραπάνω ο Σίμος. Αμίλητοι τώρα αφού ήμασταν καρτέρια, κι ασάλευτοι. Ο σκύλος ακουγόταν να κατεβαίνει προς το μέρος μας και ξαφνικά να γυρίζει πίσω. Αυτό έγινε δυό, τρείς, τέσσερις φορές. Η αδρεναλίνη είχε χτυπήσει κόκκινο. Αλλά ο κάπρος δεν έφτανε σε εμάς, στα λίγα μέτρα γύριζε πίσω. Άκουγε συνέχεια τον σαματά που έκαναν οι ελαιοσυλλέκτες και επέστρεφε ψηλά. Από πίσω του όμως κατέβαιναν ο Γιωργάκης και ο αστυνόμος. Τους ακούγαμε γιατί έκαναν εκείνοι την κόντρα. Μέχρι που σώπασαν, δεν ακουγόταν κανείς μας, έσπαγε την δύσκολη σιωπή η στάμπα του σκύλου μας και που και που τα κλαδιά των ελιών.


Η ώρα περνούσε. Δεν είχαμε χρόνο. Σκεφτόμασταν τον σκύλο μας, μα και το τεράστιο καπρί – αφού βλέποντας στην μακρινή πορεία του την περπατησιά του, διαπιστώσαμε πως το θεριό ήταν τεράστιο. Από το πρωί μέχρι λίγο πριν το σούρουπο, η απόσταση από το ένα σημείο στο άλλο ήταν τεράστια. Κι εμείς από κοντά, πότε εποχούμενοι, πότε πεζοπορώντας, ακόμα και έρποντας στα πυκνά δασολίβαδα.

Στην απόλυτη ερημιά, δυό γερές ντουφεκιές ακούστηκαν. Με παύση κλάσματος και μία τρίτη. Ήταν αυτή, η τελευταία ντουφεκιά που κράτησε το θεριό. Οι πρώτες δύο, αν και από τα δέκα μέτρα, απλά το χάιδεψαν. Η τρίτη φύλαξε και τον αστυνόμο από άσχημα επακόλουθα, αφού στάθηκε καταμεσής στην πορεία του κάπρου.  Και τον κράτησε. Ήταν ή ώρα του κάπρου. Και η ώρα του αστυνόμου, του μεγάλου θηρευτή.

Είχε νυχτώσει για τα καλά όταν επέστρεψε η ομάδα μας με τον κάπρο στην βάση μας. Διαλυμένοι όλοι από την κούραση, ούτε να μιλήσουμε δεν μπορούσαμε. Την σιωπή έσπασε πρώτος ο αρχηγός απευθυνόμενος προς τον δαιμόνιο: «πές μου να καταλάβω, τον Άρτο γιατί τον έστειλες στου γιδά; Τι να κάνει;»

Οι αστραπές του δαιμόνιου σκέπασαν ακόμα κι αυτές του Δία του βαρυβρόντη. Τέτοια δύναμη!

υγ: στην πρώτη φωτογραφία διακρίνεται ο θηρευτής Λάκης. 

====================

Δημοσιεύθηκε στο «Κυνήγι» του Ελεύθερου Τύπου την Τετάρτη 26 Νοεμβρίου 2014.

Παρασκευή 21 Νοεμβρίου 2014

Στην στρογγυλή τράπεζα ...


Αποφεύγω στο μέτρο του δυνατού τις πολλές και ανούσιες (κατά την γνώμη μου) κοινωνικές συναναστροφές. Κατ’ επέκταση και τις πολλές χωρίς νόημα κουβέντες. Αν πράττω καλά ή όχι δεν ξέρω να ειπώ, αλλά δεν έχει και σημασία.

Καλεσμένος στην οικία καλού και αγαπητού φίλου, γρήγορα και χωρίς την θέλησή μου, η κουβέντα έφτασε και στο κυνήγι του αγριόχοιρου. Στα ερωτήματα που έθετε η καλή ομήγυρη, απαντούσα σχεδόν μονολεκτικά. Δεν είχε νόημα για μένα να εξηγώ θέματα που ετίθεντο από καθαρή φιλολογική διάθεση και μόνο.

Ένας από την παρέα, καλός άνθρωπος οπωσδήποτε, αίφνης, και δίχως αιτία και αφορμή, άρχισε να ξιφουλκεί κατά των κυνηγών των αγριόχοιρων. Η στρογγυλή τράπεζα σώπασε, ακουγόταν μόνο η «οργή» του καλού ανθρώπου, που άρχισε με το κλασικό «εγώ». Σώπαινα κι εγώ, αφουγκραζόμουν τις πολλές κι ανάκατες αγανακτισμένες εξιστορήσεις του ανδρός, που δεν παρέλειψε να σημειώσει χάριν της ενημέρωσης μας ότι ήταν κάποτε κι αυτός κυνηγός.


Η στρογγυλή τράπεζα, εκεί που ήταν χαρούμενη και περνούσε καλά, έχασε την διάθεσή της από τις ορέξεις του ανδρός που σαν χείμαρρος η γλώσσα του παράσερνε κάθε τι άλλο. Αυτός ακουγόταν και τα ξύλα από το τζάκι. Οι περισσότεροι ομοτράπεζοι – άνδρες και γυναίκες, με κοιτούσαν με ύφος μάλλον απολογητικό. Ενοχλούσε η αφήγηση του πάλαι ποτέ κυνηγού. Όχι εμένα, δεν πτοούμε από ασήμαντα και χιλιοειπωμένα – αλλά άρχισαν να τους βαραίνουν ενοχές, λές κι αυτοί έφταιγαν που ο καλός άνθρωπος δεν γνώριζε που ήταν η αρχή και το τέλος της φιλολογίας.

Σε κάθε λέξη, σε κάθε πρόταση που έβγαινε από τα χείλη του, με κοιτούσε, και μερικές φορές κουνούσε και τα χέρια του, ξέρετε πως, σαν να μου έδειχνε τον σωστό δρόμο, σαν να με νουθετούσε. Τέλος πάντων, τον έβλεπα ίσα στα μάτια, έπινα το τσιπουράκι μου, τραβούσα που και που και μερικές ρουφηξιές καπνού, και απολάμβανα – ναι, απολάμβανα τις στιγμές. Μπροστά του, δεν είχε εμένα – το καταλάβαινα αυτό, είχε όλους τους κυνηγούς αγριόχοιρων της Ελλάδας. Οπότε, ήμουν εκεί και άκουγα για όλους σας!

Δεν χρειάζεται να αναφέρω λεπτομερώς το τι κοσμητικά επίθετα ακούστηκαν στην στρογγυλή τράπεζα για όλους μας. Τον άφηνα να μιλήσει. Και μιλούσε, το είχε ανάγκη, και την ώρα εκείνη ήμουν ο ψυχοθεραπευτής του, ή κάτι ανάλογο τέλος πάντων. Πέρασε αρκετή ώρα με την φωνή του να σκεπάζει κάθε άλλη διάθεση για συζήτηση, για μία έστω δεύτερη άποψη από την παρέα.

Σώπαινα, καθόμουν αναπαυτικά στην καρέκλα, το δωμάτιο ήταν ζεστό από την φωτιά και από την καλή καρδιά της καλής παρέας. Ακόμα και ο κριτής, δεν ήταν κακός, το πιστεύω αυτό. Αλλά να, έψαχνε ευκαιρία να τα πει, με βρήκε και έβγαλε τον βάσανο του.

Έξω, ακούστηκε ένα σκυλί να γαυγίζει, διέκοψε τον «λόγο του», πετάχτηκε στην πόρτα, κι ακούστηκε: «άει στο διάολο κοπρόσκυλο». Κι αυτός σε ξένο σπίτι, φιλοξενούμενος, όπως κι εγώ. «Μην πειράζεις το σκυλί, τέτοια ώρα το ταΐζω», τον διέκοψε ο οικοδεσπότης σχεδόν αγριεμένος. Και πράγματι, βγήκε έξω με ένα πιάτο φαγί. Γύρισε γρήγορα στο δωμάτιο. Σιγή. Ο βασικός κατήγορος προσεβλήθη σφόδρα που δεν συναίνεσε ο οικοδεσπότης στην διαπίστωσή του για το «κοπρόσκυλο». Και σηκώθηκε, έβαλε το πανωφόρι του, έκανε νεύμα στην γυναίκα του να σηκωθεί, κι έφτασαν στην πόρτα.

Την ύστατη ώρα, λίγο πριν μας αποχαιρετήσει, τον ρωτάω: «τώρα δεν κυνηγάς καθόλου ή βγαίνεις που και που;». Σαν να τον χτύπησε ρεύμα, γύρισε προς την μεριά μου. Με το ένα χέρι κρατούσε το πόμολο τα πόρτας, την είχε ανοίξει διάπλατα, και η γυναίκα του είχε φτάσει στο πλατύσκαλο, και χαρούμενος στο άκουσμα της ερώτησης μου, απαντά: «έχω να βγάλω άδεια κυνηγίου 12 χρόνια. Σιγά μην τους τα δίνω. Όποτε θέλω βγαίνω και κυνηγάω. Ξέρεις πόσα γουρούνια έχω φάει εγώ; Εσένα θα περιμένω να μου δώσεις; Βγαίνω μόνος μου όποτε γουστάρω και δεν δίνω λογαριασμό σε κανένα». Έκλεισε την πόρτα πίσω του με δύναμη και χάθηκε στο σκοτάδι.

Ο οικοδεσπότης του σπιτιού, με κοίταξε λυπημένος και πήγε να απολογηθεί. Τον σταμάτησα, δεν χρειάζεται να χαλάμε την ζαχαρένια μας για θέματα που δεν καταλαβαίνουμε. Οπότε, ας πάμε παρακάτω …

===============


Δημοσιεύθηκε στο «Κυνήγι» του Ελεύθερου Τύπου την Τετάρτη 19 Νοεμβρίου 2014

Τετάρτη 12 Νοεμβρίου 2014

Σκόρπια «καιρικά φαινόμενα» …


Η τρομοκρατία της ενημέρωσης -  blogs, sites, «σοβαρά έντυπα», και απέναντι ο κόσμος και η άγνοια του. Η χειραγώγησή του για μερικά «κλίκ» που αποφέρουν στον owner του μέσου ψίχουλα ευρώ.
 
Και η ηλιθιότητα της πρόβλεψης του καιρού με τον βαρύ χειμώνα, στέλνει τον άβουλο άνθρωπο στα μαγαζιά για σόμπες, και τον ηλίθιο αναγνώστη τον κάνει να τρολάρει την «σπουδαία είδηση». Και αναστενάζουν τα κοινωνικά δίκτυα, παίρνουν φωτιά τα καφενεία, υπάρχει μία κινητικότητα χάριν του «βαρύ χειμώνα». Η προπαγάνδα είναι εδώ! Χάριν του χρώματος του χρήματος.

Ο καιρός, τώρα, και χθές, και αύριο, ακολουθεί τις εποχές του. Ένα γρανάζι είναι της μηχανής, μία φυσική λειτουργία που εξυπηρετεί τους Νόμους της Φύσης. Αλλά εμείς, κάνουμε την τρίχα τριχιά, δίνουμε στα απλά πράγματα μεγαλύτερη σημασία απ’ ότι τους πρέπει. Γιατί; Μα γιατί φοβόμαστε. Μην κρυώσουμε, μην έλθει ο «έμπολα», μην το ένα, μην το άλλο…….. γέμισε η ζωή μας σαβούρα κι εμείς όλο αυτό το σκηνικό το καλλιεργούμε, το τρέφουμε. Θύματα, όχι μόνο της ακραίας ενημέρωσης (που αποδεχόμαστε) αλλά θύματα κυρίως του ίδιου μας του εαυτού.


Ξεκίνησα με καταρρακτώδη βροχή από την Αθήνα για την Αρκαδία. Σε όλη την διαδρομή, η βροχή πότε δυνάμωνε, πότε έπεφτε σαν δροσιά, έκανε τη δουλειά της. Κι εγώ επίσης, οδηγούσα κανονικά και όχι σαν γκάνγκστερ της ασφάλτου. Διότι πέραν «του καιρού», δεν βγάζω στην άσφαλτο τις ψυχικές μου διαταραχές, δεν επιδιώκω να αποδείξω τίποτα. Έχω έναν προορισμό και θέλω να φτάσω σ’ αυτόν.

Και ώ παντοδύναμα blogs και λοιπά κίτρινα μέσα, στην Αρκαδία ένας λαμπρός ήλιος φανερώθηκε και έσπασε με το φώς του το σκοτάδι. Ανατρίχιασα……. όχι από τις ανοησίες των τρομοκατασκευαστών και τρομολάγνων, όχι, μα με την ομορφιά. Με την απίστευτη εικόνα που με συντρόφευε στο ταξίδι μου σαν ανέβηκα στα αρκαδικά υψίπεδα. Και στάθηκα για λίγο αντικρίζοντας την κοιλάδα του Αλφειού την ώρα που την γύμνωναν τα δάση της ομίχλης και αναδύονταν οι χαράδρες, οι λόφοι, οι κάμποι.

Εκεί στο αγνάντι, χωρίς να καταλάβω πως, κάθισα αρκετή ώρα. Μπροστά μου, προς τα δυτικά, φίδωνε ο Αλφειός σκεπασμένος με το αιθέριο  άσπρο πανωφόρι του. Προς τα νότια υψώνονταν οι καμινάδες της Μεγαλόπολης – δείγμα πολιτισμού και εξέλιξης. Στα νοτιοανατολικά, ο απόηχος της ντουφεκιάς του λαθροθήρα από την προηγούμενη βραδιά ακουγόταν ακόμα. Διαλαλούσε τα κατορθώματα ευυπόληπτου  συμπολίτη μας και κυνηγού, που φυλάγοντας καρτέρι με το σκότος, κορδώνεται και χαίρεται. Και μαζί με αυτόν κι’ άλλοι που για ένα κομμάτι κρέας πουλάνε και την ψυχή τους στον διάολο. Ή μάλλον ας το πω διαφορετικά, το πρωί πάνε στην εκκλησιά κι ανάβουν ένα κερί, κάνουν τον σταυρό τους σαν χρηστοί άνθρωποι που είναι.
    
Αυτή είναι η κοινωνία μας. Αλλά δεν μας αρέσει να μιλάμε γι’ όσα φτάνουν σε εμάς και θίγουν το μικροσυμφέρον μας. Πάντα φταίνε οι άλλοι οι κλέφτες, οι μεγάλοι. Εμείς, οι μικροκλέφτες των μικρών και κλειστών κοινωνιών, όχι, δεν φταίμε, είμαστε θύματα! Και ωραιοποιούμε τα πάντα προς όφελός μας. Και φυσικά κρίνουμε τους πάντες και τα πάντα. Μα ναι, στην άκοπη κριτική είμαστε καλοί. Εμείς και οι άλλοι.

Ο λαθροθήρας λοιπόν, είναι κυνηγός, και έχει φαίνεται υψηλές προστασίες που μπορεί να φτάσουν για χάρη του από παντού. Μα καλά, τόσο σπουδαίος είναι; Όχι βέβαια, δεν είναι σπουδαίος. Αλλά η μετριότητα στην όμορφη πατρίδα μας είναι ο αληθινός «έμπολα» που θερίζει συνειδήσεις, που σκορπά ασθένειες, και  συσπειρώνει γύρω της όλους εκείνους που κινούνται πάντα στην παρανομία. Και δυστυχώς, η μετριότητα έχει φτιάξει γερή βάση και διοικεί τον τόπο αυτό. Και είναι πέρα από πολιτικές και κόμματα, μακριά από ιδεολογίες και ιδεοληψίες. Είναι εσωτερική νόσος, ανίατη σχεδόν.

Για να γλυτώσουμε από τον κλοιό του λαθροθήρα, του «βαρύ χειμώνα»,  και όσων βαρύνουν τον βίο μας, τον πολιτισμό μας, όσων προσβάλλουν τον άνθρωπο, μάλλον θα πρέπει να αποτινάξουμε από πάνω μας παλιές συνήθειες. Αλλά κι αυτό δύσκολο είναι, αφού, το σαράκι της υποκρισίας, της πορείας μας προς το αδιέξοδο, είναι εκφάνσεις που ξεπηδούν από την διαμόρφωσή μας. Από τον τρόπο που μεγαλώνουμε, από τα παραμύθια που ακούμε, από τα «μη» της παιδικής μας ηλικίας.

==================
Υγ: Τυχαία φωτογραφική στιγμή στο άκουσμα του καιρού. Ο ένας αδιαφορεί, ο άλλος γελάει. Και οι δυό απόγονοι αγωνιστών του 21’ . Δεν τους πτόησε η βάρβαρη είδηση …  
===============================

Δημοσιεύθηκε στο «Κυνήγι» του Ελεύθερου Τύπου την Τετάρτη 12 Νοεμβρίου 2014.

Παρασκευή 7 Νοεμβρίου 2014

Ο άγγελος ... των κάπρων


Ναι, στα κυνηγοτόπια ο χειμώνας έκανε δυνατό μπάσιμο. Και το κρύο του πρωινού είναι δυνατό, ο βοριάς με τα κέφια του στεγνώνει την βραδυνή υγρή πασπάλα και την νοτιαδούρα. Την λέξη αυτή (νοτιαδούρα) κάπως την λένε οι ναυτικοί κι οι πελαγίσιοι, αλλά εμείς οι βουνίσιοι δεν κατέχουμε «ξένες» ορολογίες.

Το κρύο φέρνει κινητικότητα. Από το άγριο χάραμα και τα μουρμουρητά του δάσους, από την κυκλωμένη φωτιά, από το λυκαυγές που διακρίνεται πίσω από τα ψηλά βουνά. Και σε αυτά τα μοναδικά, τα απλά, τα δυσεύρετα, είσαι εκεί, στο βουνό, δεμένος αρμονικά με τον χώρο. Και η άχνα από τους φρεσκοψημένους καφέδες υψώνεται και χάνεται κι ενώνεται με του αιθέρα τα μυστικά.

Με ιδανικές συνθήκες, δεν μπορεί η ομάδα να μην είναι κεφάτη. Με την αχάραγη μυσταγωγία έβαλε τα θεμέλια για την εξέλιξη του παρόντος. Και η οργάνωση της παγάνας, το στήσιμο των καρτεριών, ο εντοπισμός του ντορού, η αγωνία του ιχνηλάτη να φτάσει σε επαφή με τον κάπρο, η «σιωπηλή συζήτηση» με τα πλάσματα της φύσης – όλα αυτά και πόσα ακόμα, μας έδωσαν δύναμη. Τα άγρια ήσαν εκεί, και περίμεναν.

Είχαν προχωρήσει κόντρα στην ρεματιά που ξεχείλιζε από γάργαρο νεράκι, και είχαν περάσει στα πρανή της πλαγιάς. Σχεδόν κατακόρυφα, είχαν βρει το γιατάκι τους προστατευμένα στην πλάτη τους από τα βράχια. Και είχαν καθίσει του καλού καιρού λέγοντας τα δικά τους…..

Τα σκυλιά μας περιπλανήθηκαν κάμποση ώρα στην ρεματιά, τα μπέρδευε το νερό. Αλλά ξεπέρασαν το δύσκολο εμπόδιο κι άρχισαν να βαρούν πάλι τον ντορό χαρούμενα. «Κυνηγάνε» ακούστηκε σαν μαχαιριά η φωνή του αρχηγού. Κοφτή, απόκοσμη, δεν επέτρεπε παρά μόνο σιωπή. Μέχρι την ώρα την καλή που τα σκυλιά έφυγαν από την χαρά του ντορού και βάρεσαν στάμπα. Η άμεση επαφή με την οικογένεια των αγρίων έδωσε στα σκυλιά το νόημα της δικής τους ύπαρξης – ήταν η ιχνηλασία, ήταν το κυνήγι του ντορού, και τώρα η αναμέτρηση με το θεριό. Έκαναν απλά την δουλειά τους.

Και εμείς, άφωνοι περιμέναμε, ακούγαμε την στάμπα, την μάχη που γινόταν εκεί μέσα στο πυκνό, όταν η παγάνα και η κόντρα άρχισαν να κάνουν την δουλειά τους, να πιέζουν το θεριό για να κινήσει. Το θεριό όμως δεν έδειχνε διάθεση για βόλτες. Και τα σκυλιά το είχαν σε απόσταση ασφαλείας. Ήταν τεράστιο.

Η παγάνα αύξησε την πίεση της. Πρώτα ήσαν οι φωνές, μετά ακολούθησαν οι ξερές ντουφεκιές. Σηκώθηκε ο ογκώδης κάπρος και τα καρτέρια έμειναν ασάλευτα. Οι λέξεις του αρχηγού κυλούσαν αργά, σαν την πέτρα σκληρές, «υπάρχουν πολλά γουρούνια μέσα, τον νου σας».  Ο κάπρος όμως δεν πήγαινε στα καρτέρια, έπαιρνε τον δρόμο για να πάει ψηλότερα. Εκεί όμως ήταν η παγάνα και οι κόντρες. Μας είχε ανέβει το αίμα στο κεφάλι, πλησίαζε στις θέσεις μας ο δαίμονας, εμείς σηκώναμε τον τόπο, σταματούσε αυτός να πάρει ανάσες, συνέχιζε, εμείς το ίδιο….

Ένα παιχνίδι που κράτησε κάμποση ώρα. Πίσω στην κόντρα, ήμασταν δυό άτομα. Ο χώρος που καλύπταμε πολύ μεγάλος. Ο τρίτος της κόντρας είχε ξεχασθεί σε ένα πλάι, του λέγαμε να βγει πάλι στη θέση του, δεν έβγαινε. Μιαν ακτίνα ενάμιση χιλιομέτρου, μαζί με τον Γιωργάκη την καλύπταμε και μας είχε φύγει η ψυχή. Ο δαιμόνιος άγγελος, δεν έλεγε να ξεκολλήσει από την πλαγιά. Τι έκανε εκεί καθηλωμένος; Κοιμόταν; Ποιος ξέρει;

«Το γουρούνι μου πέρασε» ακούστηκε θλιμμένη η φωνή του Γιωργάκη. Θα το πιάσουμε, ακούστηκε ήρεμη η φωνή του αρχηγού. Πήγα γρήγορα στον Γιωργάκη, έδειχνε απογοητευμένος. «Μπορείς να μου πείς τι έκανε εκεί κάτω και δεν έβγαινε για βοήθεια ο δαιμόνιος άγγελος;», τον ρώτησα χαμογελαστός. Δεν ξέρω Άρτε, τόσες φορές ζητήσαμε να βοηθήσει.

Συγκεντρώθηκε η ομάδα και βάλαμε δρόμο για την συνέχιση της παγάνας στα ψηλότερα. Γρήγορα ο κάπρος έφτασε εκεί που θέλαμε. Ο κρότος της ντουφεκιάς από το καρτέρι μας έκανε και καταλάβαμε, τον κάπρο τον είχαμε.

Ήταν καλό το κυνήγι μας, όχι τόσο για το τελικό αποτέλεσμα, μα είχε στηθεί καλά, κάναμε όλοι την δουλειά μας. Όλοι; Εκτός του δαιμόνιου άγγελου, του φύλακα των κάπρων! Χαχαχαχα!

================

Δημοσιεύθηκε στο «Κυνήγι» του Ελεύθερου Τύπου την Τετάρτη 5 Νοεμβρίου 2014.