----------------------------------------------------------------------------
Πέμπτη 26 Ιουνίου 2008
Δασαρχείο Βυτίνας, όλα τα λεφτά!!!!!!!!
----------------------------------------------------------------------------
Δευτέρα 16 Ιουνίου 2008
Οι φίλες μου και τα σκυλιά τους!!!
Αλλά και παλαιότερα στην παλιά μονοκατοικία που είχαμε για φύλακα τον Μίσα τον αλσατό, το δέσιμο ήταν πολύ μεγάλο. Για όλη την οικογένεια που ακόμα τον θυμάται και το δάκρυ κυλά βουβό.
Αρκετοί κυνηγοί συνηθίζουν και «χάνουν» στο δάσος κάποιες φορές ένα σκυλί. Δεν τους βγήκε όπως περίμεναν και όπως τους είχε υποσχεθεί ο έμπορας από τη Βουλγαρία και τα Σκόπια. Αν έχουν πληρώσει χρήματα, τα κλαίνε για τα καλά. Αν όμως το «εμπόρευμα» είναι με δοκιμή – όπως συνήθως γίνεται, τότε σε συνεννόηση έμπορα και αγοραστή το σκυλί χάνεται στο δάσος και ο ιδιοκτήτης του «λυπάται πολύ». Το σκυλί γίνεται αδέσποτο και η τύχη του αβέβαιη.
Μερικά σκυλιά όμως έχουν το κοκαλάκι της νυχτερίδας πάνω τους, αδέσποτα σκυλιά που τους βγαίνει σε καλό καμιά φορά η εγκληματική αδιαφορία των «αφεντικών τους». Τα βρίσκουν άνθρωποι άσχετοι από σκυλιά και τα παίρνουν στο σπίτι τους να μην πεθάνουν από την πείνα. Όπως δηλαδή ακριβώς έγινε με τα σκυλιά της ιστορίας.

Μισοπεθαμένο βρήκε η φίλη μου η Σίσσυ ένα σκυλί ακαθορίστου ράτσας. Το πήρε σπίτι της και το φρόντισε, ομόρφυνε το σκυλί, πήρε τα πάνω του και αποκαλύφθηκε ένα γνήσιο κόλευ που την ονόμασε Λούλου. Άθλιο όνομα για σκυλιά; Ίσως. Όμως η Λούλου με την καλοσύνη της έγινε σημείο αναφοράς. Σύμφωνοι, ήταν ολίγον τι αργόστροφη η Λούλου. Άλλα της έλεγες, άλλα έπραττε. Κάθησε κάτω Λούλου έλεγες και η Λούλου έφευγε χαρούμενη προς τη βεράντα. Έλα εδώ Λούλου έλεγες και αυτή με καμάρι εστίαζε την προσοχή της στο απέναντι δέντρο. Αργόστροφη λίγο η πολύ, η φίλη μου η Σίσσυ νόμιζε πως είχε στο σπίτι της φύλακα!! Για φύλακα δεν ξέρω, αλλά άγγελο σίγουρα είχε. Έζησε καλά η Λούλου μέχρι τα βαθειά γεράματά της, με αγάπη.

Η φίλη μου η Βίβιαν έπεσε σε ένα διαλυμένο γκριφόν. Όταν μου το είπε στο τηλέφωνο, της είπα, άστο, αυτό θα το πάρω εγώ για το κυνήγι. Μα εσείς είστε εγκληματίες, άκουσα να μου λέει. Υπερβολική ήταν αλλά το σκυλί το είχαν παρατήσει κυνηγοί. Το πήρε σπίτι της και του έδωσα το όνομα Νταίζη, ενθυμούμενος μία άλλη «Νταίζη» αρχιτεκτόνισσα με γόβα στιλέτο. Εκείνη η Νταίζη ερωτεύτηκε παράφορα ένα τύπο εξ Ιταλίας και είχαμε δράματα πέριξ της Ακροπόλεως. Και η Νταίζη κούκλα και παιχνιδιάρα. Και αυτή φυσικά αργόστροφη!!. Όχι η αρχιτεκτόνισσα, η άλλη. Διότι η αρχιτεκτόνισσα και γάτα ήταν και κορμί φιδίσιο είχε και το μάτι της το αλανιάρικο θαμπώθηκε από την γοητεία του Ιταλού. Και αφού μιλάμε για γοητεία ένα μόνο μικρό παράδειγμα θα αναφέρω: πίναμε τα φρέντο μας με τον Ιταλό στο παράλιο Άστρος και στο πέρασμα γινόταν χαμός. Κάποια στιγμή δεν άντεξα και του είπα: μία ώρα καθόμαστε εδώ και σε έχουν καρφώσει με τα μάτια τους δυό χιλιάδες γυναίκες!! Πραγματικός γόης ο Ιταλός.
Άλλαξε δίσκο στο πικάπ Νταίζη (όχι στην αρχιτεκτόνισσα), της έλεγες και αυτή σου έφερνε το τόπι για παιχνίδι. Πήγαινε Νταίζη στο περίπτερο για τσιγάρα έλεγες και αυτή χωνόταν κάτω από τον καναπέ. Όταν όμως άκουγε τη λέξη γιαούρτι, έτρεχε σφαίρα στην κουζίνα. Ζεί και βασιλεύει η Νταίζη στην Αγία Παρασκευή και κυκλοφορεί με κόκκινο περιλαίμιο για το μάτι!!.
Η φίλη μου η Βέρα (από το Βαρβάρα παρακαλώ) έχει σκυλί ράτσας. Πομεράνιαν. Και αρσενικό και τον φωνάζει Vito αλλά και Ντάνι να τον φώναζε θα άκουγε. Ο Vito δεν μπορώ να πώ ότι είναι αργόστροφος, κάθε άλλο. Αυτός έχει άλλα κουσούρια. Λόγω ηλικίας δεν έχει δόντια και οι τροφές που παίρνει είναι δουλεμένες σαν κρέμες. Εντάξει, έχει και λίγο άσθμα ο καημένος και ταλαιπωρείται κάτι ώρες. Και αρθριτικά στα πόδια έχει που είναι βάσανο μεγάλο και δεν μπορεί να κάνει άνετα τις βόλτες του στο κτήμα. Ή όραση του δεν είναι και η καλύτερη, καταρράχτη διέγνωσε ο γιατρός με θλίψη θα ‘λεγα. Με την ακοή έχει ξεμπερδέψει πολλά χρόνια και δεν τον ενοχλεί καθόλου που είναι κουφός. Αν εξαιρέσεις και την καρδιά του που δεν δουλεύει καλά, κατά τα άλλα είναι υγιέστατος. Φύλακας καλός όμως. Το μόνο όργανο που δουλεύει σωστά σε αυτόν, είναι οι φωνητικές του χορδές.
Εντάξει, η φίλη μου η Βέρα (από το Βαρβάρα) συνειδητά πήρε στο σπίτι της ένα σκυλί υψηλού iq. Η Σίσσυ όμως και η Βίβιαν τυχαία τα βρήκαν στο δρόμο τους, παρατημένα από «κυνηγούς και ζωόφιλους» και άσχετες όπως ήσαν από σκυλιά, απέδειξαν με την πράξη τους τα αυτονόητα. Τους έδωσαν αγάπη.
Και για την Νταίζη το βράδυ γιαούρτι, το σκυλί, όχι την αρχιτεκτόνισσα…
υγ: στην 1η φωτό η Λούλου με το "σκληρό αφεντικό"
στην 2η φωτό η Νταίζη, όχι η αρχιτεκτόνισσα!!
Παρασκευή 13 Ιουνίου 2008
Στην εποχή του παππού
Στα παλιά τα χρόνια, οι άνθρωποι της υπαίθρου, οι αγρότες, οι κτηνοτρόφοι, ζούσαν και μεγάλωναν πολυμελείς οικογένειες. Φρόντιζαν τον τόπο τους, ξεχέρσωναν ολόκληρες πλαγιές για να σπείρουν λίγο σιτάρι, στέριωναν με ξερολιθιές τα χωράφια τους τα λιγοστά από τις βροχές και τις κατεβασιές της καταιγίδας. Τις πεζούλες που αντικρίζουμε εμείς σήμερα και τις προσπερνάμε αδιάφορα ή τις γκρεμίζουμε γιατί εμποδίζουν την πορεία μας, τις δημιούργησαν εκείνοι οι μερακλήδες παππούδες μας που ανακάτευαν τη γη για το λιγοστό καρπό.
Όλοι οι παλιοί ήσαν και άριστοι κυνηγοί, με ελάχιστα μέσα που γέμιζαν τα δίκαννα με τη βέργα και το δράμι. Και η μπαρούτη ήταν γι’ αυτούς έξοδο σοβαρό που επιβάρυνε το σπίτι. Έφερναν όμως αποτέλεσμα τα πενιχρά μέσα που διέθεταν σε συνδυασμό με την γνώση τους, την πολυμάθειά τους.
Ο παππούς μου όταν πήγαινε για κυνήγι, έφερνε πάντοτε ένα λαγό μεγάλο. Ποτέ δεν είχε φέρει δύο. Άστα, έλεγε στη γιαγιά μου, δικά μας είναι σαν μεγαλώσουν. Και πράγματι μεγάλωναν και πάντοτε γύριζε με τον λαγό ανά χείρας. Χωρίς σκυλιά. Τα σκυλιά που είχε ήσαν τσοπανόσκυλα, έφερναν γύρα το κοπάδι και το προφύλασσαν από τις κακοτοπιές. Έκαναν άλλη δουλειά, δυσκολότερη.
Παλιότερα δεν υπήρχαν και αγριογούρουνα. Η κάθε οικογένεια μεγάλωνε το δικό της γουρούνι που το έσφαζε κάπου εκεί στα Χριστούγεννα και έπαιρνε όχι μόνο το κρέας που το πάστωνε για να διατηρηθεί και ήταν ο καλός μεζές, ο εκλεκτός. Έπαιρνε το λίπος και το έκανε σαπούνι ή το χρησιμοποιούσε για το μαγείρεμα. Το λάδι ήταν ακριβό πολύ και δυσεύρετο στα ορεινά μέρη.
Τα αγριογούρουνα ήλθαν στην περιοχή μας όταν οι παππούδες είχαν αφήσει τον κόσμο τούτο. Ήλθαν πρόσφατα δηλαδή, πάνω κάτω κάπου δεκαπέντε χρόνια που τα κυνηγάμε. Δεν τα ξέραμε. Μαθημένοι στον λαγό ήμασταν και κάναμε στροφή προς το νέο κυνήγι. Μας συνάρπασε από την πρώτη στιγμή, από τα πρώτα λάθη, που μαθαίναμε πως γίνεται η παγάνα, τη δουλειά κάνει η κόντρα, μα και τόσα ακόμα που μάθαμε και που εν τέλει συνεχίζουμε να μαθαίνουμε. Από τα δίκαννα και μάλιστα τα παλιά, τα κειμήλια, φτάσαμε στις καραμπίνες. Για μεγαλύτερη ισχύ πυρός, για περισσότερη σιγουριά στο καρτέρι.
Δεν σταματήσαμε όμως εκεί, προχωρήσαμε ένα βήμα μπροστά από τους παππούδες μας. Ο ένας λαγός ή ο ένας κάπρος ή οι δυό πέρδικες, δεν είναι αρκετές. Είναι «υποτιμητικό» για ένα «σοβαρό» κυνηγό σήμερα, να φέρει από το δάσος μόνο ένα θήραμα. Τι θα πουν γι’ αυτόν οι φίλοι του; Οι άλλες ομάδες; Δεν θα αρχίσει το δούλεμα; Και που ν’ αντέξει κάποιος περήφανος κυνηγός τέτοιου είδους πειράγματα;
Από κυνηγοί, οι πολλοί γίναμε κυνηγοί κεφαλών. Ορμάμε στο δάσος και απαιτούμε να γίνει όλη η πανίδα δικιά μας. Θα πεί κανείς, σύμφωνοι, αλλά οι λίγοι είναι αυτοί που σκέφτονται και δρούν έτσι. Όχι, λέω εγώ, οι πολλοί είναι. Οι μακελλάρηδες των κάπρων, των λαγών αλλά και των πουλιών, οι πολλοί είναι.
Αυτοί που πετάνε τα σκουπίδια στο δάσος και τις πλαστικές σακούλες, αυτοί που δεν σκύβουν να μαζέψουν τους άδειους κάλυκες, αυτοί που στο πυκνό έχουν στις καραμπίνες 5 – 6 - 8 φυσίγγια, αυτοί εν τέλει είναι πάρα πολλοί. Και όσο και αν φωνάζουν οι Ομοσπονδίες, όσες διατάξεις και αν κυκλοφορούν, δεν αλλάζει η κατάσταση.
Και δεν είναι μόνο αυτά. Άπειροι αγρότες που δουλεύουν στα χωράφια τους έχουν απειληθεί από κυνηγούς. Αμπελουργοί που παίρνουνε τη στράτα για το αμπέλι τους δεν φτάνουν ποτέ διότι «το κυνήγι βρίσκεται σε εξέλιξη». Αλλά και τα κατσίκια που βρίσκονται νεκρά από τον κτηνοτρόφο, δεν τα σκότωσαν σκυλιά των κυνηγών αλλά κάποια «αδέσποτα». Που δεν τα ξέρει κανείς, δεν τα αντίκρισε κανείς.
Ανάβει φωτιά να ζεσταθεί η παρέα των κυνηγών στο δάσος αλλά «ξεχνά» να την σβήσει, όταν βιαστικά πρέπει να φύγει. «Έλα μωρέ», και τι σε νοιάζει εσένα, χειμώνας είναι, δεν παθαίνει τίποτα το δάσος, απαντά με στόμφο ο παντογνώστης κυνηγός
Και οι ταβέρνες που έχουν στο μενού τους κάπρο του βουνού, και μάλιστα σε υψηλή τιμή, τυχαία τα βρίσκουν τα άγρια έξω από την πόρτα τους.
Όλα τα παραπάνω είναι προβλήματα σοβαρά που όλοι τα γνωρίζουμε και τα αποσιωπούμε επιμελώς. Ή τα ελαχιστοποιούμε σαν προβλήματα. Τα προβλήματα, όποια και είναι αυτά, λύνονται εφόσον τα κατανοήσουμε. Με τις ανακοινώσεις των Ομοσπονδιών σίγουρα δεν λύνονται. Εκείνο που λείπει από τους κυνηγούς και είναι γνώρισμα κοινό της κοινωνίας μας σήμερα, είναι η έλλειψη παιδείας. Όταν την αποκτήσουμε, ίσως να κάνουμε ένα βήμα πάλι προς τα πίσω και αντιληφθούμε την νοοτροπία των παππούδων μας. Που οι συνθήκες ζωής ήσαν τέτοιες και είχαν πραγματική ανάγκη να γυρίσουν με θήραμα στο σπίτι, στην οικογένεια. Και επέστρεφαν ευτυχείς με το ένα. Τα πολλά τα άφησαν για εμάς, για να κορδωνόμαστε…..