Τετάρτη 27 Ιανουαρίου 2010

"Έγγραφο" πλαστό ή γνήσιο; Για το Κυνήγι και το μέλλον του

Κυκλοφορεί στο διαδίκτυο από χθες «ντοκουμέντο» ενός προέδρου που φέρνει τα «πάνω κάτω», όπως αφήνει να εννοηθεί. Είναι όμως έτσι; Μήπως πρέπει να είμαστε επιφυλακτικοί σε τέτοιου είδους «ντοκουμέντα» που ενδέχεται να είναι απλά κουρελόχαρτα;

Το συγκεκριμένο έγγραφο, όπως είναι «χτισμένο» δεν μου μοιάζει για αληθινό. Και δεν αναφέρομαι μόνο στο περιεχόμενο του αλλά την προσοχή μου την τράβηξε μία λεπτομέρεια όπως: «Τμήμα Σχεδιασμού Υπουργείου περιβάλλοντος».

Έψαξα στις σελίδες του ΥΠΕΚΑ και δεν βρήκα τέτοιο Τμήμα. Τι συμβαίνει λοιπόν; Πραγματικά δεν ξέρω.

Στο ίδιο έγγραφο αναγράφεται επίσης «οικολογικός μπουφές». Θα θεωρούσα παράδοξο το γεγονός, ένα υπουργείο – όποιο και αν είναι αυτό, να αναγράφει για «οικολογικό μπουφέ».

Ο περί ου ο λόγος πρόεδρος συλλόγου θα μπορούσε να εμφανίσει εκτός από το περιεχόμενο, και το ίδιο το έγγραφο, να δούμε και τις σφραγίδες, ημερομηνίες κτλ. Κάτι που μέχρι την ώρα αυτή που γράφω το κείμενο αυτό, δεν έχει κάνει.

Κάτι μάλλον δεν πάει καλά με την ιστορία αυτή που ελπίζω σε λίγες ημέρες ή ώρες να μάθουμε περισσότερα.

Δείτε εδώ το «έγγραφο» όπως παρουσιάστηκε σε κυνηγετικό forum.

Ο Μεσαίωνας που ζούμε …

Πολλοί ονομάζουν το Βυζάντιο μεσαίωνα – σκοτεινούς χρόνους δηλαδή. Αδικούμε όμως έτσι το Βυζάντιο, που ναι μεν στάθηκε άτυχο γιατί ασκούσε σε αυτό ασφυκτική πίεση η εκκλησία – από την άλλη όμως σκοπιά, ανέδειξε σπουδαίους επιστήμονες, φιλοσόφους κτλ.

Πως συνδέονται αυτά με το κυνήγι; Συνδέονται διότι έχουμε πάρα πολλές μαρτυρίες από τις εποχές αυτές που αφορούν το κυνήγι. Και γνωρίζουμε όλοι μας ότι το κυνήγι δικαιωματικά τότε ανήκε σε αυτούς που είχαν τα φέουδα – τη γη, στους βαρόνους, στους κόμηδες, στους βασιλιάδες, και σε κάθε καρυδιάς καρύδι που γνώρισε η πλάση. Για τους έχοντες λοιπόν, το κυνήγι ήταν δραστηριότητα απόλυτα προσαρμοσμένη και στα έθιμα της εποχής. Κυνηγούσαν μεν οι άρχοντες αλλά οι βοηθοί τους, αυτοί δηλαδή που τους έδιναν το κυνήγι στο πιάτο, ήσαν οι υποτακτικοί τους, ο λαός. Για να το καταλάβουμε καλύτερα αυτό, ας παρακολουθήσουμε ένα κυνήγι ρεζέρβας σε χώρες του πρώην ανατολικού μπλόκ. Οι φτωχοί μοχθούν, ξενυχτούν, κρυώνουν και οι πλούσιοι (οι ψευτοκυνηγοί) απλώς πυροβολούν το θήραμα.

Λένε σήμερα οι «καλοί μας φίλοι οι οικολόγοι»: «σήμερα ο άνθρωπος δεν έχει τις ίδιες ανάγκες που είχε πριν από αιώνες, που σκότωνε για να ζήση. Συνεπώς το κυνήγι στην εποχή μας είναι μία παρωχημένη δραστηριότητα». Και ασφαλέστατα οι καλοί μας φίλοι, προτείνουν τη ρεζερβοποίηση του κυνηγίου στη χώρα μας.


Ξεχνούν όμως σκόπιμα οι οικολόγοι να μας πούν ότι, σήμερα παρά ποτέ επιβάλλεται το ελεύθερο παραδοσιακό κυνήγι, και ένας βασικότατος λόγος είναι πως η φτώχεια κινείται σε πολύ υψηλά επίπεδα στη χώρα μας. Συνεπώς, το κυνήγι είναι μία δραστηριότητα του ανθρώπου για να συλλέξει την τροφή του, να εξοικονομήσει χρήματα και να αντιμετωπίσει με ελπίδα το δύσκολο μέλλον. Ξεχνούν επίσης οι οικολόγοι να μας πουν για τον δικό τους πλούτο που πηγάζει από χρηματοδοτούμενες ΜΚΟ και μέσω αυτών κινούνται με άνεση και δεν έχουν καμία διάθεση να στηρίξουν τα φτωχά λαϊκά στρώματα και ας κόπτονται περί του αντιθέτου. Κινούνται και δρουν ελιτίστικα, όπως έκαναν και κάνουν στην ιστορία του πλανήτη αυτού, οι έχοντες και κατέχοντες.

Το κυνήγι, δεν είναι μόνο αριθμοί. Τόσα έξοδα, τόσα έσοδα. Είναι ανάγκη επιβίωσης του ανθρώπου σήμερα. Αν όμως οι οικολόγοι δεν εναντιώνονται στην δραστηριότητα αυτή, δεν έχουν λόγο ύπαρξης. Η αφελής «κλιματική αλλαγή», «ο κίνδυνος του περιβάλλοντος», και διάφορες άλλες καραμέλες που πιπιλάνε, συμπληρώνουν την ύπαρξή τους.

Στους «σκοτεινούς χρόνους» του Βυζαντίου λοιπόν, ο άνθρωπος έζησε και με το κυνήγι, και ας ήταν αυτό αποκλειστικό προνόμιο των ολίγων, της ελίτ. Σήμερα οι συνθήκες ζωής επιτάσσουν - και ας ζούμε στον μεσαίωνα της παραπληροφόρησης, της προπαγάνδας, του μεταλλαγμένου φασισμού -να κυνηγάμε ελεύθερα και παραδοσιακά. Για τις ανάγκες μας, να ταΐσουμε την οικογένεια, τα παιδιά μας, αλλά και για την παράδοση μας που βάλλεται από παντού.

Ενοχλεί όμως η επιλογή μας να θέλουμε να ζούμε αξιοπρεπώς. Και μας θέλουν πρόβατα. Κοιτάξτε, διαβάστε σελίδες ΜΚΟ και θα καταλάβετε πως με τέχνη περισσή έχει χτιστεί ένα μεγάλο παιχνίδι σε βάρος μας.

Ο κυνηγός είναι η καρδιά του προβλήματος, αν αυτός σπάσει, η ανόητη και επικίνδυνη «πράσινη ανάπτυξη» θα γιγαντώσει και άλλο και ο μεσαίωνας που θα ζήσουμε δεν θα ευτυχήσει να συναντήσει μία καινούρια Αναγέννηση. Θα είναι διαρκής.

------------------------------------------------------------------

Δημοσιεύθηκε στο ένθετο περιοδικό του Ελεύθερου Τύπου «Κυνήγι» την Τετάρτη 27 Ιανουαρίου 2010.

Τρίτη 26 Ιανουαρίου 2010

Συνέντευξη Τίνας Μπιρμπίλη 26/01/2010 στο ρ/σ Flash

Απόσπασμα από την συνέντευξη της Τίνας Μπιρμπίλη στο ρ/σ Flash σήμερα στις 26/10/2010
Ολόκληρη την συνέντευξη μπορείτε να την διαβάσετε εδώ.
-----------------------------------------------------------------------
Γ. ΣΤΑΜΑΤΟΠΟΥΛΟΣ: Μάλιστα. Τώρα έχει ενδιαφέρον αυτό το οποίο κάνατε δηλαδή κάτι το οποίο έχει πολιτικό κόστος και αφορά το κυνήγι για παράδειγμα. Δηλαδή δεν υποχωρήσατε στις πιέσεις να ξεκινήσει γρήγορα η κυνηγετική περίοδος, στη καταταλαιπωρημένη πανίδα του τόπου. Θα επιμείνετε σε τέτοιες πολιτικές κα Μπιρμπίλη ή σε πολιτικές που έχουν και οικονομικό κόστος για παράδειγμα; Είχατε πει αρκετά πράγματα για την υπαίθρια διαφήμιση και το κατάντημα ας πούμε το αισθητικό αλλά και το λειτουργικό της πόλης. Σ’ αυτά τα δυο δηλαδή κυνήγι, υπαίθρια διαφήμιση που είναι λύσεις μάλλον δύσκολες αλλά γρήγορες θα προχωρήσετε;

Τ. ΜΠΙΡΜΠΙΛΗ: Κοιτάξτε για την υπαίθρια διαφήμιση, σε ό,τι έχει σχέση με το κέντρο της Αθήνας, που είναι και στη δικαιοδοσία της εταιρίας Ενοποίηση Αρχαιολογικών Χώρων, της ΕΑΧΑ, έχουμε ήδη κάνει μια καταγραφή. Το θεσμικό πλαίσιο υπάρχει, η καταγραφή έχει ολοκληρωθεί και θα ξεκινήσει η αποξήλωση των πινακίδων. Δεν υπάρχει κανένας λόγος κάτι που έγινε το 2004 να μη γίνει τώρα και το θέμα είναι να προσπαθήσουμε αυτό που θα γίνει να μείνει. Άρα δεν νομίζω ότι υπάρχει ένα μεγαλύτερο πολιτικό κόστος.

Για το θέμα του κυνηγιού, έχουμε υποσχεθεί και έχει αναλάβει ο αρμόδιος υφυπουργός, κ. Μωραΐτης την υποχρέωση, να ξεκινήσει μια πολύ μεγάλη διαβούλευση όπου θα συμμετέχουν όλοι και οι κυνηγοί και η Ορνιθολογική Εταιρεία και οι Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις και οι ξενοδόχοι. Όλοι, για να προσπαθήσουμε να βρούμε μια λύση. Και υπάρχουν και ευρωπαϊκά παραδείγματα. Άρα νομίζω ότι ...

Γ. ΣΤΑΜΑΤΟΠΟΥΛΟΣ: Εννοείτε τα πάρκα κυνηγιού;

Τ. ΜΠΙΡΜΠΙΛΗ: Βεβαίως. Πρέπει κάποια στιγμή να ελεγχθεί το κυνήγι στη χώρα μας ειδικά όταν έχουμε τόσο μεγάλες εκτάσεις που είναι προστατευόμενες περιοχές και ανήκουν στο δίκτυο Natura, πρέπει να προστατέψουμε κάποιες περιοχές και κυρίως κάποιες εποχές. Κι αυτό θα το κάνουμε, γιατί όσο ριζοσπαστικοί μπορεί να είμαστε στις αναπτυξιακές μας πρωτοβουλίες, τόσο προσεκτικοί πρέπει να είμαστε στην τήρηση της περιβαλλοντικής νομοθεσίας για να έχουμε αξιοπιστία και για να γίνει η χώρα μας συνολικά πιο ανταγωνιστική, πιο όμορφη και καλύτερη.

Γ. ΚΥΡΤΣΟΣ: Νομίζω πως υπογράφουμε αυτά που λέτε αλλά δεν έχουν μεγάλη σχέση με την πραγματικότητα έτσι όπως έχει διαμορφωθεί. Δηλαδή ‘‘προστατευόμενες περιοχές’’. Εγώ θεωρώ ότι έχουμε μεγάλες προστατευόμενες περιοχές σε σχέση με την έκταση της χώρας μας, τη γεωγραφική έκταση, οι οποίες όμως ουσιαστικά δεν προστατεύονται. Βλέπουμε δηλαδή αυθαίρετη δόμηση, χωματερές, ό,τι μπορεί να σκεφτεί ο καθένας. Πώς θα κάνετε αυτή τη στροφή δηλαδή από τη θεωρία στην πράξη; Αυτό είναι το λεπτό σημείο.

Τ. ΜΠΙΡΜΠΙΛΗ: Κοιτάξτε αυτό είναι μια καθημερινή μάχη στο Υπουργείο και πραγματικά το εννοώ αυτό. Παρόλα αυτά πιστεύω ότι, στο κομμάτι που θέτετε κ. Κύρτσο, πρέπει να έχουμε πράγματι υπομονή. Δηλαδή είναι μια κατάσταση τραγική, η χρηματοδότηση αφορά ουσιαστικά μόνο λειτουργικές δαπάνες και έξοδα, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να προστατευθεί η συγκεκριμένη περιοχή, πρέπει ουσιαστικά να βρούμε και τρόπο να χρηματοδοτήσουμε την προστασία της, που σήμερα αυτό δεν γίνεται. Και εδώ προσπαθούμε να συζητήσουμε με όλους τους φορείς διαχείρισης πώς πρέπει να γίνει η οργάνωσή τους, τι πρέπει να αλλάξει, τι δεν πήγε καλά. Ξεκινάμε ένα θεσμικό πλαίσιο για την βιοποικιλότητα συνολικά. Το 2010 είναι έτος βιοποικιλότητας και θα ενεργοποιήσουμε πολύ σύντομα την Επιτροπή για τη Φύση.

Το κομμάτι φύση είναι το πιο δύσκολο, γιατί και δεν έχουμε επενδύσει ποτέ σαν χώρα σ’ αυτό ουσιαστικά και γιατί οι πολύ μικρές παρεμβάσεις που θα γίνουν τώρα θα έχουν απόδοση μετά από κάποιο καιρό. Αλλά σε κάθε περίπτωση αποτελεί κι αυτό προτεραιότητά μας.
-----------------------------------------------------------------------------------

Ωραία, για το μέλλον του κυνηγίου θα συσκεφτούν και ξενοδόχοι, και ΜΚΟ, και γιατί όχι και κυνηγοί, και θα αποφασίσουν .............. Και η δική μας η Ομοσπονδία, αυτοί δηλαδή που έδωσαν μεγάλες μάχες (!!!!!) για το κυνήγι στην Ελλάδα, κοιμούνται τον ύπνο του δικαίου ή μάλλον ύπνον υπνώτουν.......

Τύπος - Κυνήγι

Κυκλοφορεί την Τετάρτη στις 27 Ιανουαρίου 2010.





--------------------------------------------------------------------------
Ένα ελεύθερο περιοδικό, για ελεύθερους ανθρώπους, για ελεύθερους κυνηγούς.

Σάββατο 23 Ιανουαρίου 2010

Αγρότες στους δρόμους

Αναδημοσίευση από το blog της tsaousas
-----------------------------------------------------------------
Σήμερα το πρωί ξύπνησα με μια ενόχληση.

Βαθιά μέσα μου, κάτι με πίεζε, κάτι με πονούσε.

Ήταν το καθιερωμένο ετήσιο αγγούρι, που μας χώνουνε στον κώλο οι αγρότες με τα μπλόκα.

Έπρεπε να φύγω Θεσσαλονίκη να δω έναν γκόμενο, τον έρωτα της ζωής μου λέμε, το φως μου, το όνειρο μου, και δεν μπορώ να πάω.

Θα ξεχάσω που στα μεγάλα μπλόκα του ΄95 ξεκίνησα για έναν άλλο γκόμενο στο Αγρίνιο, και μου πήρε 11 ώρες να φτάσω; Δεν......μας άφηναν οι αγρότες να πάμε στα φέρι και ο οδηγός του πούλμαν, πήρε στροφή και έκοψε από Καλάβρυτα.

Απολογισμός της διαδρομής προς Αγρίνιο;
Έξι ώρες χαμένοι στο βουνό, γιατί τον χάσαμε τον δρόμο, χωματόδρομος για γαϊδούρια και η ρόδα στον αέρα σε επικίνδυνη στροφή, μια κατσίκα σκοτωμένη όταν βγήκαμε στο ίσωμα, στάση στην Πάτρα για φαΐ αφού πεθάναμε της πείνας, 7 μποφόρ στο φέρι για απέναντι μια και χάλασε εν τω μεταξύ ο καιρός, 200 χιλιόμετρα ύστερα την ώρα, να φτάσουμε επιτέλους στο Αγρίνιο.

Όταν φτάσαμε, το μαλλί σκατά, πατημένο σαν της γριάς με το φιλέ, ενώ από την αγωνία φύτρωσε η τρίχα στο μπικίνι κάγκελο.

Γαμάει ο άλλος κάκτο; Δεν γαμάει.

Αν είχα μπροστά μου έναν αγρότη από αυτούς τους πούστηδες που μας έκλεισαν τον δρόμο, του έβγαζα τα δόντια με τανάλια και τα έκανα πιράκια στο τρακτέρ του.

Με ποιο δικαίωμα ρε καριόλη αποφασίζεις εσύ για τη ζωή μου;

Πώς κάνεις κουμάντο πότε και πού θα πάω;

Ποιο δρόμο κλείνεις ρε ηλίθιε;


Τον δρόμο του πατέρα και της μάνας σου;

Χέστηκα ρε μαλάκα για τα δικαιώματα σου.

Χέστηκα, όταν για να τα διεκδικήσεις καταπατάς τα δικά μου.

"Διεκδικήσεις επιδοτήσεων και καλύτερη τιμή από τους μεσάζοντες."

Μωρή κότα, άμα σε γαμεί ο μεσάζων, τράβα να γαμήσεις κι εσύ αυτόν, όχι εμένα που τον χρυσοπληρώνω.

Μοχλό πίεσης ρε άθλιε θα γίνω εγώ για να βγάλεις τα φραγκάκια που δικαιούσαι;

Το ΚΚΕ να κάνεις μοχλό πίεσης ρε, που σε πατρονάρει να ζητιανεύεις τα φράγκα της Ε.Ε ενώ από την άλλη απαιτεί να βγει η χώρα από αυτήν.

Βάλε τις πατάτες στον κώλο σου και μην τις πουλάς στον μεσάζοντα, μέχρι να πάρεις την τιμή που θέλεις.

Αλλά εμένα, δεν έχεις το δικαίωμα να μου απαγορεύεις να πάω να γαμηθώ με τον γκόμενο μου.

Να κάνω τη ζωή μου ρε!

Τη χιλιοβασανισμένη, από τη δική μου τη δουλειά.

Βαρέθηκα την αγροτιά και τους αγώνες της.

Κάποτε ζούσανε όλοι από τη γη και το συμφέρον το δικό της ήτανε συλλογικό.

Σήμερα η αγροτιά πρέπει να αναλογιστεί εκατοντάδες άλλα εργασιακά συμφέροντα.

Και κοίτα που δεν το΄χει αντιληφθεί ακόμα!

Ο αιώνας πέρασε προ πολλού, ο κόσμος έχει αλλάξει, και οι αγρότες γυρίζουν ακόμα το "1900".

Μαζευτείτε μαλάκες.

Κοιτάξτε να διεκδικήσετε σοβαρά ό,τι θεωρείτε πως δικαιούστε, και βάλτε τις αξίνες και τα δρεπάνια στα μπαούλα σας, για να μην πω στον κώλο σας.

Το δικαίωμα μου να πάω να βρω τον γκόμενο να ξεσκιστώ στο πήδημα, δεν σας το χαρίζω ούτε από συμπόνοια.

Τα τανκς απέναντι στα τρακτέρ, τώρα.

Τα τανκς διεκδικώντας τα δικαιώματα του μουνιού μου, που δεν τα βάζω πιο κάτω από τα δικαιώματα του αγρότη, αν δεν μου ζητηθεί συναίνεση.

ΥΓ.

Έτσι επαναστατώ εγώ.

Ολόιδια με τους αγρότες.

Εις βάρος τους, όπως το κάνουνε εις βάρος μου.

λεπτομέρεια:
Μόλις άκουσα τους αγρότες στο μπλόκο της Λάρισας να φωνάζουν ένα από τα συνθήματα τους:
"Γυναίκα υπουργός-αγρότης νηστικός".

Λύγισα από το βάρος του ιδεολογικού υπόβαθρου του αγώνα τους.
----------------------------------------------------------------------

Με την Τσαούσα ναι, με τους μπουτοαγρότες όχι. Υπάρχουν και πραγματικοί αγρότες, νοικοκυραίοι, που δουλεύουν 15 -17 ώρες τη μέρα, που μεγαλώνουν φαμίλιες, που σπουδάζουν παιδιά σε πανεπιστήμια, που προσφέρουν στην κοινωνία, που άθλιους συνδικαλιστές τους έχουν γραμμένους εκεί που πρέπει, που οργανώνουν τη ζωή τους και πάνε μπροστά.

Τετάρτη 20 Ιανουαρίου 2010

Οι υγρασίες του λιμανιού ...

Πρωί Κυριακής, αχάραγα ακόμα, ο δρόμος με έβγαλε στο λιμάνι της Ραφήνας. Ο νοτιάς είχε μουσκέψει οτιδήποτε υπήρχε στο χώρο, από το χώρο στάθμευσης μέχρι και τους κάβους του πλοίου που μόλις σάλπαρε για τα απέναντι νησιά Άνδρο, Τήνο και Μύκονο.


Κυριακή πρωί στη θάλασσα για ένα βουνίσιο όπως η χάρη μου, ήταν πολυτέλεια. Τέτοιες ώρες γύριζα στο βουνό για τις πρώτες ιχνηλασίες – τώρα, βρέθηκα να χαζεύω τους ερασιτέχνες ψαράδες στο μόλο: «τι ψαρεύετε παιδιά;» ρώτησα από περιέργεια. Δεν μου απάντησε κανείς (!). «Το ‘χουν φαίνεται σε κακό να πουν» σκέφτηκα και τους άφησα στη τέχνη και στη τύχη τους.

Αφού έκανα μία μεγάλη βόλτα, χάιδεψα ένα σωρό σκυλιά που απάντησα, κοντοστάθηκα στους γλάρους που ορμούσαν με δύναμη στα θαλασσινά που τους πέταγε ένας άλλος ψαράς – αυτός φαινόταν για επαγγελματίας και άδειασε κάποιο τελάρο, κατέληξα τελικά στον παλιό καφενέ και διάλεξα ένα τραπέζι δίπλα σε γερόντους που έπιναν τον καφέ τους στα κρασοπότηρα. Παρήγγειλα με τη σειρά μου ένα «μέτριο ελληνικό» και βράχηκαν τα χέρια μου από την υγρασία του τραπεζιού.

‘Ήρθε ο καφές – 1,20 παρακαλώ, και απλώθηκα ανάβοντας ένα τσιγάρο. Οι γέροντες δίπλα μου διαφωνούσαν με ένταση και έγινα ωτακουστής δίχως να το θέλω: «μα να μου πεις εμένα ότι η παλαμίδα είναι ακριβότερη από το ρίκι, πότε έγινες εσύ ψαράς;», ακούστηκε η οργισμένη φωνή του γέροντα που οι αυλακώσεις στο πρόσωπο του μαρτυρούσαν ναυτικό έμπειρο. «δεν σε παρεξηγώ με αυτά που λες, εσύ κυνηγός ήσουν και σκότωνες ψαρόνια, πότε έγινες ψαράς, τώρα στα γεράματα;» αποκρίθηκε ένας νεότερος σε ηλικία – γύρω στα εβδομήντα χρόνια και φορούσε κοντομάνικο μπλουζάκι και στο μεγάλο δάκτυλο του αριστερού του χεριού δακτυλίδι χρυσό. Είχε και μούσι που είχε νοτίσει από τον χαλασμένο καιρό. Την λύση στη διαφωνία τους την έδωσε ο ψαράς από παρακείμενο ψαράδικο: το ρίκι έχει σταθερή τιμή γύρω στα δέκα ευρώ, και είναι ακριβότερο από την παλαμίδα». Σηκώθηκα να φύγω, δεν ήθελα να γίνω μάρτυρας της «σφαγής» που θα επακολουθούσε.


Τα γλαροπούλια γέμισαν πάλι τον τόπο, άλλος ψαράς τώρα είχε πετάξει τη τροφή τους και βάδιζα προσεκτικά να μην τα πατήσω. Κοντοστάθηκα στους ερασιτέχνες που είχα πρωτομιλήσει και με διακριτικότητα είδα τα καλάθια τους αδειανά. Στο λιμάνι ένα μεγάλο ψαροκάικο πέταγε τους κάβους για να δέσει – θα ‘φερνε καινούρια πραμάτεια. Σε παρακείμενο κότερο με εγγλέζικη σημαία, οι ένοικοι μόλις είχαν ξυπνήσει φαίνεται και ακουμπώντας στα ρέλια έριχναν νωχελικές ματιές ένα γύρω. Είχαν χρόνο.

Όπως σκέφτομαι τα πράγματα, από του χρόνου θα γίνουμε όλοι οικ(ω)λόγοι, αφού αιωρείται στον αιθέρα κλίμα αβεβαιότητας για την επόμενη σεζόν. Και αυτοί που «νοιάζονται» και ξέρουν ή νομίζουν πως ξέρουν, αφήνουν τάχα μου αιχμές, αφήνουν λόγια σκόρπια να αιωρούνται, επειδή έχουν «πηγές» και τους τα λένε όλα, επειδή εκεί στο υπουργείο κάποιος που ξέρει κάποιον που είναι κουμπάρος του κλητήρα του απέναντι κτιρίου, άκουσε από τον καφετζή το και το.


Θα γίνουμε οικολόγοι και αργόσχολοι – παρατηρητές στους πρωινούς νοτιάδες, να ταΐζουμε και εμείς τα γλαροπούλια σάπια ψάρια από τα τελάρα, και να νιώθουμε τις υγρασίες των πρωινών από τα άδεια λιμάνια. Και που ξέρει κανείς, μπορεί εκεί στον καφενέ – στο διπλανό τραπέζι, να κάθονται ξωμάχοι πρόεδροι ομοσπονδιών και να εξιστορούν τα περασμένα μεγαλεία τους, τους μεγάλους αγώνες που έδιναν κάποτε για το κυνήγι στην Ελλάδα, και στο άκουσμα των παραμυθιών αυτών, να ξεσπά σε γέλιο τρανταχτό ακόμα και ο ψαράς που κυνηγούσε ψαρόνια.

Δυστυχώς ή ευτυχώς, οι δικές μου πηγές βρίσκονται στο χωριό μου, και είναι πέτρινες, καλοφτιαγμένες, από γερούς μαστόρους λαγκαδινούς,. Και το νερό τους δροσερό χειμώνα καλοκαίρι, μοσχοβολά φρεσκάδα και δροσιά. Δεν σε ξεγελά ποτέ. Και αν μπορούσαν οι πηγές αυτές να διηγηθούν όσα στους αιώνες που πέρασαν είχαν ακούσει από διψασμένους στρατοκόπους ή αγωγιάτες ή κουρασμένους κυνηγούς, οι ξωμάχοι συνδικαλιστές μας δεν έπρεπε να φανούν πάλι στον καφενέ. .

Μεγαλώσαμε, ζήσαμε πολλά στη ζωής μας, κυρίως τα παραμύθια και τα μεγάλα λόγια, συνηθίσαμε το ψέμα και το περνούμε για αλήθεια. Στράβωσε ο κόσμος και βαδίζει ανάποδα. Η Φύση όμως είναι η μόνη μας αλήθεια, θέλουμε δεν θέλουμε. Και πασχίζουμε με κάθε τρόπο να την «διαφυλάξουμε». Μα πόσο μικροί είμαστε. Πιστεύουμε αφελέστατα πως με τεχνικά μέσα, με ανόητες ρυθμιστικές κατ’ έτος, με τους φανατικούς της οικολογίας, με τους πλιατσικολόγους εμπόρους κυνηγούς, με τα κούφια ξύλινα λόγια της άρρωστης πολιτικής που έγινε ωμότερη από ποτέ άλλοτε, θα διαφυλάξουμε τη φύση. Σαν να λέμε δηλαδή ότι, εμείς, μπορούμε, έχουμε τις δυνάμεις και τις ικανότητες να προστατεύσουμε τον δημιουργό της ζωής. Μήπως εμείς οι άνθρωποι είμαστε περισσότερο του δέοντος αφελείς, πιστεύοντας ότι μπορούμε να αλλάξουμε τους ρόλους; Την ισορροπία; Την νομοτέλεια;

Όσες αλλαγές και να επιφέρει στα του κυνηγίου η κυρία υπουργός με τους σεβαστούς συμβουλάτορές της, όσους κρυφούς και φανερούς πόθους αν έχουν οι οικ(ω)λόγοι με την φασίζουσα νοοτροπία τους, όσο αδρανείς και εκτός τόπου και χρόνου μπορεί να βρίσκονται οι συνδικαλιστοπατέρες μας που έχουν κολλήσει εδώ και «αιώνες» στην «νέα ρυθμιστική» που καθ’ έτος μόνο αναστάτωση προκαλεί σε όλους μας – και μας θέλουν να κοιτάζουμε πάντα χαμηλά, ο δικός μας προορισμός – του ανθρώπου αλλά και του κυνηγού, είναι, να ξεδιψάμε από τις δικές μας πηγές που δεν αφήνουν υπονοούμενα, δεν είναι θολές, έχουν ξάστερο νερό που το γευόμαστε και κοιτάζουμε τον ουρανό. Όχι το ουράνιο στερέωμα που γιόμισε τοξικά από τα βιοκαύσιμα και την πράσινη ανάπτυξη, αλλά πέρα απ’ αυτά, τον καθαρό και απέραντο ουρανό.

Μου αρέσουν τα λιμάνια και η ζωή τους, αγαπώ πολύ τους γερόντους ξωμάχους που γιομίζουν με εικόνες τις ιστορίες τους. Περισσότερο θα αγαπήσω και τους δικούς μας αιρετούς εκπροσώπους όταν γίνουν και πάλι κυνηγοί – όταν αποβάλλουν δηλαδή την ξύλινη γλώσσα που την έμαθαν καλά τόσα χρόνια που συνδιαλέγονται με την εξουσία για τα αυτονόητα.
----------------------------------------------------------------


Δημοσιεύθηκε στο ένθετο περιοδικό του Ελεύθερου Τύπου «Κυνήγι» την Τετάρτη 20 Ιανουαρίου 2010.
----------------------------------------------------------------
Σημείωση: η τρίτη φωτό είναι της Suzanne Holm

Η άλλη πλευρά του λόφου …

Λένε πως οι αγριόχοιροι έχουν πολλαπλασιασθεί – εξ ου και η αύξηση της κάρπωσής τους σε 2 θηράματα στην Πελοπόννησο (από 1 που ήταν) και στην υπόλοιπη Ελλάδα σε 4 θηράματα (από 2 που ήταν), για την Ρυθμιστική 2009 – 2010 που οδεύει προς τη λήξη της.

Να υποθέσω ότι έπεσε και η τιμή του αγριόχοιρου στο παράνομο εμπόριο; Όταν το προϊόν είναι δυσεύρετο φτάνει στον «καταναλωτή» ακριβότερο. Όταν «η παραγωγή γεμίζει την παράνομη αγορά» οι τιμές πέφτουν κατακόρυφα.



Στην κυνηγετική περίοδο 2009 – 2010, «το κρέας ήταν άφθονο» αφού μερικές ομάδες κάθε σαββατοκύριακο έκαναν «ανάσταση» θηρεύοντας κοπάδια ολόκληρα. Δεν μιλάμε δηλαδή για 2 ή 4 γουρούνια αλλά για 6, 8 ή όσα τέλος πάντων κυκλοφορούσαν στις παγάνες των ομάδων αυτών. .

Δυστυχώς, μας αρέσει να διυλίζουμε τον κώνωπα, να είμαστε εσωστρεφείς – να πιστεύουμε αφελώς πως τα «κακώς κείμενα» δεν πρέπει να βλέπουν το φως. Όχι διότι δεν υπάρχουν ή δεν τα γνωρίζουμε λίγο ή πολύ όλοι μας, αλλά, διότι η εικόνα μας προς τα έξω «πρέπει» να βγαίνει ρετουσαρισμένη. Γιατί όμως; Για να καλύπτει τους γουρουνοσυλλέκτες;

Έχω όμως και μία απορία και πραγματικά θα χαιρόμουν αν κάποιος ειδικός θα μου την έλυνε: «πως και ποιοι θα καταγράψουν τον πληθυσμό των αγριόχοιρων που θηρεύσαμε, και, ποιος είναι ο υπάρχων πληθυσμός;». Προφανώς θα υπάρχουν μηχανισμοί – δεν αναφέρομαι στο πρόγραμμα «Άρτεμις», που καταγράφουν τους πληθυσμούς των αγριόχοιρων. Προφανές είναι πως η αύξηση της κάρπωσης του κάπρου προήλθε έπειτα από εμπεριστατωμένες μελέτες. Και μέσα από τη δική μου εμπειρία γνωρίζω ότι οι κάπροι αυξήθηκαν και πλήθυναν. Δεν μπορώ όμως όχι μόνο να πώ αλλά ούτε και να πλησιάσω τον αριθμό τους ούτε κατά προσέγγιση. Οι αρμόδιοι πως μπορούν άραγε;


Το κυνήγι του κάπρου είναι συναρπαστικό, ξεκίνησε όμως στραβά, τουλάχιστον στην Πελοπόννησο που, στην αρχή του, δραστηριοποιήθηκαν ολόκληρες στρατιές – που δυστυχώς είδαν σε αυτό μία νέα μορφή κέρδους, και αφορολόγητη. Επί της ουσίας, δεν ήσαν κυνηγοί αλλά έμποροι φέροντες άδειες κυνηγετικές. Το μαύρο χρήμα που κυκλοφορεί από τον αγριόχοιρο πιστεύω πως είναι ιλιγγιώδες. Αν προσθέσω και τις ταβέρνες που το έχουν στο μενού τους δίχως παραστατικά, το χρήμα αυξάνει και άλλο. Αλήθεια, γι’ αυτό κυνηγάμε τον αγριόχοιρο; Για να συντηρούμε την παραοικονομία; Ή γιατί είμαστε κυνηγοί;

Το μέλλον στο κυνήγι αυτό δεν μπορώ να το προβλέψω. Εφόσον όμως σε αυτό έχει εμπλακεί το μαύρο χρήμα - μαύρη θα είναι και η συνέχειά του. Και απορώ κάποιες φορές με τους συνδικαλιστές του χώρου μας. Αυτοί δεν έχουν ακούσει ποτέ τίποτα; Δεν ξέρουν; Δεν μπορούν να μάθουν; Δεν τους ενδιαφέρει το θέμα; Γιατί δεν κάνουν μια βόλτα στα κυνηγοτόπια να αποκτήσουν και προσωπική άποψη;

Πραγματικά θα χαιρόμουν αν είχα απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά που έχουν προκύψει από τις εμπειρίες του βουνού. Αλλά δεν θα έχω, οι συνδικαλιστές μας βρίσκονται στη νήσο των Μακάρων …
--------------------------------------------------------------------

Δημοσιεύθηκε στο ένθετο περιοδικό του Ελεύθερου Τύπου «Κυνήγι» την Τετάρτη στις 20 Ιανουαρίου 2010.
--------------------------------------------------------------------

Και το σχετικό λινκ εδώ των φωτογραφιών -  αγγελιών, που προφανώς θα αναφέρονται σε αγριόχοιρους εκτροφείου.

Δευτέρα 18 Ιανουαρίου 2010

"Κυνήγι" - Ελεύθερος Τύπος

Την Τετάρτη 20 Ιανουαρίου κυκλοφορεί το περιοδικό "Κυνήγι" του Ελεύθερου Τύπου με ενδιαφέροντα θέματα.



Μην χάσετε το αυριανό «Τύπος Κυνήγι» του Ελεύθερου Τύπου της Τετάρτης 20 Ιανουαρίου. Πρόκειται για το σκληρότερο τεύχος όλων των εποχών με κείμενα που καίνε.

Τί ευθύνεται για την κατάντια των κυνηγετικών οργανώσεων; Ποιοί δεν θέλουν τους κυνηγούς να συμμετέχουν στις γενικές συνελεύσεις των οργανώσεών τους και να βρίσκονται ενεργά στο κυνήγι; Ποιές κλίκες λειτουργούν εδώ και χρόνια και έχουν αναγκάσει τους κυνηγούς να αδιαφορούν και να πάψουν να πιστεύουν σε ένα καλύτερο μέλλον για το κυνήγι; Ποιοί τους ανάγκασαν να διστάζουν να προσφέρουν τον εθελοντισμό τους για την προάσπιση του κυνηγιού και την αντιμετώπιση των προβλημάτων που το απειλούν θανάσιμα;

Τα λέμε έξω απ' τα δόντια, διότι η σιωπή αποδείχθηκε ότι βλάπτει σοβαρά το κυνήγι και τους Έλληνες κυνηγούς!

Διαβάστε το και διαδώστε το. Ένα ελεύθερο περιοδικό για ελεύθερους ανθρώπους, για ελεύθερους κυνηγούς.

Πέμπτη 14 Ιανουαρίου 2010

Οικ(ω)λογία και το τέλος μιας ερωτικής ιστορίας

Αναδημοσίευση
Από τον P.J. O’Rourke

Η τύχη του Ντιτρόιτ δεν έχει να κάνει με την οικονομία. Αποτελεί ένα τραγικό ρομάντσο, που τη μαγεία του σκότωσαν οι γραφειοκράτες, η κακογουστιά και οι απατεωνίσκοι. Την επαύριο της χρεοκοπίας της General Motors, ο Π. Τζ. Ο’ Ρουρκ εξηγεί γιατί πήρε τέλος ο αμερικανικός έρωτας με το αυτοκίνητο.

Η φράση «χρεοκοπία της General Motors» που ακούσαμε τη Δευτέρα έφερε τους Αμερικανούς της γενιάς μου σε κατάσταση οικονομικού σοκ. Οι λέξεις ήταν τόσο μελό όσο και το «οι γυμνές φωτογραφίες της μαμάς». Και πράγματι, αν θέλουμε να καταλάβουμε τι βούλιαξε το αμερικανικό αυτοκίνητο, πρέπει να αφήσουμε κατά μέρος τα οικονομικά και να πάμε στο μελόδραμα.

Πολιτικοί, δημοσιογράφοι, οικονομικοί αναλυτές και λοιποί επαγγελματίες της κοινοτοπίας, αντιμετωπίζουν τα αυτοκίνητα ωσάν μία κάμπριο να ήταν επιχειρηματικόν πράγμα. Δεν μας κάνουν τα MBΑ, θέλουμε έναν ποιητή. Η μοίρα του Ντιτρόιτ δεν έχει να κάνει με την χρηματοπιστωτική κρίση, τον ξένο ανταγωνισμό, την εταιρική απληστία, την αδιαλλαξία των συνδικάτων, τα ενεργειακά κόστη ή το μέτρημα των αποτυπωμάτων του άνθρακα. Αποτελεί ένα τραγικό ρομάντσο – με απευθερωμένα πάθη, τιτανικές συγκρούσεις, χαμένες αγάπες και άγρια άλογα.

Εν αρχή ήν τα άλογα. Δεν μπορούμε να καταλάβουμε τα αυτοκίνητα χωρίς τα άλογα. Κάπου 100 και πλέον χρόνια πριν ο Ράντγιαρντ Κίπλινγκ έγραφε τη «Μπαλάντα των Χωρατών του Βασιλιά», όπου ένας αγφανός φύλαρχος διαβεβαίωνε: τέσσερα είναι τα μεγαλύτερα πράγματα στον κόσμο – οι Γυναίκες, και τα Άλογα, και η Δύναμη, και ο Πόλεμος.

Πρόσθεστε άλλη μία «δύναμη» μετά το άλογο και το στιχάκι ισχύει εξίσου τόσο για τα Περάσματα των Ινδιών όσο και για τα αμερικανικά προάστια της δεκαετίας του 1950, της παιδικής μου ηλικίας.

Η ιπποδύναμη δεν είναι ένα αλλόκοτο γλωσσικό απομεινάρι ή μια αόριστη αναχρονιστική μεταφορά. Ο Τζέιμς Βάτ, πατέρας της ατμομηχανής και γεννήτορας της Βιομηχανικής Επανάστασης, χρειάζονταν κάποιο μέτρο για την μετακίνηση ενός βάρους σε μια απόσταση εντός δεδομένου χρόνου – αυτό που αποκαλούμε ενέργεια. (Αυτό που σήμερα αποκαλούμε ενέργεια δεν υπήρχε ούτε σαν έννοια έως και τον ύστερο 18ο αιώνα – για να μη νομίζουμε δηλαδή ότι η τρέχουσα κατάρρευση του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού αποτελεί την πιο ριζοσπαστική συγκυρία της ιστορίας). Ο Τζέιμς Βατ, λοιπόν, βάλθηκε να κάνει έρευνα και βρήκε ότι, υπό ιδεώδεις συνθήκες, ένα αγωγιάτικο άλογο μπορούσε να σύρει 33,000 λίβρες (1 λίβρα=0.45 κιλό) σε απόσταση ενός ποδιού (30,48 cm) μέσα σε ένα λεπτό. Ο κύριος Βατ - η ομώνυμη μονάδα μέτρησης βατ δεν υπήρχε ακόμη- ονόμασε αυτή τη μονάδα ενέργειας «1 ιπποδύναμη».

Το 1970 μια Pontiac GTO είχε 370 ιπποδύναμη. Μέσα σε ένα λεπτό μπορούσε να μεταφέρει σε απόσταση ενός ποδιού 12,210,000 λίβρες. Και μπορούσε να μεταφέρει αυτές τις λίβρες σε κάθε διαδοχικό πόδι όλων των δρόμων της γης ως τα πέρατα του κόσμου για κάθε λεπτό της κάθε ώρας μέχρι ο οδηγός της να μείνει από λάστιχο. Σαράντα χρόνια πριν, το κάθε σπυριάρικο παιδάκι της γειτονιάς, με 3,500 δολάρια που κατάφερνε να μαζέψει κάνοντας οικονομίες στις κόκα κόλα, μπορούσε να πάει πολύ πιο πέρα κι από τα πιο άγρια όνειρα του Τζέγκις Χαν, που οι ορδές του κάλπαζαν προς λεηλασία με λιγότερο σφρίγος.

Τα άλογα και η ιπποδύναμη και τα δυο τους έχουν να κάνουν με το κύρος και με το ‘να είσαι χαλαρός’. Ο ιππότης της αρχαίας Ρώμης ονομάζονταν εύγλωττα Equesitis, το «παλληκάρι στο άλογο». Το ίδιο σημαίνουν επίσης τα Chevalier και Cavalier. Με το πέρασμα στον καπιταλισμό τα λεξικά μας περιέγραψαν τον ιππότη ως εξής: «ανέμελος και αεράτος, διακρινόμενος από αλαζονική αδιαφορία για τα πράγματα, τα δικαιώματα και τα συναισθήματα των άλλων, υπεροπτικός και υπερφίαλος». Και μετά έχουμε τους κάου-μπόις – πάντα χαλαροί. Και το αμερικανικό ιππικό που σπεύδει προς σωτηρία τους.

Οι πρώτοι αυτόπτες μάρτυρες του αυτοκινήτου φώναζαν στους αυτοκινητιστές να αφήσουν το αυτοκίνητο και να πάρουν ένα άλογο. Αλλά όντως αυτό ήταν που μας πρόσφερε το αυτοκίνητο – ένα άλογο για τον καθένα μας. Με την εισαγωγή του Model T του Φορντ το 1908, όλοι μας γίναμε Σερ Λάνσελοτ, κερδίζοντας μια θέση στη Στρογγυλή Τράπεζα και το προνόμιο να κονταροχτυπιόμαστε για τις χάρες μιας ωραίας κυράς (στους κινηματογράφους drive-in). Η περηφάνεια και το κύρος του ευγενή καβαλάρη παραχωρήθηκαν στους κοινούς άντρες. Και στις γυναίκες, επίσης. Κανένας ποτέ δεν προσπάθησε να πείσει τις κυρίες να οδηγούν καθισμένες στο πλάι, με τα δυο πόδια τους να κρέμονται έξω από την πόρτα του αυτοκινήτου.

Σε ό,τι αφορά τον εξευγενισμό μας, το αυτοκίνητο είναι καλύτερο από το άλογο. Τα πλεονεκτήματά του είναι πολλά: χαμηλότερο κόστος, μεγαλύτερη βολή, δεν κινδυνεύεις από κλωτσιές, ούτε μυρίζεις. Ακόμη πιο μεγάλη σημασία έχει το πόσο ευκολότερο είναι να οδηγείς αυτοκίνητο από το να ιπππεύεις. Μιλώ με γνώση του πράγματος. Άρχισα να ιππεύω όταν πλησίαζα τα 60 μου ενώ είχα αρχίσει να οδηγώ όταν ήμουν τόσο μικρός που ο ξάδερφός μου Τόμι έπρεπε να ξαπλώνει στο δάπεδο του σασμάν για να πατάει το γκάζι και το φρένο με τα χέρια του.

Όταν οι μεγάλοι πήγαιναν για ύπνο, εγώ κι ο Τόμι γλυστρούσαμε κρυφά στη Bouick, τη βάζαμε στο νεκρό, τη σπρώχναμε στο δρόμο, έπαιρνε μπρος η μηχανή και κάναμε βόλτα στη γειτονιά. Η δυσκολία του πράγματος μπορεί να φανεί από το τι συνέβη στο Τόμι και μένα. Τίποτα απολύτως. Και μετά καταφέρναμε μια χαρά να οδηγήσουμε το αυτοκίνητο σπίτι, σβήνοντας τη μηχανή και σπρώχνοντάς το στο δρόμο. Στη διάρκεια της περιπέτειάς μας ο ταχογράφος της Buick έπιανε τα 30 μίλια την ώρα. Αλλά 30 μίλια την ώρα είναι πλήρης καλπασμός για το άλογο. Ξεχάστε ό,τι έχετε δει για τα άλογα στις ταινίες. Δεν είναι σίγουρο ότι ένα παιδί μπορεί να ιππεύσει άλογο σε πλήρη καλπασμό και να βγει ζωντανό.

Τα αυτοκίνητα σφετερίστηκαν τη θέση που είχαν κάποτε τα άλογα στην καρδιά μας. Όταν ρίχναμε μια ματιά στα καλοφτιαγμένα ελαστικά τους, περιεργαζόμασταν τις καμπύλες του αμαξώματος ή χαζεύαμε τους προεξέχοντες προβολείς, η παλιά γκρίζα φοράδα δεν ήταν πια ό,τι ήταν ως τότε. Σαλπάραμε για τη ζωή στη λωρίδα ταχείας κυκλοφορίας με τη νέα μας ερωμένη. Ήταν η ιστορία ενός μεγάλου έρωτα ανάμεσα στον άνθρωπο και τη μηχανή. Ο δρόμος για το μέλλον ήταν στρωμένος με ροδοπέταλα.

Μετά παντρευτήκαμε και μετακομίσαμε στα προάστια. Η ζωή μακριά από τις μεγάλες πόλεις σήμαινε ότι οι Αμερικανοί περνούσαν τον περισσότερο καιρό τους οδηγώντας. Καθώς κυλούσαν τα χρόνια, πηγαίναμε όλο και πιο μακριά. Κι αυτό τελικά σήμαινε ότι οι Αμερικανοί περνούσαν όλο τον καιρό τους οδηγώντας. Η συνάντηση για μπάλα απείχε 40 μίλια από τον παιδότοπο. Το ραντεβού για κολύμπι ήταν στα 40 μίλια από το μάθημα τσέλου. Το μοντεσοριανό σχολείο απείχε 40 μίλια από το δάσκαλο των μαθηματικών. Η δουλειά της μαμάς απείχε 40 μίλια από τη δουλειά του μπαμπά και το οικογενειακό γκαράζ των τριών θέσεων ήταν στα 40 μίλια από τις δουλειές και των δυο τους.

Το αυτοκίνητο έπαψε να είναι αντικείμενο του πόθου και εξοπλισμός περιπέτειας και έγινε γραφείο, χώρος διαλλείμματος, κόμβος επικοινωνίας, γωνιά για πρωινό και υλικό προς ανακύκλωση – μια αυτοκινούμενη θήκη για το καπελάκι του καφέ εν τέλει. Οι Αμερικανοί, ο πλουσιότερος λαός του κόσμου, κόλλησαν μέσα στα όρια του τζιπ τους, στριμωγμένοι σε πολύ λιγότερο χώρο από ό,τι οι εργαζόμενοι των τηλεφωνικών κέντρων τεχνικής υποστήριξης στους εταιρικούς θαλάμους του Μουμπάι. Τι σημασία έχει το σπίτι με τις έξι κρεβατοκάμαρες, τα οκτώ μπάνια, την ψευδο-Τυδώρ διακόσμηση των τεράστιων καθιστικών και το κλιματιζόμενο κελλάρι με τα 1000 κρασιά; Είναι τόσο μακριά μας.

Μπουχτίσαμε με τα αυτοκίνητά μας και ίσως να τους θυμώσαμε. Οι κομπανίες των πονηρών απατεωνίσκων του περιβαλλοντικού, νεοπολεοδομικού, ουτοπικού κοινοτισμού τα βάζουν με το θύμα. Ισχυρίζονται ότι είναι το αυτοκίνητο που μας οδήγησε να ζούμε σε ευρέως διασκορπισμένους οικισμούς μέσα σε μια απέραντη έρημο μαγαζιών-κουτιών. Ενώ αν πιάναμε όλοι μας τα ποδήλατα ή τα ηλεκτροκίνητα αμαξίδια, λένε, η Αμερική θα μετατρέπονταν σε ένα αρχιπέλαγος ζεστών γκουλάγκ τύπου Πόρτλαντ (ΣΣ: το Πόρτλαντ θεωρείται η πιο πράσινη πίλη των ΗΠΑ), ένα μοντέλο όπου θα κουρνιάζαμε όλοι μαζί με έναν πιο βιώσιμο, ελεύθερο από άνθρακα, ποικιλόμορφο και οικολογικά προστατευμένο τρόπο.

Αλλά δεν ήταν τα αυτοκίνητα που διέγραψαν τους όρους της ύπαρξής μας. Τα αυτοκίνητα μάς επιτρέπουν να δραπετεύουμε με τη ζωή μας. Καταφύγαμε στα προάστια γιατί βρεθήκαμε σε πόλεμο με τις πόλεις. Είμασταν σε πόλεμο με τα σάπια δημόσια σχολεία, τις ανόητες δημοτικές γραφειοκρατίες, τους διεφθαρμένους πολιτικούς μηχανισμούς, την καλπάζουσα εγκληματικότητα και τους πονηρούς απατεωνίσκους. Τα αυτοκίνητα μας χάρισαν τους δραγόνους και τους ουσάρους μας, μας πρόσφεραν ταχύτητα και κινητικότητα, μας επέτρεψαν να ανιχνεύσουμε το έδαφος και να αναγνωρίσουμε τις γραμμές του εχθρού. Και χάρη στα αυτοκίνητά μας, όταν χάσαμε τις πόλεις, αντί να αναγκαστούμε να παραδοθούμε, μπορέσαμε κι αποσυρθήκαμε.

Αλλά τα καϋμένα μας τα αυτοκίνητα πλήρωσαν το κόστος. Ήταν απαστράπτοντα ξίφη και τα μετατρέψαμε σε κοινά υνιά. Τα αυτοκίνητα έγιναν συσκευές. Ή ακόμη χειρότερα. Κανείς δεν τα βάζει με το στεγνωτήριο, το πλυντήριο πιάτων, κι ακόμη λιγότερο το ψυγείο. Αυτά τα αναγνωρίζουμε ως συσκευές που μας εξοικονομούν δουλειά. Το αυτοκίνητο, από την άλλη μεριά, μοιάζει σαν να μας δημιουργεί περισσότερη δουλειά. Θεωρούμε το αυτοκίνητο υπεύθυνο για όλα τα μίζερα τρεχάματά μας. Κρίμα, τα γκολφ καρτ έχουν περισσότερη πλάκα. Οδηγείς γύρω γύρω στο γήπεδό σου, φορτωμένος με τα μπαστουνάκιά σου, αλλά ελεύθερος από τους αναλυτές ανάσας, κυνηγώντας καναδικές χήνες στο χλοοτάπητα και σημαδεύοντας τυφλοπόντικες με το μπαστούνι σου.

Χάσαμε την αγάπη μας για τα αυτοκίνητα και λησμονήσαμε το χρέος μας σε αυτά κι εν τω μεταξύ οι πονηροί απατεωνίσκοι παίρνουν την εκδίκησή τους. Τους ξεφύγαμε κάποτε, όταν μέναμε στο κέντρο της πόλης, αλλά δεν θα τα καταφέρουμε να ξεφύγουμε τόσο γρήγορα την επόμενη φορά. Στο όνομα της ασφάλειας, του ελέγχου των εκπομπών αερίου και της οικονομίας των καυσίμων, η απλή μηχανική κομψότητα του αυτοκινήτου έχει καταστεί κάτι το περισπούδαστο,το βαρύ και το ακατανόητο.

Δεν πιστεύω ότι αυτοί οι απατεωνίσκοι νοιάζονται για την κλιματική αλλαγή. Ακόμη λιγότερο νοιάζονται για το αν εγώ θα βγω ζωντανός από τα σχέδιά τους για τις τρελές φορολογίες που θα χρηματοδοτήσουν τη μετάβαση.Το μόνο που θέλουν είναι να με κάνουν να μισήσω το αυτοκίνητό μου. Πόσο περήφανος κι όμορφος θα έδειχνε άραγε ο Βουκεφάλας με κάθισμα και ζώνες ασφαλείας, αερόσακους, κι ένα πράγμα ελέγχου της μόλυνσης κάτω από την ουρά του;

Και να που ήρθε το τέλος της αμερικανικής αυτοκινητοβιομηχανίας. Γιατί αν δούμε τα πράγματα από την κοινότοπη, πρακτική και άσχημη πλευρά τους, αυτή που ενοχλεί και με κουράζει, αναγνωρίζουμε ότι τα γιαπωνέζικα αμάξια κοστίζουν λιγότερο – κι έχουν και πιο βολικά τοποθετημένες τις θήκες για το κυπελάκι του καφέ.

Το αμερικανικό αυτοκίνητο δεν είναι – ή μάλλον δεν υπήρξε – ποτέ προϊόν βιομηχανίας ιαπωνικού τύπου. Ο αμερικανικός άνθρακας, το ατσάλι, η μπύρα και τα PC μπορεί να προήλθαν από την εταιρική μας πλουτοκρατία, αλλά τα αμερικανικά αυτοκίνητα κατασκευάστηκαν ως επί το πλείστον από κάποιους ρομαντικούς τρελούς. Ο David Buick, ο Ransom E. Olds, ο Louis Chevrolet, οι Robert και Louis Hupp του Hupmobile, οι αδελφοί Dodge, οι αδερφοί Studebaker, οι αδερφοί Packard, οι αδερφοί Duesenberg, ο Charles W. Nash, ο E. L. Cord, ο John North Willys, ο Preston Tucker και ο William H. Murphy, που οι Cadillac τους σχεδιάστηκαν από το νεαρό Henry Ford, όλοι τους αυτοί χρεοκόπησαν κατασκευάζοντας αυτοκίνητα. Ο άνθρωπος που ίδρυσε τη General Motors το 1908, ο William Crapo Durant, χρεοκόπησε δυο φορές. Ο Henry Ford, βεβαίως δεν χρεοκόπησε, ούτε ήταν ρομαντικός, αλλά αν τον κρίνουμε από τις ιδέες του ήταν σίγουρα τρελός. Τελικά όμως η αμερικανική ρομαντική τρέλα με τα αυτοκίνητα τελείωσε – ή πλησιάζει στο τέλος της.

----------------------------------------------------------------------------------
Ο P.J. O’Rourke είναι συγγραφέας 13 βιβλίων, συμπεριλαμβανομένου του “Driving Like Crazy.” («Οδηγώντας σαν τρελός»).

Τετάρτη 13 Ιανουαρίου 2010

Το γεωγραφικό ανάγλυφο …

              Μου αρέσουν τα βουνά, πάντοτε τα κοιτάζω με δέος. Από τις πρώτες μου εξορμήσεις στην Πάρνηθα – από το τελεφερίκ μέχρι το καταφύγιο «Μπάφι» - τις βόλτες προς τη «Μόλα» - τη διάσχιση στο φαράγγι της «Γιαννούλας» - τους περιπάτους στη «βίλλα του Παπαδόπουλου» - τα παιχνίδια στις πλαγιές του «Αυγού» πάνω από τον «ΣΕΓΑΣ».


              Στην Πίνδο, από το Πάπιγκο μέχρι το Τσεπέλοβο με ενδιάμεσες παραμονές στο καταφύγιο και επισκέψεις στον Λάπατο, στην Αστράκα, στη Δρακόλιμνη, στον Καρτερό, στην Γκαμήλα, και άλλοτε από το καταφύγιο προς τη μονή Στομίου και τον Αώο ή πάλι στη διάσχιση του Βίκου από Κουκούλι και Βραδέτο ή από το Μονοδέντρι και από το γεφύρι του Βοϊδομάτη στην Αρίστη προς την Κόνιτσα.

              Κάθε φορά που βρίσκομαι σε μια βουνοκορφή – όποια και αν είναι αυτή – μικρή ή μεγάλη, ένα πράγμα έχω πάντα στο μυαλό μου: «πόσο τυχεροί είμαστε εμείς οι άνθρωποι που γινόμαστε δέκτες τέτοιας ομορφιάς».

              Στη Πελοπόννησο, τα βουνά έχουν μία γλυκύτητα, δεν έχουν την αψάδα της άλλης Ελλάδας, είναι πιο ήμερα. Αν με ρωτήσει κάποιος: «εσύ ποια προτιμάς;», δεν ξέρω τι να απαντήσω. Ο κάθε τόπος έχει τη δικιά του μαγεία.

              Στο τελευταίο κυνήγι του κάπρου στην Πελοπόννησο, τα επιτελικά σχέδια του αρχηγού και της ομάδας μ’ έστησαν ψηλά στο κορφοβούνι απ’ όπου η ματιά χανόταν σε απέραντες άλλες βουνοκορφές. Μπρος στα πόδια μου ένα σπάνιο γεωγραφικό ανάγλυφο είχε αφεθεί με τρόπο θαυμαστό φτιαγμένο από τον Μεγάλο Αρχιτέκτονα, τη Φύση.

             Έφτασα σχεδόν πρώτος στη θέση μου. Είχα αρκετό χρόνο μέχρι να «στηθεί» η ομάδα σύμφωνα με το σχέδιο. Έψαξα και βρήκα ένα καλό βράχο, απόθεσα το όπλο μου, το γιλέκο με τα φυσίγγια και ένα σωρό αναγκαία μικροπράγματα, σκούπισα τον ιδρώτα της κεφαλής μου και ξεκουράστηκα. Ο βράχος όμως δεν μου άρεσε, ξάπλωσα δίπλα στο παχύ χορτάρι και έβαλα στην κούπα μου αχνιστό γαλλικό καφέ. Η ματιά μου έφυγε και πήγε αιώνες πίσω. Είδε στη θέση μου ένα τσοπάνο να ξεκουράζεται και να προσέχει τα «πράματα» του. Αν σκεφτεί κανείς, η ζωή της αρχαιότητας με το σήμερα, αναλλοίωτη έχει μείνει μόνο στα βουνά, όπου δεν έφτασε ποτέ ο «πολιτισμός» και ο χρόνος δεν μετριέται γιατί απλούστατα δεν υπάρχει.

             Τα βουνά που έρχονται από την αρχή της δημιουργίας και κοντά σε αυτά και η άγρια πανίδα, κάποιοι σήμερα επιδιώκουν να μας τα στερήσουν. Πόσο μικροί μπροστά στα πράγματα της Φύσης είναι όσοι «κοπιάζουν» τάχα μου για το καλό της. Δεν έχουν καταλάβει ότι η Φύση είναι ο αληθινός Δημιουργός και δεν δέχεται προστάτες από όντα που αυτή περιθάλπει, συντηρεί, διαιωνίζει. Εμείς, με αφορμή το κυνήγι, έχουμε τη δυνατότητα να γίνουμε κοινωνοί ενός κόσμου ατόφιου, καθαρού, παρθένου. Και πιστεύουν οι αφελείς και οι εντολοδόχοι πως μπορούν να μας στερήσουν τα αυτονόητα, όχι, δεν μπορούν.



Δημοσιεύτηκε στο ένθετο περιοδικό του Ελεύθερου Τύπου «Κυνήγι» την Τετάρτη 13 Ιανουαρίου 2009.

Πέμπτη 7 Ιανουαρίου 2010

Τα πρωινά που έφυγαν νωρίς …

                Στην Πελοπόννησο ο κάπρος τελείωσε σήμερα, για μένα και την παρέα μου το σαββατοκύριακο που μας πέρασε. Στην υπόλοιπη Ελλάδα συνεχίζουν για είκοσι ακόμα ημέρες. Πώς πέρασαν οι καιροί τόσο γρήγορα;


                Αφορμές για τη συνάντηση με τη φύση, έχουμε πολλές, η μία είναι το κυνήγι – όταν αυτό τελειώσει, έχουμε τις ποταμίσιες πέστροφες, τα ξεχασμένα μονοπάτια, τα αγριόχορτα του βουνού. Πόσα μαγευτικά πρωινά ζήσαμε στο δάσος, μπορούμε εύκολα ή δύσκολα να τα απαριθμήσουμε, πόσα μας μένουν ακόμα δεν ξέρουμε. Όχι επειδή δεν ξέρουμε το μέλλον μας – δεν είμαστε προφήτες άλλωστε, αλλά διότι, όπως έχουν στρωθεί οι δρόμοι της «παγκόσμιας πράσινης ανάπτυξης», από εκείνους που κουμαντάρουν τον κόσμο λες και είμαστε όλοι μας κτήματα κάποιου, το μόνο που κάνουμε είναι να συμβιβαζόμαστε στα κελεύσματα των διαχειριστών της εξουσίας – που έχει το μαχαίρι, έχει και το πεπόνι.

                Δυστυχώς η υποκρισία της «πράσινης ανάπτυξης» θα εξελιχθεί όπως έγραφα σε παλαιότερο άρθρο, σε θρησκεία, απευθύνεται δηλαδή σε ανθρώπους αδύνατους. Και «δόξα των θεό», οι μάζες κατευθύνονται εύκολα από εκείνους που έχουν την ματαιοδοξία να «κυβερνούν» τον άνθρωπο. Την οικολογική αγέλη την κουμαντάρεις εύκολα, της πετάς σκόρπια λόγια: «κλιματική αλλαγή, υπερθέρμανση του πλανήτη, η τρύπα του όζοντος, οι δολοφόνοι κυνηγοί που σκοτώνουν τα ζώα του δάσους, το διοξείδιο του άνθρακα, αιολική ενέργεια», και αυτή οργίζεται. Κατεβαίνει από το σπίτι στη πλατεία, παραγγέλνει την πολυπόθητη φραπεδιά, και αγανακτισμένη αρχίζει την αμπελοφιλοσοφία για εκείνους τους κακούς ανθρώπους που βλάπτουν τη φύση, για εκείνους τους αιρετικούς που δεν ασπάζονται τις δικές της οικολογικές ανησυχίες.

                Στην οικολογία, ή είσαι μαζί τους ή είσαι εχθρός τους, αυτές τις ίδιες ανοησίες που έλεγε το 2001 και ο πρόεδρος των προέδρων, ο Μπους. Ο φασισμός δηλαδή συνεχίζεται, καλυπτόμενος όμως από άλλο μανδύα. Τα πράγματα μάλιστα σήμερα είναι ευκολότερα γιατί έχει βοηθήσει πολύ η εξέλιξη της τεχνολογίας.

                Εμείς οι κυνηγοί, γινόμαστε αποδέκτες της παγκόσμιας φασιστικής νοοτροπίας επειδή δεν ακολουθούμε και ακόμα αντιστεκόμαστε στα «θεόσταλτα πιστεύω» της οικολογίας. Δεν έχουμε τη δύναμη που έχουν αυτοί. Έχουμε όμως ένα μοναδικό προσόν, βρισκόμαστε ακόμα εκεί έξω στα δάση και παρακολουθούμε τα έργα τους, με τον πρωτόγονο τρόπο μας αντιστεκόμαστε στο ψέμα τους, στον τρόπο που θέλουν να αλλάξουν την ρότα του ανθρώπου.

                Είμαστε η υγιής πλευρά του κόσμου. Η άρρωστη πλευρά, κοπάδι μαντρωμένο στις πόλεις, φοβισμένη από τα δελτία της τηλεόρασης, ανήμπορη να αντισταθεί στα δικά της πόδια, ακολουθεί τα δεκανίκια της εκάστοτε εξουσίας. Της εξουσίας που έμαθε απλώς να διαχειρίζεται ξένων συμφέροντα.

-------------------------------------------------------------------------


Δημοσιεύθηκε στο ένθετο περιοδικό του Ελεύθερου Τύπου «Κυνήγι» την Πέμπτη 7 Ιανουαρίου 2009.

Κυνηγοί Μαινάλου - γιορτή για τον κάπρο ...

            Πραγματοποιήθηκε στο Μαίναλο η κοπή της πίττας παρέας κυνηγών αγριόχοιρου, που ανήκουν στον κυνηγετικό σύλλογο Τρίπολης.

             Η συγκεκριμένη παρέα όπως μάθαμε, κυνηγά χρόνια στο Μαίναλο και θέλησε με τον τρόπο αυτό να γιορτάσει την χρονιά που έκλεισε για το κυνήγι του κάπρου στην Πελοπόννησο.

             Η υπαίθρια εκδήλωση ήταν επιτυχής και για ένα ακόμα λόγο, δεν παραβρέθηκαν σε αυτήν και «επίσημοι» και γλύτωσε ο κόσμος και τα παχιά λόγια που εκφέρουν αυτοί όταν βρεθούν με κόσμο.

             Όσοι μίλησαν – και ήσαν λιτοί στο λόγο τους, ήσαν κυνηγοί της παρέας. Μίλησε για λίγο και ο πρόεδρος του Κ.Σ Τρίπολης κ. Ρουμελιώτης.

            Ας σημειωθεί ότι στην Αρκαδία οι κυνηγετικοί σύλλογοι Τρίπολης και Μεγαλόπολης επιτελούν σπουδαίο έργο εδώ και πολλά χρόνια. Δυστυχώς, άλλοι σύλλογοι, όπως για παράδειγμα αυτός της Δημητσάνας, είναι ανύπαρκτοι και μόνο για να κατέχουν τη σφραγίδα.

Δείτε εδώ το βίντεο από την υπαίθρια εκδήλωση των κυνηγών του Μαινάλου.

Δείτε επίσης  στο λινκ εδώ

Παρασκευή 1 Ιανουαρίου 2010

Καλή Χρονιά με ένα ... παραμύθι

          Από το γιορτινό τραπέζι σήμερα – πρώτη μέρα του χρόνου, θα λείπει ο πατέρας μου. «Έφυγε» από κοντά μας παραμονές πρωτοχρονιάς πριν δεκατέσσερα χρόνια. Στην πραγματικότητα δεν έφυγε ποτέ, μονάχα η μορφή του είναι απούσα.

         Τον νίκησε ο καρκίνος διέγνωσαν οι γιατροί και τους δύο τελευταίους μήνες έμεινε στο κρεβάτι, παράλυτος, η μετάσταση έφτασε μέχρι τον εγκέφαλο. Δεν πονούσε.

         Σήμερα που η οικογένεια θα καθίσει στο γιορτινό τραπέζι, ο πατέρας μου θα επιβλέπει ως συνήθως μέχρι και τις λεπτομέρειες. Ήσυχος σε μία γωνιά, με το γελαστό πρόσωπο και στο χέρι ένα ποτήρι γεμάτο κρασί, θα ακούει τις ιστορίες μας. Το ξέρουμε τόσα χρόνια, είναι δίπλα μας και συμμετέχει στη ζωή μας, σε όλες τις εκφάνσεις της.

         Όταν τον βρήκε η μετάσταση, ήμασταν στο χωριό. Έπεσε και δεν μπορούσε μονάχος του να σηκωθεί. Ήμουν στην απέναντι ράχη του χωριού, σε ένα μπάρμπα μου. Άκουσα τη μάνα μου που με φώναζε και έτρεξα. Ο πατέρας μου, ανακαθισμένος στην κάτω βεράντα του σπιτιού μας, χαμογελαστός με περίμενε. Τον σήκωσα και με λίγη δυσκολία περπάτησε πάλι κανονικά. «Μου φαίνεται πως γέρασες» του είπα, ήταν μόνο 66 χρόνων. Την επόμενη μέρα φύγαμε για την Αθήνα.

         Στην αντίστροφη μέτρηση της ζωής του οι γιατροί ήσαν σαφείς: «έχει ζωή για δύο - δυόμιση μήνες το πολύ». Είπαμε να τον πάμε στο νοσοκομείο, δεν θέλησε.

         Η μάνα μας, τι αντοχές είχε και αυτή η γυναίκα; κάθε λεπτό ήταν από πάνω του, μάλιστα, φοβόταν πολύ να μην «ανοίξει» από την κατάκλιση. Δεν άνοιξε. Και το δωμάτιο του που έγινε χώρος συγκέντρωσης της οικογένειας και όσων τον επισκέπτονταν, μοσχοβολούσε εξοχή.

         Ένα μεσημέρι, ο αδελφός μου δεν είχε έλθει – θ’ ερχόταν το απόγευμα, μου λέει ο πατέρας μας: «ο καπετάνιος δεν ήλθε ακόμα». Δεν κατάλαβα, «ποιος είναι ο καπετάνιος;» τον ρώτησα. «ο Αναστάσης» μου είπε και είδα το πρώτο δάκρυ να κυλά διακριτικά στο μάγουλό του. Σηκώθηκα και βγήκα έξω στο κήπο. Τότε κατάλαβα πως ο πατέρας μας γνώριζε καλύτερα από εμάς που πήγαινε.

         Σε λίγες μέρες από τότε, μια Δευτέρα ξημέρωμα έσβησε στην αγκαλιά μας. Η μάνα μας πήγε να φωνάξει αλλά δεν την αφήσαμε. Μονάχα μου είπε: «κλείστε του τα μάτια». Του τα έκλεισα απαλά, μην τον τρομάξω από το μεγάλο ταξίδι.
Ο πατέρας μας δίδαξε πολλά πράγματα. Ακόμα και στο τέλος του, μας δίδαξε πώς να μην φοβόμαστε τον θάνατο.

Καλή Χρονιά για όλους μας

Και να μην ξεχνάμε, οι δικοί μας άνθρωποι, οι αγαπημένοι, πεθαίνουν μόνο όταν εμείς τους ξεχάσουμε. Συνήθως στα γιορτινά τραπέζια όπως το σημερινό, έρχονται πάντα κοντά μας, πίνουν μαζί μας, γελάνε, κλαίνε, και εμείς, μέσα από τις ιστορίες και τα παραμύθια που έφτιαξε η ζωή, δεν τους αφήνουμε ποτέ να φύγουν.