Από το γιορτινό τραπέζι σήμερα – πρώτη μέρα του χρόνου, θα λείπει ο πατέρας μου. «Έφυγε» από κοντά μας παραμονές πρωτοχρονιάς πριν δεκατέσσερα χρόνια. Στην πραγματικότητα δεν έφυγε ποτέ, μονάχα η μορφή του είναι απούσα.
Τον νίκησε ο καρκίνος διέγνωσαν οι γιατροί και τους δύο τελευταίους μήνες έμεινε στο κρεβάτι, παράλυτος, η μετάσταση έφτασε μέχρι τον εγκέφαλο. Δεν πονούσε.
Σήμερα που η οικογένεια θα καθίσει στο γιορτινό τραπέζι, ο πατέρας μου θα επιβλέπει ως συνήθως μέχρι και τις λεπτομέρειες. Ήσυχος σε μία γωνιά, με το γελαστό πρόσωπο και στο χέρι ένα ποτήρι γεμάτο κρασί, θα ακούει τις ιστορίες μας. Το ξέρουμε τόσα χρόνια, είναι δίπλα μας και συμμετέχει στη ζωή μας, σε όλες τις εκφάνσεις της.
Όταν τον βρήκε η μετάσταση, ήμασταν στο χωριό. Έπεσε και δεν μπορούσε μονάχος του να σηκωθεί. Ήμουν στην απέναντι ράχη του χωριού, σε ένα μπάρμπα μου. Άκουσα τη μάνα μου που με φώναζε και έτρεξα. Ο πατέρας μου, ανακαθισμένος στην κάτω βεράντα του σπιτιού μας, χαμογελαστός με περίμενε. Τον σήκωσα και με λίγη δυσκολία περπάτησε πάλι κανονικά. «Μου φαίνεται πως γέρασες» του είπα, ήταν μόνο 66 χρόνων. Την επόμενη μέρα φύγαμε για την Αθήνα.
Στην αντίστροφη μέτρηση της ζωής του οι γιατροί ήσαν σαφείς: «έχει ζωή για δύο - δυόμιση μήνες το πολύ». Είπαμε να τον πάμε στο νοσοκομείο, δεν θέλησε.
Η μάνα μας, τι αντοχές είχε και αυτή η γυναίκα; κάθε λεπτό ήταν από πάνω του, μάλιστα, φοβόταν πολύ να μην «ανοίξει» από την κατάκλιση. Δεν άνοιξε. Και το δωμάτιο του που έγινε χώρος συγκέντρωσης της οικογένειας και όσων τον επισκέπτονταν, μοσχοβολούσε εξοχή.
Ένα μεσημέρι, ο αδελφός μου δεν είχε έλθει – θ’ ερχόταν το απόγευμα, μου λέει ο πατέρας μας: «ο καπετάνιος δεν ήλθε ακόμα». Δεν κατάλαβα, «ποιος είναι ο καπετάνιος;» τον ρώτησα. «ο Αναστάσης» μου είπε και είδα το πρώτο δάκρυ να κυλά διακριτικά στο μάγουλό του. Σηκώθηκα και βγήκα έξω στο κήπο. Τότε κατάλαβα πως ο πατέρας μας γνώριζε καλύτερα από εμάς που πήγαινε.
Σε λίγες μέρες από τότε, μια Δευτέρα ξημέρωμα έσβησε στην αγκαλιά μας. Η μάνα μας πήγε να φωνάξει αλλά δεν την αφήσαμε. Μονάχα μου είπε: «κλείστε του τα μάτια». Του τα έκλεισα απαλά, μην τον τρομάξω από το μεγάλο ταξίδι.
Ο πατέρας μας δίδαξε πολλά πράγματα. Ακόμα και στο τέλος του, μας δίδαξε πώς να μην φοβόμαστε τον θάνατο.
Καλή Χρονιά για όλους μας
Και να μην ξεχνάμε, οι δικοί μας άνθρωποι, οι αγαπημένοι, πεθαίνουν μόνο όταν εμείς τους ξεχάσουμε. Συνήθως στα γιορτινά τραπέζια όπως το σημερινό, έρχονται πάντα κοντά μας, πίνουν μαζί μας, γελάνε, κλαίνε, και εμείς, μέσα από τις ιστορίες και τα παραμύθια που έφτιαξε η ζωή, δεν τους αφήνουμε ποτέ να φύγουν.