Πέμπτη 28 Μαΐου 2009

Τα καλντερίμια μας ...

Το παλιό καλντερίμι (καλός δρόμος) που είναι ανάμεσα από ξερολιθιές – φτιαγμένες από χέρια έμπειρα περασμένων χρόνων, οδηγεί τώρα πια σε χωράφια χέρσα. Αν προσέξει ένα μάτι έμπειρο θα διακρίνει τα ανοίγματα για το κάθε χωράφι. Αν προσπεράσει κανείς βιαστικός βλέπει μόνο πέτρες βαλμένες άτακτα που του χαλάνε τον ρυθμό!

Όλα τα παλιά μονοπάτια είχαν την ίδια φιλοσοφία: για να μην κουράζουν τα πόδια, υψωνόντουσαν και χαμήλωναν, αλφάδιαζαν για λίγο και μετά συνέχιζαν ένα διαρκές «πάνω – κάτω» και γύμναζαν σωστά όλες τις αρθρώσεις των ποδιών. Αυτά συνέβαιναν τις εποχές που οι άνθρωποι ταξίδευαν μέσα από τα καλντερίμια και τα παλιά μονοπάτια. Αλλά και στη συνέχεια του κόσμου, οι Μυκηναίοι αρχικά και μετά οι Ρωμαίοι, βελτίωσαν τους άξονες αυτούς, τους μεγάλωσαν για τις ανάγκες των επικοινωνιών τους και του εμπορίου. Εμείς οι νεώτεροι που βρήκαμε από την ανασκαφική έρευνα τα υπολείμματα τους, δώσαμε και ονόματα: 5η Μυκηναϊκή οδός για παράδειγμα που οι Ρωμαίοι ονόμασαν 84η Ρωμαϊκή οδό και πάει λέγοντας. Τον θησαυρό αυτό των παλιών δρόμων – των ατραπών, των μονοπατιών κτλ. δίχως διαχωρισμούς, τον τιμούμε όσο μπορούμε εμείς οι κυνηγοί. Για διαφορετικούς σκοπούς εμείς από τους παλιούς μας προγόνους. Για όλους εμάς οι δρόμοι αυτοί είναι μια φυγή ή μάλλον είναι η επιστροφή μέσα από το κυνήγι. Και σαν άνθρωποι που αγαπάμε τη φύση, οφείλουμε να σεβαστούμε και όλα αυτά τα μνημεία που μας καλοδέχονται στις θηραματικές αναζητήσεις μας. Το λέω αυτό διότι, ναι μεν με τον τρόπο μας συντηρούμε και αναδεικνύουμε θα ‘λεγα πάλι τα ξεχασμένα αυτά μονοπάτια, όμως, υπάρχουν και στιγμές που πολλοί από εμάς σε στιγμές βιασύνης, απερισκεψίας, αμέλειας, καταστρέφουμε στο πέρασμά μας ξερολιθιές με μεράκι και τέχνη περισσή χτισμένες.

Εκείνοι που συστηματικά κατέστρεψαν τους παλιούς δρόμους στο μεγαλύτερο βαθμό, ήσαν οι βυζαντινοί. Και δεν το έκαναν από λόγο άλλο παρά για να χτίσουν τα σπίτια τους. Τότε υπήρχε μεγάλη εξαθλίωση. Δεν κατέστρεφαν βαρβαρικά όπως ας πούμε ο Αλάριχος, που γκρέμισε τον αρχαίο κόσμο από μίσος βαθύ. Την εποχή του Θεοδόσιου του Μέγα αν δεν κάνω λάθος. Δεν είμαι και ιστορικός, απλός αγρότης είμαι. Το γιατί βέβαια έγινε «μέγας» ο Θεοδόσιος είναι άλλο θέμα που δεν το ξέρουμε και άρα δεν το «ακουμπάμε» Το αφήνουμε στους «ειδικούς» Εμείς λοιπόν δεν είμαστε βυζαντινοί, είμαστε πολίτες πολιτισμένης χώρας (!) και οφείλουμε σαν μέλη της αλλά κύρια σαν κυνηγοί – άνθρωποι δηλαδή που αγαπάμε τη φύση, να διαφυλάξουμε την κληρονομιά μας αυτή. Και όχι μόνο. Τα παλιά μονοπάτια είχαν όλα τους ένα προορισμό. Σήμερα, στις δικές μας πορείες στις φιλόξενες πέτρες τους, ίσως κάπου να σταματάνε. Σκεφτείτε, για τους παλιούς μας συνανθρώπους, ίσως εκεί να ήταν ένας προορισμός. Το χωράφι της οικογένειας με τα στάρια και τα ξηρικά καλαμπόκια. Ίσως πάλι η στάνη ενός κτηνοτρόφου. Μπορεί μία κρυμμένη από τα χορτάρια πηγούλα. Αν ψάξει κανείς το χώρο γύρω από το τέλος ενός μονοπατιού, θα εκπλαγεί με αυτά που μπορεί να ανακαλύψει. Στο χωριό μου τώρα τελευταία γίνηκε ένας καινούριος αγροτικός δρόμος. Η μπουλντόζα που άνοιγε τον δρόμο δεν έκανε διακρίσεις σε τέτοια ευτελή που γράφω στη στήλη αυτή. Διάλυσε ξερολιθιές αιώνων, ξερίζωσε δέντρα αιωνόβια που πήρε και μοσχοπούλησε ο μπουλντοζιέρης. Κατέστρεψε με λίγα λόγια. Ο δρόμος όμως ολοκληρώθηκε και θα μπορούν οι άνθρωποι εποχούμενοι πλέον να επισκέπτονται τον χώρο. Ενώ πρώτα, για να πάνε με τα πόδια στο δρομολόγιο αυτό μέσα από τα μνημεία της φύσης, ήθελαν τουλάχιστον είκοσι λεπτά!
Αλήθεια είναι, εμείς δεν είμαστε βυζαντινοί, είμαστε μέλη μιάς εξελιγμένης κοινωνίας που φυλάσσει σαν κόρη οφθαλμού την πολιτιστική της κληρονομιά! Ακόμα και με μπουλντόζες…

Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Τύπος – Κυνήγι του Ελεύθερου Τύπου» την Τετάρτη 27 Μαΐου 2009.

Πέμπτη 21 Μαΐου 2009

Κυνηγοί ... συνειδήσεων

Αυτοί και αν είναι κυνηγοί. Δίχως καραμπίνες και δίκαννα, δίχως άδειες και ασυρμάτους, δίχως πορτοκαλί γιλέκα και θερμός με καφέ, δίχως αρβύλια και ρούχα παραλλαγής. Ναι, οι κυνηγοί ψήφων, οι υποψήφιοι πολιτευτές που γίνονται βουλευτές και υπουργοί. Οι καλύτεροι μελετητές της μάζας, οι γνώστες σε βάθος του ανθρώπινου μυαλού. Χωρίς αυτούς το χάος!

Οι ευρωεκλογές βέβαια δεν χρειάζονται σταυρούς προτίμησης, αρκεί η λίστα και η εκλόγιμη θέση σε αυτήν. Για την «τελική νίκη» όμως, μάχεται, αγωνίζεται ολόκληρος ο κομματικός μηχανισμός του κάθε κόμματος. Και δραστηριοποιείται όπως ακριβώς θα έκανε και στις εθνικές εκλογές. Τον πρώτο λόγο λοιπόν τον έχουν και εδώ οι εκλεγμένοι βουλευτές. Και οι πολιτευτές μας όμως – αυτοί δηλαδή που δεν κατάφεραν να εκλεγούν γιατί ο λαός δεν εκτίμησε τα προσόντα τους και δεν κατάλαβε τα οράματά τους. Συνεχίζουν όμως από το μετερίζι του αγώνα για μια θέση (μελλοντική) σε αυτό που οι ίδιοι ονομάζουν ναό της Δημοκρατίας, εννοώντας την Βουλή, που πολλοί μίσησαν και ελάχιστοι αρνήθηκαν μια θέση στα έδρανά της.

Ένας καλός και έμπειρος βουλευτής που έχει φάει με το κουτάλι εκλογικές αναμετρήσεις και έμαθε να κινείται έξυπνα, ξεκινά λοιπόν από ένα καλά οργανωμένο γραφείο. Σε αυτό κάθε παραμονές εκλογών χτυπά η καρδιά της Δημοκρατίας μας. Βγάζει τους εκλογικούς καταλόγους ο βουλευτής, στα δεξιά του έχει τον διευθυντή της Αθήνας και εξ ευωνύμων τον διευθυντή της εκλογικής του περιφέρειας. Και καταστρώνετε το σχέδιο «κοινοβούλιο τώρα». Αναλύονται σε βάθος οι ψήφοι του κάθε εκλογικού τμήματος χωριστά, γίνονται συγκρίσεις με προηγούμενα αποτελέσματα, βγαίνει ο μέσος όρος και κινούνται ανάλογα.

Σε κάθε δήμο και σε κάθε χωριό της περιοχής του ο πολιτικός ανήρ έχει τους κομματάρχες του. Αυτοί με τη σειρά τους γνωρίζουν τα «τρωτά» σημεία των ψηφοφόρων των δημοτικών διαμερισμάτων. Και ξεκινά η επιχείρηση με το «τάξιμο» που στην Ελλάδα είναι κανόνας του εκλογικού παιχνιδιού. Και μετά τους κομματάρχες υπάρχουν οι κομματικοί φίλοι, αυτοί δηλαδή που θα ρίξουν στη κάλπη τη βούληση όχι τη δική τους αλλά του κόμματος ή όπως λέγεται «ακολουθούν την κομματική γραμμή». Υπάρχουν βέβαια και οι απλοί φίλοι, εκείνοι δηλαδή που τους έχει χτυπήσει στη πλάτη κάποια στιγμή ο βουλευτής, έχει χαριεντισθεί μαζί τους σε κάποια εκδήλωση, έχει ακούσει με «υπομονή» ένα σπουδαίο κάτι τις τους, και με χαρά ο απλός φίλος αποκαλεί τον βουλευτή με το μικρό του όνομα. Για τέτοια οικειότητα μιλάμε. Και όλοι σαν μία οικογένεια.

Ο βουλευτής – κυνηγός λοιπόν, στήνει καρτέρι στον ψηφοφόρο (θήραμα), με τρόπο επαγγελματικό - τα δόκανα που έβαζαν παλιότερα οι αγρότες για να πιάσουν στα πράσα την κλέφτρα αλεπού που πήγαινε στις κότες. Στην εποχή μας, τα δόκανα που μπαίνουν στο δάσος από κάποιους υποτίθεται κυνηγούς, παραβιάζουν τον νόμο και διώκονται ποινικά. Για τους βουλευτές όμως και τους πολιτικούς δεν υπάρχουν νόμοι και δικαστήρια παρά μόνο «επιτροπές της βουλής» που αξιολογούν κατά το δοκούν.

Πρώτα και κύρια ο πολιτικός στέλνει ευχές καθ’ έτος με τα «χρόνια πολλά» στους πολυπληθείς φίλους του. Και συγκινείται εύκολα ο απλός άνθρωπος που τον καταδέχεται και τον θυμάται ο «μεγάλος». Και βασίζεται πολύ ο βουλευτής στην αδιόριστη οικογένεια του θύματος. Διότι οι «κομματικοί φίλοι» είναι όλοι διορισμένοι και αποτελούν τον κρατικό μηχανισμό, οι «απλοί φίλοι» όμως περιμένουν με αγωνία για χρόνια να γίνουν και αυτοί μέλη του μηχανισμού. Όταν έχεις απέναντί σου τον αδιόριστο, τάζεις δουλειές. Και τα «θα» είναι ψωμοτύρι για τους βουλευτές.

Στις εκλογικές αναμετρήσεις ακούγεται πάντοτε και το εκπληκτικό: «ο κυρίαρχος λαός αποφασίζει» και κάθε φορά στο άκουσμα του μότο αυτού, καυτά δάκρια κυλάνε από τα μάγουλα και θρυμματίζουν την ευαίσθητη ψυχούλα μου από τη μεγαλοσύνη των υποψηφίων εθνικών αντιπροσώπων μας. Ναι, εμείς ψηφίζουμε και οι εκλεκτοί μας, γίνονται αντιπρόσωποι στα προβλήματά μας, σκληροί πολλές φορές και όπου χρειαστεί για τα δίκαια αιτήματά μας. Και μπορώ να πω μετά πάσης ειλικρίνειας ότι, το παιχνίδι αυτό μου αρέσει, ακριβώς επειδή δεν περιμένω τίποτα από ανθρώπους που λένε ψέματα, που τάζουν με πάσα ευκολία τα πάντα, που έχουν χάσει το μέτρο της λειτουργίας της αληθινής δημοκρατίας, που νοιάζονται μόνο για τον εαυτούλη τους και για να διαιωνίσουν το όνομα τους στην πολιτική σκηνή του τόπου με εγγόνια και δισέγγονα.

Βέβαια στις ευρωεκλογές δεν μιλάνε οι αντίπαλοι για «καμένους τόπους» που παρέλαβαν από τους προηγούμενους, κυλάνε πιο ήρεμα τα πράγματα, οι τόνοι γίνονται χαμηλότεροι. Τα ποσοστά όμως όλοι τα λιγουρεύονται και τα θέλουν πολύ, τους βοηθά κατά πως λέγουν «η αγάπη του κόσμου» και τους δίνει δύναμη για να συνεχίσουν το «δύσκολο» έργο τους. Δίνεται η δυνατότητα στις ευρωεκλογές – λόγω της απλής αναλογικής, και σε μικρά κόμματα να δοκιμάσουν την τύχη τους. Και πραγματικά, αν ήμουν «οικολόγος πράσινος» θα ήθελα να ήμουν στην ευρωβουλή (δι’ αντιπροσώπου) διότι έχω λύσεις έτοιμες για το θέμα των Σκοπίων για παράδειγμα, που όπως διαβάζω, οι οικολόγοι μας εν Ελλάδι το θέμα το ξεκαθάρισαν – Μακεδονία τα Σκόπια. Ωραία πράγματα, όμορφα, σαφή, δημοκρατικά και κυρίως εθνικά!.

Δυστυχώς όμως δεν είμαι οικολόγος πράσινος. Κυνηγός είμαι. Ούτε πράσινος, ούτε κόκκινος, ούτε μπλε. Απλά κυνηγός. Και απλά βαρέθηκα το ίδιο παιχνίδι με τους ίδιους παίχτες, ακόμα και στην ευρωβουλή. Και από την ευρωβουλή αρχίζουν όλες οι ασχήμιες και ευαγγελίζονται οι ευρωβουλευτοπατέρες μας την ρεζερβοποίηση του κυνηγίου στην Ελλάδα και παντού. Διότι εκεί στις Βρυξέλλες υπάρχει ισχυρό λόμπυ οικολόγων όλων των αποχρώσεων της ίριδας. Που διαβάλλουν τον κυνηγό – τον κατεξοχήν οικολόγο και βαθύ γνώστης της φύσης, προσάπτοντάς του μύρια όσα. Το έχω γράψει πάλι, το μέλλον της οικολογίας είναι στη θρησκεία, εκεί μόνο θα αποκτήσει ερείσματα υιοθετώντας ίσως το σαφές «πίστευε και μη ερεύνα». Διότι ερευνώντας κάποιος τα στοιχειώδη, αρχίζει και δεν «πιστεύει».

Και σαν κυνηγός που είμαι, ανεξάρτητα του τι ψηφίζω στις εθνικές εκλογές για την «καμένη γη», τούτη τη φορά, θα ψηφίσω το κόμμα ελλήνων κυνηγών. Όχι, δεν πιστεύω πως μπορούν οι συνάδελφοι κυνηγοί να φέρουν την άνοιξη στη ζωή μας. Τουλάχιστον όμως είναι ξεκάθαροι, τίμιοι, δεν παραμυθιάζουν και κυρίως δεν τάζουν. Η παρουσία τους στην ευρωβουλή είναι απαραίτητη μόνο για ένα λόγο: «να προστατέψουν το κυνήγι από την οικολογική μάστιγα που γιγαντώθηκε μέσα από ευρωπαϊκά προγράμματα. Να προστατέψουν την αγάπη μας στο δάσος που κινδυνεύει από τους καταπατητές, το ρυάκι που βρώμισε από απόβλητα βιοτεχνιών, να προστατέψουν εν τέλει τι δικαίωμα μας να κυνηγάμε όπως οι παππούδες μας και οι πρόγονοι μας. Εμείς και οι οικογένειες μας μπορούμε να δώσουμε βήμα στη φωνή μας να εκφραστεί ελεύθερα, να αντιμετωπίσει όχι μόνο εκείνους που με τρόπο «επιστημονικό» επιβουλεύονται το κυνήγι, αλλά να αντιμετωπίσει ισότιμα όλους εκείνους που μας θέλουν στο περιθώριο. Και το κόμμα των ελλήνων κυνηγών θα προσφέρει πολλά περισσότερα όχι μόνο σε εμάς αλλά και στην ελληνική κοινωνία. Επειδή δεν αποτελείται από επαγγελματίες πολιτικούς, επειδή έχει την ικανότητα να μιλά ελεύθερα. Και πως μπορεί άλλωστε να μιλήσει διαφορετικά; Ο Έλληνας κυνηγός είναι ίσως ο μόνος πραγματικά ελεύθερος άνθρωπος στην κοινωνία μας σήμερα. Η συνεχής παρουσία του εκεί έξω στο βουνό και στις αντάρες των δύσκολων καιρών, του καθαρίζουν το μυαλό από τα σκουπίδια των πόλεων.

Βαρέθηκα τα «σπουδαία» των επαγγελματιών της πολιτικής μας ζωής, κουράστηκα από την οικογενειοκρατία και την σοβαροφάνεια. Και θέλω να πηγαίνω στο βουνό ελεύθερα. Θα μπορώ αύριο;


Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Τύπος – Κυνήγι του Ελεύθερου Τύπου» την Τετάρτη 20 Μαΐου 2009.
Το σκίτσο είναι από το blog "σκαριφήματα"

Βαρκάδα με την "Ελπίδα"

Περνάει γρήγορα ο καιρός, από τον χειμώνα στην άνοιξη, σε λίγο το καλοκαίρι και το φθινόπωρο. Και πάλι ο χειμώνας και πάλι ο χρόνος να κυλά σαν αστραπή. Και που να προλάβεις την αστραπή; Και πόσο να ζήσεις να χαρείς τη ζωή – αυτό το μεσοδιάστημα από την πλήρη ανυπαρξία μέχρι την επιστροφή στην προτέρα κατάσταση; Δηλαδή στο τίποτα;

Μας δίνετε η ευκαιρία να κατοικήσουμε στη γη, να γευτούμε το φώς της και τις ομορφιές της και να αναχωρήσουμε πλήρεις, ευχαριστημένοι που αξιωθήκαμε την φιλοξενία της. Εμείς όμως θέλουμε να γίνουμε αιώνιοι, θέτουμε πάνω απ’ όλα τον εγωισμό μας και χάνουμε το παιχνίδι. Ναι, παιχνίδι είναι η ζωή και εμείς το φορτώνουμε με περιττά. Πολιτισμός, Δημοκρατία, Νόμοι, Καλό και Κακό, Θρησκείες και μετά θάνατον ζωή, Δύναμη κ Εξουσία, Πλούτος, Λόγος κ.α.

Τη ζημιά την ξεκίνησε ο Λόγος και αρχίσαμε να αναζητάμε τα πάντα και ξεχάσαμε τα μικρά, εκείνα δηλαδή που μας δίνουν το αληθινό νόημα. «Επιστροφή στη φύση» φώναζαν οι Κυνικοί φιλόσοφοι με τον Αντισθένη και τους είπανε αναρχικούς. Και μπορεί να ήσαν αφού δεν πίστευαν στα «σπουδαία» του Πλάτωνα και στις «Πολιτείες» του. Πίστευαν στον υπέρτατο Νόμο, τον Φυσικό και γελούσαν με τα καμώματα της ανθρώπινης ματαιοδοξίας.
Τον Φυσικό Νόμο σήμερα, εμείς οι κυνηγοί – αν δούμε μακρύτερα από το θήραμα στο καρτέρι, μπορούμε να τον μυρίσουμε, να τον καταλάβουμε. Οι ώρες μας στο βουνό και στο δάσος είναι πολλές. Και εκεί έχουμε την δυνατότητα να αντικρίσουμε τον αληθινό δημιουργό της ζωής παρατηρώντας – από την πέτρα που πατάμε μέχρι και τη βροχή που έρχεται ξαφνικά. Και είναι μαγευτικές οι εμπειρίες αυτές. Και αν μπορούσαμε να τις αποθηκεύσουμε στη μνήμη του μυαλού μας, πολλά θα είχαμε να ωφεληθούμε. Αλλά γινήκαμε και εμείς υλιστές, μας κόφτει να έχουμε το καλύτερο όπλο, τα καλύτερα φυσίγγια, το πιο μουράτο jeep, να κάνουμε μεγάλο νούμερο στην κυνηγετική περίοδο, να είμαστε η καλύτερη ομάδα, να, να, να…… Και χάσαμε το δάσος και βλέπουμε μόνο το δέντρο.

Πραγματικά ζηλεύω εκείνους που δεν βιάζονται. Και στο δάσος και στη ζωή της πόλης. Που μπορούν και απολαμβάνουν την κάθε στιγμή – καλή ή άσχημη. Ζηλεύω τον «Πετρούλια» που έμεινε πιστός στους φυσικούς νόμους. Τους αληθινούς ανθρώπους και κυνηγούς της ζωής, τους χαρακτηρίζει η αφοσίωση στη φύση. Και τους κυνηγούς που αποζητάνε το θήραμα με τίμιο τρόπο και χωρίς κραυγές, τους ζηλεύω κι αυτούς.

Στις ημέρες μας όμως, οι ομάδες συναγωνίζονται ποια έκανε τα μεγαλύτερα νούμερα σε αγριόχοιρους. Το ένα και τα δύο δεν είναι αρκετά, τα πέντε και τα έξη όμως καταξιώνουν τον σημερινό κυνηγό στις συνειδήσεις των πολλών!!. Αυτούς τους κυνηγούς δεν τους ζηλεύω, τους λυπάμαι διότι είναι άρρωστοι, ψυχασθενείς, φορτωμένοι με προβλήματα από τη ζωή τους την άδεια και ξεσπούν στα μεγάλα νούμερα της κάρπωσης. Όχι, αυτοί δεν αγαπούν την φύση, δεν σέβονται τον εαυτό τους τον ίδιο, δεν βλέπουν καν τη φύση.

Ελπίζω όμως πως κάποτε θα γίνουμε κυνηγοί όπως οι παππούδες μας. Θα πηγαίνουμε στο δάσος για να κυνηγήσουμε και όχι για να εξολοθρεύσουμε, θα χανόμαστε στα απάτητα μονοπάτια ακούγοντας το λαχάνιασμα μας, θα παίρνουμε το μοσκοβόλημα της ποτισμένης γης. Ελπίζω κάποτε να χαμηλώσουμε στη περπατησιά μας και να μην πατήσουμε τον τρομαγμένο κάβουρα, ελπίζω να σεβαστούμε τη μάνα γουρούνα και την αγωνία της για τα μικρά της. Και να τα κυνηγήσουμε με τίμιο τρόπο όταν οι καιροί το επιτρέπουν.

Ο κυνηγός στο δάσος, είναι και κυνηγός στη ζωή, στην αγάπη, στον έρωτα, στην χαρά, στη γνώση. Και για να είναι καλός κυνηγός, οφείλει να ακολουθεί τον αληθινό Νόμο της φύσης. Για να είναι πραγματικά ελεύθερος ο κυνηγός – και το δάσος του δίνει την μοναδική αυτή ευκαιρία, θα πρέπει να «σπάσει τις συνήθειες της καθημερινότητας». Να απεγκλωβιστεί και να γίνει άνθρωπος.

Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Τύπος – Κυνήγι του Ελεύθερου Τύπου» την Τετάρτη 20 Μαΐου 2009.

Πέμπτη 14 Μαΐου 2009

Οι σκουπιδότοποι του δάσους

Ο «Νόμος Καποδίστρια» μπορεί να μην λειτουργεί όπως θα ‘πρεπε και όπως αρχικά είχε σχεδιαστεί. Δεν μπορούμε όμως να μην αναγνωρίσουμε σε αυτόν πολλά οφέλη που προέκυψαν από την εφαρμογή του στην Ελλάδα. Ένα από αυτά και ίσως από τα σοβαρότερα – ήταν που καταργήθηκαν οι χιλιάδες μικρές χωματερές στην ελληνική ύπαιθρο.

Πριν από τον «Καποδίστρια», κάθε σπίτι (και κάθε χωριό), είχε τη δική του ατομική χωματερή. Σε χωράφια, σε ρέματα, σε πηγές, όπου βόλευε τον καθένα άφηνε από μία πλαστική σακούλα γεμάτη σκουπίδια. Και αν τολμούσες και του έκανες παρατήρηση για την πράξη του, άκουγες το γνωστό στην Ελλάδα μότο: «έλα μωρέ, και σένα τι σε νοιάζει, στο χωράφι σου τα αφήνω;». Έτσι ακριβώς. Ευτυχώς όμως ήλθε ο «Καποδίστριας» και το πρόβλημα ελαττώθηκε – διότι ουσιαστικά η λύση των σκουπιδιών στην Ελλάδα έχει μακρύ δρόμο ακόμα.

Την περίοδο που κυνηγάμε, αν εξαιρέσουμε τις δικές μας ανομίες με τους παρατημένους κάλυκες, τα άδεια κουτιά από φυσίγγια, τα πλαστικά ποτήρια με το κατακάθι του καφέ, τα ανοιγμένα κονσερβοκούτια και άλλα μικρά που μας χαλάνε τη διάθεση – το δάσος δεν έχει να φοβηθεί τίποτα άλλο. Και εδώ ακούγεται συχνά το προαναφερθέν μότο με κάποιες παραλλαγές. Προσωπικά έχω αρπαχτεί πολλές φορές με φίλους από τη δικιά μας ομάδα που χωρίς λόγο και αιτία, μηχανικά μάλλον, πετάνε αβίαστα το χαρτόκουτο των φυσιγγίων ή το πλαστικό μπουκάλι του νερού. Και ο αρχηγός αντί να δίνει το καλό παράδειγμα, πρώτος και αυτός στη ρύπανση. Και του κάνεις την παρατήρηση και το γερακίσιο μάτι του σε κοιτάζει ένοχα. Και οι καυγάδες καλά κρατούν μέχρι την επόμενη ανομία. Και δεν θα πάψουν μέχρι να συνειδητοποιήσουμε ότι το δάσος είναι το σπίτι μας και οφείλουμε να το έχουμε σαν τα μάτια μας.

Την περίοδο όμως που δεν κυνηγάμε, πολλοί «ξύπνιοι» συμπολίτες μας, θεωρούν το δάσος αποθήκη όσων άχρηστων πραγμάτων έχουν στο σπίτι τους. Και διαλέγουν ημέρες και ώρες που η κίνηση είναι λιγοστή και όπου ανταμώσουν ρέμα ή γεφύρι, ή χωράφι χέρσο, αδειάζουν τις σπιτικές βρωμιές τους με την άνεση της ερημιάς. Και φράζει το ρέμα γιατί απόκτησε στρώματα από κρεβάτια, έπιπλα φορμάϊκα, διαλυμένα ψυγεία και πλυντήρια και ότι άλλο μπορεί να βάλει ο νους. Η κουτοπονηριά του νεοέλληνα ακόμα και στις βρωμιές του – μακριά από το σπίτι του και όπου να ‘ναι. Τις ψαροκασέλες όμως με τα σάπια ψάρια, τις αναγνώρισα. Και βρήκα τον ψαρά που έκανε το δρομολόγιο «θάλασσα – ενδοχώρα», σε γειτονικό χωριό, και του λέω: «να πάς αύριο να μαζέψεις τα ψάρια σου και τα κασόνια σου από το τάδε σημείο που τα πέταξες και να τα πάρεις να τα αφήσεις στο κήπο του σπιτιού σου, να αναπνέεις εσύ τις μυρωδιές» Την επόμενη ημέρα οι κασέλες δεν ήσαν εκεί. Πιστεύω όμως πως θα τις φιλοξενούσε κάποιο άλλο μέρος της περιοχής.

Αυτός που βρωμίζει το δάσος και τη φύση γενικότερα, και είναι κυνηγός, ψαράς, πολίτης, αγρότης, ορειβάτης, οικολόγος, φυσιολάτρης, προσκυνητής, μοναχός κτλ. δεν μπορεί να αλλάξει την κακή συνήθεια. Την έμαθε στο σπίτι του από μικρός – και το σπίτι και η οικογένεια είναι το καλύτερο σχολείο. Ούτε νόμοι, ούτε ποινές μπορούν να σταθούν εμπόδια στην χείριστη συμπεριφορά του ανθρώπου απέναντι στη φύση. Και επειδή μιλάμε για σκουπίδια, ασφαλώς θα γνωρίζετε ότι ο μεγαλύτερος σκουπιδότοπος στον κόσμο, βρίσκεται στα Ιμαλάια, εκεί που χιλιάδες ορειβάτες από κάθε γωνιά της γης φτάνουν και προσπαθούν να αποδείξουν την αξία τους! κατακτώντας την ψηλότερη κορφή του Έβερεστ κάπου στα 8.800 μ. Και όσο ανεβαίνουν, τόσο αφήνουν τα ίχνη τους – που λόγω των καιρικών συνθηκών, γίνονται αιώνια!. Ίσως σε μερικές δεκάδες χρόνια, το βουνό από τα σκουπίδια να έχει ξεπεράσει και το Έβερεστ σε ύψος και να σκαρφαλώνουν οι ορειβάτες καρφώνοντας όχι σε πάγο ή βράχο αλλά σε ντολμαδάκια ληγμένα ή κονσέρβες «πελεγκρίνο» που τρώγαμε και στο στρατό!.

Στο στρατό όμως γόπα τσιγάρου δεν κυκλοφορούσε δημόσια, και μικροσκουπιδάκια δεν είχαν θέση σε στρατόπεδα. Ακόμα και η αποψίλωση που γινόταν σε τακτικά διαστήματα - έργο βαρετό και άχαρο, έδινε αρχοντιά στο χώρο.


Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Τύπος – Κυνήγι του Ελεύθερου Τύπου» την Τετάρτη 13 Μαΐου 2009.

Πέμπτη 7 Μαΐου 2009

Τα εκπαιδευτικά αποτελέσματα …

Έχουν αρχίσει εδώ και καιρό τα εκπαιδευτικά κυνήγια για τις ομάδες. Συνηθίζεται και η κάθε ομάδα παρουσιάζει και κάποιο καινούριο σκυλί. Το πηγαίνει με καμάρι στο βουνό και το αφήνει. Και αυτό ασυγκράτητο φέρνει τον τόπο άνω κάτω μέχρι να ακουστεί το πρώτο κλαφούνισμα.

Πολλές φορές τα αποτελέσματα από τα «εκπαιδευτικά» είναι θεαματικά. Τα σκυλιά περνάνε τις εξετάσεις και εντάσσονται στην «οικογένεια». Και είναι σωστό για την κάθε ομάδα να έχει σκυλιά αρκετά – τουλάχιστον στο κυνήγι του αγριόχοιρου. Παρατηρώντας τα, διακρίνει κανείς σε αυτά πολλές ιδιαιτερότητες. Ένα ας πούμε θέλει να κυνηγά μονάχο του, κάποιο άλλο κάνει καλή στάμπα, ένα τρίτο δεν πιάνεται εύκολα μετά το πέρας του κυνηγίου. Πολλά πράγματα μπορεί να μάθει ο καθένας μας αν ασχοληθεί σοβαρά – και πρέπει με τον σκύλο του.

Πολλές φορές παρατηρείται κατά την διάρκεια των εκπαιδευτικών, μία «κόντρα» ανάμεσα στην ομάδα και στον κτηνοτρόφο που φοβάται για τη ζωή των προβάτων του – και δικαιολογημένα θα ‘λεγα. Η συμπεριφορά μας σε περιπτώσεις τέτοιες θεωρώ πως πρέπει να είναι αξιοπρεπής και λέω πως καλό είναι να αποχωρούμε εμείς. Εξάλλου έχουν παρατηρηθεί περιπτώσεις που σε «εκπαιδευτικά» οι κτηνοτρόφοι έχασαν πρόβατα ή γίδια. Οφείλουμε λοιπόν να είμαστε προσεκτικοί.

Πέρυσι, σε εκπαιδευτικό της ομάδας μας, είχε φέρει ο αρχηγός μας ένα λιάρο σκύλο και τον φώναζε Rex. Όπως τον είδαμε τον Rex στη παρέα, για «ποιητή» τον «κόψαμε», αλλά δεν είπαμε κουβέντα, που ξέρεις τι «άγρια ένστικτα» μπορεί να κρύβει και ένας ποιητής; Τον πήρε λοιπόν τον ποιητή ο αρχηγός και τον άφησε στο πυκνό, εμείς οι υπόλοιποι είχαμε πιάσει σημεία που να ακούμε τουλάχιστον το εκλεπτυσμένο γάβγισμα του. Και πραγματικά, ο ποιητής δεν άργησε να μας κάνει ευτυχισμένους με τα πρώτα κλαφουνίσματα και στη συνέχεια με τη στάμπα. «Το βρήκε», το «βρήκε» μας φώναζε από τον ασύρματο ο αρχηγός γεμάτος περηφάνια. Μα και εμείς χαρούμενοι ήμασταν.

Είχα ησυχάσει και έβγαλα το θερμός με τον αχνιστό καφέ. Βρήκα και μία καλή πέτρα και έβαλα την πλάτη μου. Αλλά και ο Rex ησύχασε, δεν τον ακούγαμε πλέον. Και στον ασύρματο σιγή μέχρι που την έσπασε η φωνή του αρχηγού: «τον ακούει κανείς σας;». Την ώρα εκείνη ο Rex ήλθε σε μένα και ήταν γεμάτος αίματα. Μέχρι να τους πω να έλθουν σε μένα όλοι, έβγαλα μερικές χαρτοπετσέτες και σκούπισα τα αίματα από το στόμα του ποιητή. Πρώτος έφτασε από την ομάδα ο Τηλέμαχος και είδε τα αίματα και ανησύχησε. Τότε, ένας γλυκύτατος γέροντας ανέβηκε εκεί που ήμασταν και μου είπε: «παιδάκι μου, το σκυλί αυτό μου έπνιξε μία κότα». Κοίταξα τον ποιητή που ξερογλειφόταν, κοίταξα και τον Τηλέμαχο, είχαν φτάσει και οι υπόλοιποι της ομάδας μας και είπα στον παππού: «μα αυτό το σκυλί κυνηγάει μόνο αγριογούρουνα!!». Κάποιοι από την ομάδα πήγαν να γελάσουν αλλά κρατήθηκαν. «Πάμε να δούμε μπάρμπα την κότα που λες ότι σου έπνιξε ο σκύλος μας; Και αν είναι να στην πληρώσουμε». «Ναι παιδάκι μου, πάμε, εδώ παρακάτω είναι στο μποστάνι μου», αποκρίθηκε ο ευγενέστατος γέροντας.

Κατεβήκαμε στο μποστάνι μαζί με τον Τηλέμαχο. Εκεί ήταν και ένα μικρό σπιτάκι και μία γιαγιά έβριζε θεούς και δαίμονες. Μας είδε και μας έδειξε τον σπασμένο λαιμό της κότας της. «Ναι γιαγιά, μας συγχωρείτε για τη ζημιά του σκύλου μας. Πείτε μας πόσο κάνει να σας πληρώσουμε». «Όχι, δεν θέλουμε να μας δώσετε λεφτά, μας αρκεί που μας δώσατε το δίκιο μας!», μας απάντησε ο γέροντας με ένα πλατύ χαμόγελο. Φαίνεστε καλά παιδιά, καθίστε να σας κεράσουμε καφέ, και μέχρι να ψηθεί, πάρτε από το μποστάνι ότι θέλετε!!»

Πραγματικά ντρέπομαι για το περιστατικό αυτό, αλλά στάθηκα τυχερός γιατί γνώρισα δύο σπάνιους ανθρώπους από αυτούς που τους ανταμώνει κανείς μόνο στην ελληνική φύση. Και τους ευχαριστώ, όχι μόνο για τις γεμάτες σακούλες με φρέσκα λαχανικά που μας έδωσαν, τους ευχαριστώ γιατί με δίδαξαν τη σημαίνει καλοσύνη.


Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Τύπος – Κυνήγι του Ελεύθερου Τύπου» την Τετάρτη 6 Μαΐου 2009.