Πέμπτη 25 Δεκεμβρίου 2008

Ο οικόσιτος «Μάρκος» και ο … σκοπευτής

Ό ήχος που ακούστηκε μας ξύπνησε όλους. Όσους κοιμόντουσαν στα κρεβάτια αλλά κι εμάς τα παιδιά που κοιμόμασταν στρωματσάδα. «Γέρο» φίδι!!, η φωνή της γιαγιάς μας έδινε εξηγήσεις για τον βαρύγδουπο ήχο στο πάτωμα. Και πράγματι, ο παππούς που σηκώθηκε τελευταίος από το κρεβάτι, πήγε νίφτηκε, φόρεσε το πανταλόνι του, τα χειροποίητα παπούτσια του τα τριζάτα, έσφιξε καλά τη γραβάτα, φόρεσε το σακάκι του, πήρε το καπέλο ανά χείρας και «σκληρός» όπως ήταν, ζήτησε από την γιαγιά μου επιτακτικά τη μαγκούρα του για να σκοτώσει το φίδι!.

Ο «Μάρκος» το σπιτόφιδο, βλέποντας τα δικά του όνειρα στο πατερό του σπιτιού που κοιμόταν, φαίνεται πως γλίστρησε και έπεσε. Είχε όμως το χρόνο να ξεζαλιστεί και να χαθεί μέχρι ο παππούς να πάρει τα «όπλα» του. Είχαμε συνηθίσει το περιστατικό αυτό γιατί συνέβαινε κάμποσες φορές τα καλοκαίρια που μαζευόμασταν στο χωριό. Τον «Μάρκο» κανείς δεν ήθελε να τον σκοτώσει, ούτε φυσικά και ο παππούς. Εξάλλου το κάθε σπίτι στο χωριό είχε το δικό του σπιτόφιδο, τη δικιά του τύχη. Έπειτα από χρόνια, το σπίτι μονώθηκε καλά Όμως κάτι αυγουστιάτικα απογεύματα σα να μου φαίνεται πως σκαρφαλώνει ο «Μάρκος» προς τα κεραμίδια, ο ίδιος ή οι κληρονόμοι του!. Αναπόσπαστο μέρος του σπιτιού.

Στο κλίμα, στον κήπο του σπιτιού, όταν αυτό ήταν «στα κέφια του», πήγαινε μια συγχωριανή και κρυφά μάζευε τα αμπελόφυλλα και έκανε ωραία ντολμαδάκια που άρεσαν στη φαμελιά της. Την συγχωριανή λοιπόν την πήρα είδηση και διέδωσα εμπιστευτικά σε κάποιον «εχέμυθο» του χωριού πως στο κλίμα βλέπω συνέχεια ένα μεγάλο φίδι να φέρνει βόλτες. Σε λιγότερο από μία ώρα, όλο το χωριό μιλούσε για ένα τεράστιο φίδι, που όλως τυχαίως, όλοι το είχαν δεί και μάλιστα είχαν φοβηθεί πολύ. Η συγχωριανή το έμαθε γρήγορα το «κακό μαντάτο» και άλλαξε διατροφικές συνήθειες!!.
Πάρα πολλές οι ιστορίες στο χωριό με φίδια με κέρατα, με σαΐτες που σου ορμάνε, με δεντρογαλιές που κουλουριάζονται στο πόδι σου και σε χτυπάνε. Και οι περισσότερες εξ αυτών είναι παραμύθια, πλασμένα ωραία που έδιναν τόνο και χρώμα στις συζητήσεις. Η μυθοπλασία είναι στο αίμα του ανθρώπου της φύσης. Σήμερα τα παραμύθια τα «γερά» τα πλάθουν οι κυνηγοί και οι ψαράδες, με ιστορίες ατελείωτες, με κατορθώματα σπουδαία και ζηλευτά.

Όπως καλή ώρα ο φίλος ο Γνάθων που ήλθε στο χωριό για φάσες. Ήλθε σπίτι και πίναμε το τσιπουράκι μας και τάχα αδιάφορα του λέω: αυτό το κοπάδι εκεί στη πλαγιά από πού ξεφύτρωσε; Πετάχτηκε επάνω φουριόζος και σε μερικά λεπτά άκουγα μπαταριές που ξεσήκωσαν τον τόπο. Πήγα για ύπνο...............

Με ξύπνησε το απογευματινό τηλεφώνημα συγχωριανού μου: βρε παιδί μου, μήπως είδες ποιος ευλογημένος πυροβολούσε το μεσημέρι τα περιστέρια μου; Δεν ξέρω μπάρμπα, κοιμόμουν!. Δεν είναι παιδί μου μόνο ότι τα πυροβολούσε και μου τα τρόμαξε, δεν είχε και ιδέα από σημάδι!. Κυνηγός να ήταν;
Το βραδάκι, μαζεύτηκε η παρέα μας στην ταβέρνα του χωριού. Στο διπλανό τραπέζι ο φίλος ο Γνάθων εξιστορούσε σε άλλη παρέα και με κάθε λεπτομέρεια, πως «κατέβασε» στη πλαγιά ένα ολόκληρο κοπάδι φάσες!! Τον κοίταξα με «θαυμασμό». Τι κυνηγός... Και τι σκοπευτής…..

Ο Γνάθων, δεν φάνηκε πάλι στο χωριό για φάσες, ίσως να πηγαίνει στα νησιά του Αιγαίου που είναι γεμάτα περιστερώνες…
----------------------------------------------------------------------------
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "Τύπος - Κυνήγι" του Ελεύθερου Τύπου την Τετάρτη 24 Δεκεμβρίου 2008