Πριν μερικά χρόνια στην Αθήνα, σε κεντρικό δρόμο της.. Είχα ακόμα τη Mercedes 280/116, μοντέλο του 76. Είμαι στο φανάρι και περιμένω να ανάψει το πράσινο. Στα αριστερά μου με πλευρίζει άλλη Mercedes 500αρα σπορ του κουτιού και ο οδηγός της «χώνοντας γκαζιές» με κοιτάζει με νόημα, έτοιμος για τη κόντρα.
Τον κοιτάζω κι εγώ με βαθύ νόημα και κουνάω το κεφάλι μου, δείγμα πως είμαι μέσα. Ανοίγει το πράσινο και φεύγω ρολάροντας, η 12κύλινδρη 500αρα χάθηκε αφήνοντας πίσω ήχους πίστας.
Τον κοιτάζω κι εγώ με βαθύ νόημα και κουνάω το κεφάλι μου, δείγμα πως είμαι μέσα. Ανοίγει το πράσινο και φεύγω ρολάροντας, η 12κύλινδρη 500αρα χάθηκε αφήνοντας πίσω ήχους πίστας.
Στο επόμενο φανάρι που είχε ανάψει κόκκινο τον πλευρίζω από δεξιά. Τον κοιτάζω και γελάω, εκείνος με κοιτάζει με τρόπο που αν μπορούσε θα με σκότωνε. Του στραπατσάρισα τη στιγμή!!
Θυμήθηκα το επεισόδιο αυτό χθές πρωί – πρωί που πήγαινα στο χωριό από Αθήνα. Στο δρόμο, προσπερνούσαν «φτιαγμένα εργαλεία» με πολύ σαματά στο πέρασμά τους, με ποδιές μέχρι την άσφαλτο, με φτερά και πούπουλα σαν πρισμένα από μαγουλάδες, με εξατμίσεις «κακές» και χίλια δυό που χαρακτηρίζουν όλους εκείνους τους «καυλοτίμονους» που βγάζουν απωθημένα στη καυτή άσφαλτο.
Έφτασα στη Δημητσάνα και παρατήρησα πολύ κίνηση. Τότε κατάλαβα ότι θα γινόταν η «ανάβαση στο Ζυγοβίτσι», ενταγμένη στο πρωτάθλημα ράλι αν δεν κάνω λάθος. Οι «καυλοτίμονοι» της εθνικής οδού, πήγαιναν να πιάσουν καλές θέσεις στη διαδρομή. Πήγαιναν και νόμιζαν πως ήσαν ο «Νίκι Λάουδα»!