Θα προτιμούσα την εποχή αυτή με το καλοκαίρι να μην λέει να μας αφήσει, να κυνηγούσα ζαργάνες και τσιπούρες στο πέλαγος, «άγριες και πελαγίσιες» που φωνάζουν και στα ψαράδικα τα σαΐνια της αγοράς.
Το κυνήγι του κάπρου στο υποσυνείδητο μου, έχει ταυτιστεί με βροχές και κρύο καιρό, με πάγους και χιόνια, με ξεροβόρια και ομίχλες. Κατά συνέπεια, οι πρώτες ημέρες στο βουνό για το «βασιλικό» κυνήγι, μου φάνηκαν κάπως αλλόκοτες με τον υγρό νοτιά να μουσκεύει το σώμα και το πρόσωπο – και η αλλαξιά της μπλούζας να κρίνεται απαραίτητη για την αποφυγή του ύπουλου κρυώματος.
Και να ήταν μόνο η ζέστη στον κυνηγότοπο, πάει στα κομμάτια – ο ιδρώτας ο πολύς δεν ήταν απόρροια τόσο του καιρού, μα όσο, από το διαρκές κυνήγι πίσω από τον κάπρο – που δεν έλεγε να βγεί στα καρτέρια. Μα και αυτός με τι κουράγιο να περάσει σε αυτά όταν τον ενοχλεί η μυρωδιά του τσιγάρου – όταν δεν αντέχει την φασαρία από την λογοδιάρροια των καρτεριτζήδων;
Έγιναν πολλά λάθη στην ομάδα παρ’ ότι τα σχέδια του αρχηγού όλοι μας τα καταλάβαμε, και σκύψαμε το κεφάλι μέχρι τη γης στις διαταγές του που δεν επιδέχονται ουδεμίας αμφισβήτησης και παρέκκλισης. Και ώ «Άνα Δωδωναίε Πελασγικέ (!)», οι περισσότεροι παρέκλιναν, απροσάρμοστοι γαρ – αφού και αυτό το πορτοκαλί γιλέκο με κόπο το φοράνε.
Έτρεξε πολύ η παγάνα, «μάτωσε» και γύριζε τα γουρούνια με κόπο - έδωσε εκ νέου εντολές σε ένα καρτεριτζή να πάψει «το γουργουρητό από τα αέρια του» που δηλητηρίαζαν την ατμόσφαιρα – και αλήθεια είναι, ένα από τα γουρούνια μας το βρήκαμε όχι σκοτωμένο από βόλι, μα λιπόθυμο από τα «κέφια» του καρτεριτζή. Που να αντέξει το καημένο τόσες «χημικές» ριπές;
Τα υπόλοιπα δύο γουρούνια που καρπώθηκε η ομάδα μας το σαββατοκύριακο, τα χτύπησε ο Ξηροκαμπίτης με μια ντουφεκιά. Ακούσαμε τη «φωτιά» από τη θέση του, σταμάτησε και το κουδούνι του σκύλου, καταλάβαμε. «Τι έγινε Ξηροκαμπίτη; Το κτύπησες;». «Ναι αρχηγέ το κτύπησα». Δόθηκε «τέλος» και πρώτοι εμείς της παγάνας φτάσαμε στον τόπο του μυστηρίου. «Μα εδώ είναι δύο γουρούνια, τι ακριβώς έγινε;» Τίποτα δεν είχε γίνει το παραφυσικό, τα ενιάβολα του Ξηροκαμπίτη αντάμωσαν και τα δύο γουρούνια – μα αυτός από τη χαρά του – παρ’ ότι έμπειρος κυνηγός, δεν είχε αντιληφθεί το σπάνιο γεγονός. Ούτε εμείς φυσικά.
Συγκεντρώθηκε η ομάδα για την επιστροφή – και μας πήγε καλά η ημέρα μιάς και ακόμα δεν είχε μεσημεριάσει για τα καλά. Εκείνος που άργησε να φανεί και μας καθυστέρησε κάπως, ήταν ο καρτεριτζής που προσπαθούσε με χίλιους τρόπους να σταματήσει τις «χημικές ριπές του» που μόλυναν ολόκληρο κυνηγότοπο.
Ο «χημικός» της ομάδας είναι μέλος υπό δοκιμή – αλλά τι να τον κάνεις, δεν κάνει για το δικό μας κυνήγι. Δεν μπορείς σύντροφε να ακούς τη στάμπα στα δέκα μέτρα και εσύ αντί να σωπαίνεις και να είσαι έτοιμος – ρυπαίνεις την ατμόσφαιρα και μαρτυράς με τους κρότους της «χθεσινής φασολάδας» τη θέση σου – σαν να λες στον κάπρο: «μην βγεις κάπρε, θα σε «μολύνω». Όταν πλησιάσαμε κι εμείς στη στάμπα, πάθαμε αλλεργικό σοκ από το «τις ραδιενεργειές ουσίες», και καθώς ανταμώσαμε τον σύντροφο καθισμένο αμέριμνο – τον ακούσαμε να μας λέει: «έχει κέφια σήμερα αυτό το σκυλί εδώ παρακάτω (!)». Όχι σύντροφε, το σκυλί δεν έχει κέφια, τη δουλειά του κάνει και την κάνει καλά, ο δικός σου ο κώλος έχει κέφια και πώς να τον συμμαζέψεις (!).
Για να δώσουμε τέλος στο μαρτύριο το δικό μας, του σκύλου και του κάπρου, χωθήκαμε στο πυκνό και «συναντήσαμε» τον κάπρο σε ημιλιπόθυμη κατάσταση να μας παρακαλά: «δεν αντέχω άλλο τέτοιο μαρτύριο, σκοτώστε με, να γλυτώσω από τον κώλο του δικού σας, τόσα χρόνια στο δάσος και δεν συνάντησα τέτοιο γερό καρτεριτζή (!), γλυτώστε με από τέτοιο μαρτύριο».
Βγαίνοντας από το πυκνό με τον κάπρο, ακούσαμε τον χημικό να μονολογεί: «έτσι και έβγαινε του την είχα στημένη……………..».
=============================================
Δημοσιεύτηκε στο ένθετο περιοδικό «Κυνήγι» του Ελεύθερου Τύπου την Τετάρτη 6 Οκτωβρίου 2010
=============================================
Στη φωτό, δυό ομάδες αντάμωσαν και κουβεντιάζουν "τα βάσανα τους"