Τετάρτη 24 Νοεμβρίου 2010

Η «δύναμη» της φωτιάς …

Η φωτιά στο τζάκι που σιγοκαίει κρατά συντροφιά στη σημερινή μου κακοκεφιά. Από τη φύση μου αισιόδοξος, δεν μπορώ να ελέγξω τη στιγμή αυτή, «να γυρίσω το κουμπί» - όπως έχω κάνει τόσες φορές στο παρελθόν, και να κοιτάξω έξω το φως – που και αυτό μάλλον θλιμμένο το βλέπω.


Ο χειμώνας είναι εποχή δύσκολη για τύπους σαν και ελόγου μου – που μου αρέσει πολλές φορές η αναζήτηση της μοναξιάς, με μόνη συντροφιά τη μυρωδιά του καμένου ξύλου. Αυτός είναι και ο λόγος που οι φίλοι μου με θεωρούν άνθρωπο εκκεντρικό, παράξενο μερικές φορές, μα και ειλικρινή μέχρι ωμότητας.

Οι περισσότεροι φίλοι μου είναι κυνηγοί - λαγάδες, πουλάδες, και λιγοστοί γουρουνάδες. Οι φίλες μου είναι «οικολόγες» αφού δεν αντέχουν το φρέσκο αίμα, και την μοσχαρίσια μπριζόλα την προτιμούν καλοψημένη. Οι φίλες μου μένουν στις πόλεις και οι φίλοι μου στην επαρχία. Μονάχα εγώ ζω ανάμεσα στην πόλη και στην μοναξιά – ανάμεσα στα λαγκάδια και στις αιώνιες πηγές.

Το κυνήγι για μένα είναι τρόπος ζωής, όπως ήταν παλιότερα η ορεινή πεζοπορία – και γεύτηκα τότε τις ομορφιές σχεδόν ολόκληρης της ηπειρωτικής Ελλάδας. Επανήλθα όμως στις ρίζες μου – στην Αρκαδία, γιατί όπως λέει και ο ποιητής «πατρίδα είναι η παιδική ηλικία». Και από τα παιδικά χρόνια, στο βουνό πρωτοκυνήγησα με την χειροποίητη σφεντόνα, γέμισα δαγκωματιές από σκορπιούς και από άλλα ζούδια του δάσους, το αίμα από τα χτυπήματα ανακατεύτηκε με το χώμα, το φρέσκο μπάνιο με το κρύο νερό της πηγής έδιωχνε την απλυσιά, και τα περάσματα του φρέσκου αέρα ξεκούραζαν το ταλαιπωρημένο σώμα.

Θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό άνθρωπο που αξιώθηκα να ζήσω αυτά τα μικρά και απλά πράγματα. Και συνεχίζω να τα ζω και σήμερα μέσα από το κυνήγι. Μπορεί η φωτιά στο τζάκι σήμερα να μου λέει λόγια μελαγχολικά, μα πόσες φορές δεν μου γλυκομίλησε, δεν μου έδωσε περισσή χαρά.

Αύριο κατά τις 4 το πρωί που θα βγω για τον «τόπο» και στη συνέχεια με το χάραμα για τις ιχνηλασίες - στο παγωμένο πρωινό που η μυρωδιά της «δροσιάς» και η αγριάδα της σιωπής θα με βρουν σκυφτό πάνω στα αχνάρια του κάπρου, ίσως να σκεφτώ – δεν ξέρω, την εποχή που με τη σφεντόνα στο χέρι κυνηγούσα πουλιά – δίχως τα κατάλληλα παπούτσια, δίχως την πορτοκαλί φορεσιά, δίχως το θερμός γεμάτο ζεστό καφέ.


Η χαρά, η πραγματική ευτυχία δεν μετριέται με τα αγαθά. Μετριέται με την ψυχική διάθεση, και ελπίζω αύριο η μέρα να είναι καλύτερη από τη σημερινή, αφού στο χέρι μου τελικά είναι να διώξω μακριά εκείνα που με χαλάνε.

Πριν λίγα χρόνια, με χάλασε ένας φίλος μου – καθηγητής σε Πανεπιστήμιο σήμερα που μου είπε «εμπιστευτικά» το αμίμητο: «για να πάμε μπροστά στην εποχή μας, πρέπει να ενταχθούμε σε κάποιο κόμμα, μόνο έτσι θα ανέβουμε κοινωνικά, μόνο έτσι θα διακριθούμε στη ζωή μας» Τον φίλο μου από τότε δεν τον είδα ποτέ πάλι – όχι επειδή εκείνος «πρόκοψε στη ζωή του» μα επειδή εγώ ποτέ δεν εντάχθηκα σε κάποιο κόμμα, διότι ποτέ μου δεν επεδίωξα την «κοινωνική άνοδο». Λογικό ήταν οι δρόμοι μας να μην συναντηθούν ποτέ άλλοτε.

Και αυτός ο παλιός φίλος κυνηγός είναι. Όπως και όλοι οι συνάνθρωποι μας. Όπως όλος ο κόσμος. Η διαφορά κυνηγού από κυνηγό είναι τελικά τι σκοπεύει ο καθένας μας και τι νομίζει ο καθένας μας πως θα τον γεμίσει περισσότερο στο κυνήγι της σύντομη ζωή μας.

Οι καλύτερες στιγμές για μένα στο κυνήγι ήταν και είναι όταν παίρνω τον δρόμο της επιστροφής γεμάτος. Όταν αφήνω μουσκεμένος την άγρια κορφή και κατηφορίζω στην επικίνδυνη σάρα, όταν σκύβω στο ρυάκι για να δροσιστώ, όταν εν τέλει φτάνω πάλι στο μικρό μου σπίτι στο χωριό και ανάβω την αιώνια φωτιά. Αν μπορούσε η φωτιά να ιστορήσει όσα έχει δει και ακούσει, αν μπορούσε να δώσει ορμήνιες και συμβουλές, αν κατόρθωνε να φύγει από την εστία της και να κατάκαιγε με την αλήθεια της τον ψεύτικο κόσμο, μπορεί και ο φίλος μου ο καθηγητής να γινόταν αληθινός κυνηγός της γνώσης και όχι κομματικό φερέφωνο …

=============================================

Δημοσιεύτηκε στο ένθετο περιοδικό «Κυνήγι» του Ελεύθερου Τύπου την Τετάρτη 24 Νοεμβρίου 2010