Στο τελευταίο κυνήγι της χρονιάς που αξιωθήκαμε και βάλαμε στο σακούλι μας λίγες φάσες, κολυμπήσαμε κυριολεκτικά στη λάσπη. Λασπόλουτρο με το καλημέρα, σου δημιουργεί ευεξία…….
Η «κακή μας» συνήθεια να περνάμε από την νερολούτσα πηγαίνοντας για τις φάσες, την φορά αυτή μας έδωσε ένα ωραιότατο και πολύ αναζωογονητικό μπάνιο. Παρατηρώντας με δέος το τεράστιο κοπάδι γουρουνιών που άφησε τα ίχνη του στην μεγάλη λούτσα, γλίστρησα και χώθηκα μέσα ως τον λαιμό. Τα λασπόλουτρα άλλοι τα πληρώνουν χρυσά σε φημισμένα σπα, εγώ το «απόλαυσα» εντελώς δωρεάν.
Ο Κώστας λίγο πιο πέρα από εμένα, είχε πέσει στο χώμα από τα γέλια. Όμως και αυτόν η περιέργεια για τα φρέσκα αχνάρια τον οδήγησε στην λούτσα. Και βρέθηκε πλάι μου – μέχρι το λαιμό και αυτός – και φοβήθηκα διότι δεν ξέρει και μπάνιο. Την άλλη φορά στον Αλφειό πήγε να πνιγεί.
Η λάσπη μας έφτιαξε τέλεια παραλλαγή και στο καρτέρι δεν αναγνωρίζαμε ούτε εμάς τους ίδιους. Είχε πετρώσει πάνω μας από την πρωινή παγωνιά και είχε κάνει μία ωραία κρούστα. Θέλαμε να γελάσουμε, θέλαμε να βρίσουμε αλλήλους, μα σωπαίναμε. Πλησίαζε η ώρα της φάσας.
Τις καραμπίνες μας τις είχαμε καθαρίσει καλά ή τουλάχιστον όσο μπορούσαμε την δύσκολη ώρα. Και έκαναν καλά την δουλειά τους όταν οι φάσες έπεσαν σχεδόν επάνω μας! από την τέλεια φυσική παραλλαγή.
Θυμήθηκα εδώ έναν παλιό φίλο που σαν πεζοναύτης στην θητεία του σε νατοϊκή άσκηση, είχε κάνει τόσο τέλεια παραλλαγή – που ο αμερικάνος αρχηγός της άσκησης – κάποιος στρατηγός, πάτησε με το ένα του πόδι πάνω στον πεζοναύτη και με την ησυχία του ούρησε πάνω στο «παχύ χορτάρι» !!. Άλλοι παραμυθάδες αυτοί των «ειδικών δυνάμεων».
Προνοητικοί και επιμελείς καθώς είμαστε, φτάνοντας στο αυτοκίνητο παρέα με την λάσπη, αλλάξαμε και πεντακάθαροι πλέον καθίσαμε στα στεγνά καθίσματα. Όταν πήγε να πνιγεί στον Αλφειό ο Κώστας, ακόμα και τα καθίσματα είχαν μουλιάσει. Τέλος πάντων, φτάσαμε καθαροί και με το σακούλι μας γεμάτο στα σπίτια μας. Αλλά και με άδειο να επιστρέφαμε, εμείς την βόλτα μας και το μπάνιο μας τα χαρήκαμε.
Άναψα τη φωτιά να ξεθαρρέψω από την ζεστασιά της και άνοιξα τα παραθυρόφυλλα . Η βροχή έξω διψούσε να σβήσει την παγωνιά και είχε δύναμη. Όμορφα και απλά ήταν, μέσα η φωτιά, έξω η βροχή και οι ήχοι της, οι αστραπές της που έδειχναν πως είχε δρόμο μπροστά της. Στο χωριό εδώ κι εκεί κάποιο τζάκι κάπνιζε, όλοι θα είχαν πιάσει θέση στους σοφράδες και θα κουτσόπιναν.
Άνοιξα το μπουκάλι το κρασί – δώρημα φίλου από τα ορεινά της Ολυμπίας, και γιόμισα το ποτήρι. Έβγαλα και λίγες ελιές – και αυτές από την περιοχή της ορεινής Ηλείας, και έμπλεξα την αλμύρα με την δροσιά του οίνου. Δεν είναι μόνο η μυρωδιά του αλλά το νιώθεις να κυλά στον λάρυγγα και σου δίνει τη γεύση του. Δεν βιαζόμουν, το πλούσιο γεύμα μου είχε νόημα, ήμουν μόνος στο σπίτι αλλά η ματιά μου ανταμώθηκε γρήγορα με εκείνη του παππού μου στην παλιά φωτογραφία. Γελάσαμε. Στο ένα χέρι αλά μπρατσέτο είχε την γιαγιά μου, στο άλλο χέρι κρατούσε δυό μπύρες. Καλοκαίρι ήταν γιατί φορούσε ρεπούμπλικα άσπρη. Επέστρεφε από την εκκλησία και ψώνισε δυό μπύρες από το μαγαζί για το σπίτι. Η θέση του στην εκκλησία έμεινε κενή με τα χρόνια. Μετά πήγαινε ο πατέρας μου, τώρα, που και πού, σε καμιά κηδεία ή σε κανένα μνημόσυνο, την γεμίζω εγώ.
Η ζωή στην ύπαιθρο κυλά αργά, ανατρέποντας τον χρόνο, την βιάση, το άγχος. Σου χαρίζει τόσα πράγματα απλά, μικρά, ταπεινά – πανάκριβα δώρα όμως για τους περαστικούς και τους «ξένους». Με το κυνήγι για πρόσχημα οι μοναδικές εμπειρίες ίσιωσαν το μυαλό, έδωσαν πλούτο τώρα που η φτώχεια διαχέεται σαν επιδημία, και την χαμένη ελπίδα που φροντίζει και την ποδοπατά η βάρβαρη καθημερινότητα.
Το κυνήγι θα συνεχισθεί και του χρόνου και ας λέγουν άλλα κάποιοι. Εδώ θα είμαστε να απολαύσουμε τα μυστικά του…
=======================================
Δημοσιεύθηκε την Τετάρτη 2 Μαρτίου στο ένθετο περιοδικό «Κυνήγι» του Ελεύθερου Τύπου