Πέμπτη 6 Δεκεμβρίου 2012

Κυνηγώντας στη βρεγμένη γης …


Είχε ανοίξει ο ουρανός και έριχνε – «όχι με το κανάτι» όπως λέει ο λαός μας, έριχνε με τα βαρέλια τα δρύινα!
     Ήμασταν όλοι σε αναμονή. Είχαμε αρχίσει την πρώτη γύρα τα ρακόμελα, όταν κάποιος φώναξε περιχαρής: ο καιρός ανοίγει παιδιά! Χωρίς δεύτερη κουβέντα, αφήσαμε τα ρακόμελα στη μέση, μπήκαμε στα αυτοκίνητα και φτάσαμε σαν άνεμος στον κυνηγότοπο. Πράγματι, η βροχή είχε σταματήσει και άρχιζε να φανερώνεται ο ήλιος από ψηλά. Ολόκληρο το δάσος φούσκωνε από τους ατμούς της δροσιάς και της ηλιαχτίδας και δημιουργούσε εικόνες απόκοσμες, μαγικές – τις δικές μας εικόνες που για χάρη τους βρισκόμαστε στη μουσκεμένη γης.
     Το βαρέλι το δρύινο όμως, πέρασε σαν αστραπή από μπροστά μου, όταν στα χρόνια του παππού και της γιαγιάς, στα χρόνια εκείνα της αρχαίας περιόδου – πριν σαράντα το πολύ χρόνια δηλαδή, πηγαίναμε, πιτσιρικάδες όντες, και γιομίζαμε στην κούπα νερό από την βαρέλα και σβήναμε τη δίψα μας. Η γεύση εκείνου του νερού του μοσχοβολημένου, μερικές φορές, τρυπά με ένα «τσακ» το μυαλό και το αναστατώνει. Το νερό της βαρέλας της δρύινης, είχε κόπο για να φτάσει στο σπίτι, είχε αναμονή στη βρύση μέχρι να γεμίσει, και ήθελε τέχνη στο κουβάλημα για να πάει στο σπίτι. Εμείς όμως πιτσιρικάδες, που δεν είχαμε αποκτήσει την τέχνη αυτή, το μεταφέραμε συνήθως με τα άλογα όταν παίρναμε από την γιαγιά την σχετική διαταγή: να πάτε να γεμίσετε τις βαρέλες νερό. Λόγια κοφτά και στέρεα.
     «Δυσανασχετούσαμε» τάχα μου με την διαταγή αυτή, αλλά σαμαρώναμε στο φτερό τα άλογα, φορτώναμε τις άδειες βαρέλες και τις ξεφορτώναμε στη βρύση. Διαδικασία απλή, συνηθισμένη, αλλά τις δίναμε χρώματα, την περιπλέκαμε, όχι λίγες φορές, την δυσκολεύαμε. Γιατί στο νερό, δεν ήμασταν μόνοι μας, υπήρχαν πολλές βαρέλες στη σειρά. Υπήρχε κόσμος, συζητούσαν τα προβλήματα του ο κόσμος, έκλειναν συμφωνίες, έκαναν σχέδια. Η βρύση, ήταν η καρδιά του χωριού και η ψυχή του.

     Τις παλιές εικόνες αντίκρισα μονομιάς φτάνοντας στον κυνηγότοπο, βλέποντας τον βρεγμένο, να ευωδιάζει και να ανασαίνει ολάκερος. Κι ένα γλυκό μούδιασμα διαπέρασε όλο μου το σώμα, δείγμα χαράς και γαλήνης. Και τα σχέδια του αρχηγού δεν τα άκουγα. Ήμουν εκεί, αλλά ήμουν «κι αλλού». Ήθελα να ακούσω, μα «άκουγα τα μυστικά της παιδικής ηλικίας». Και πρέπει να πέρασε ώρα πολύ που μιλούσε ο αρχηγός, ασφαλώς θα μιλούσαν και οι άλλοι, και στο τέλος ξεκινήσαμε. «Εντάξει, όπως είπαμε, έτσι;», μου λέει ο αρχηγός, και πέφτω ξερός από τα γέλια.
     Κούνησε το κεφάλι του ο αρχηγός για «την κατάντια μου», αλλά έκρυψε επιμελώς ένα χαμόγελο – γιατί αυτά που του ιστόρησα του άρεσαν, γιατί κι αυτός έτσι ήταν φτιαγμένος, γιατί τώρα που η γης ήταν γιομάτη χυμούς, αυτός θα έβρισκε το χρόνο του, έστω λίγε στιγμές για να πάρει από τη δύναμη του όμορφου τόπου. Θα έβρισκε εκεί στη παγάνα δυό έστω λεπτά, να πέσει καταγής και να νοτίσει το σώμα του. Ήξερα τα χούγια του όπως κι αυτός τα δικά μου.
     Φρέσκο αέρα είχαν βάλει στα πλεμόνια τους και τα σκυλιά μας, και είχαν κέφια. Και δεν άργησαν να φτάσουν στον μυστήριο κάπρο των 100 κλ. που είχε χωθεί στο αδιαπέραστο πυκνό. Στο δεξιό μέρος της παγάνας εγώ, άκουγα την ψιθυριστή σχεδόν φωνή του Άγγελου, να ανεβάζει την αδρεναλίνη: τον βλέπω, είναι πολύ κοντά….. Δεν τον έβλεπε, και το ξέραμε, έφτιαχνε όμως κλίμα και η ομάδα ήταν επί ποδός.
     Στις «στάμπες» των σκυλιών μας, αντιδράσαμε με ταχύτητα, ζώσαμε τον κάπρο και δεν άντεξε την ασφυκτική μας πίεση, σηκώθηκε, ακούσαμε να ξεφυσά στα σκυλιά και να χαράζει πορεία. Αυτό ήταν: τα καρτέρια αμίλητα, έρχεται….. ο αρχηγός έδωσε παλμό με τα λόγια του. Κι άρχισε ο ατέλειωτος εκείνος αγώνας θηρευτή και θηράματος. Ο κάπρος ήταν έμπειρος και δυνατός, σκόρπιζε στο πέρασμα του τα πουρναρόκλαδα, τα διέλυε με τον όγκο του και την ορμή του, έκανε μεγάλη φασαρία.
     Ο Σπήλιος καθόταν στο πουρνάρι, στο καρτέρι εκείνο που μας έχουν φύγει άπειρα γουρούνια. Πρωτύτερα, του είχα δώσει ένα μονόβολο – το συνηθίζαμε, για το γούρι. Όταν ακούσαμε τη δυνατή ντουφεκιά από το magnum, ανακάθισα στο βρεγμένο δάσος, έβγαλα από το σακίδιο λίγο καφέ, ήπια δυο γουλιές, έβγαλα το παγούρι μου κι έκανα το ίδιο. «Να συγκεντρωθεί η ομάδα στο πουρνάρι»….. τα λόγια του αρχηγού δεν ζητούσαν εξηγήσεις.
     Άναψα ένα τσιγάρο, και οι καπνοί του ενώθηκαν με εκείνους της υγρής γης. Σηκώθηκα, και πήρα τον κατήφορο …
==================== 
Δημοσιεύθηκε στο «Κυνήγι» του Ελεύθερου Τύπου την Τετάρτη 5 Δεκεμβρίου 2012.