Σε ένα γύρισμα του ποταμού, μέσα από τα ορμητικά νερά του από ένα θαυμάσιο μυστικό πέρασμα συντομεύει κατά πολύ ο δρόμος της Ηραιάτιδας χώρας με τα χωριά της Ανδρίτσαινας. Και το πέρασμα αυτό το έχουμε διαβεί πεζοί ή εποχούμενοι χιλιάδες φορές από τα αρχαία χρόνια μέχρι και σήμερα. Και κάθε φορά η ίδια βαθιά ευγνωμοσύνη προς την θεία φύση που τα έφτιαξε τα πράγματα τόσο απλά και καλά.
Και τα προγονικά χωράφια που πέρασαν από χέρια κοτζαμπάσηδων και μεγάλων τσιφλικάδων τα έχουμε και τα καμαρώνουμε να μας δίνουν τον καρπό τους. Η ευλογημένη γη που ζητά μόνο αγάπη και σου παρέχει τα πάντα για να ζήσεις τη ζωή σου με αξιοπρέπεια.
«Πάμε στα χτήματα;» ρώτησα τον Κωνσταντίνο την Παρασκευή το πρωί. «Πάμε» απάντησε χωρίς δεύτερη κουβέντα. Και ξεκινήσαμε αφού πρώτα περάσαμε από το κεφαλάρι να δούμε τη δύναμη του νερού. Μας φόβισε ο βάλτος που συναντήσαμε στο δρόμο μας παρακάτω και τον περάσαμε με σχετική δυσκολία. «Ε…. αφού περάσαμε αυτό το βάλτο, εύκολα θα περάσουμε και το ποτάμι για τα χτήματα» μονολόγησα. Άκουσε τα λόγια μου ο Κωνσταντίνος και τρόμαξε. «Έχει πολύ νερό το ποτάμι και δεν είμαστε για μπάνιο τέτοιο καιρό» τον άκουσα να λέει φοβισμένα. «Καλά, πάμε και βλέπουμε» μονολόγησα τη στιγμή που οι μπροστινές ρόδες έμπαιναν στη κοίτη του ποταμού. Και προχωρήσαμε κόντρα στο ποτάμι για λίγο – αφού γνωρίζαμε απ’ έξω το πέρασμα αυτό. Και όταν βρεθήκαμε καταμεσής στον Αλφειό, έστριψα δεξιά για την αντίπερα όχθη, για τα χτήματα.
Το πέρασμα αυτό το ξέρουμε όπως το σπίτι μας, ακόμα και με δεμένα μάτια.. Και όταν έκανα δεξιά, το πέρασμα είχε χαθεί!! και πλάγιασε το αμάξι προς τα δεξιά. Το νερό από την πλευρά μου πήγαινε περίπου στους 70 πόντους, από τη μεριά του Κωνσταντίνου βλέπαμε το νερό να ανεβαίνει. Και τρόμαξε αυτός και σαν αίλουρος από το παράθυρο βρέθηκε στην οροφή να κρατιέται γερά από τη σχάρα!. Κατέβηκα κανονικά και είδα το μπροστινό δεξιό τροχό να βρίσκεται στο αέρα, και η κλίση όμως δεν ήταν δα και τόσο μεγάλη. Ο Κωνσταντίνος κατέβηκε από τη σχάρα και έπεσε στο νερό μέχρι το λαιμό από στραβοπάτημα και σοκαρισμένος τράβηξε για την όχθη από την απρόσμενη ατυχία και το αναγκαστικό μπάνιο στο καταχείμωνο.
Τον άφησα και άρχισα να βάζω μεγάλες τροχάλες κάτω από τον τροχό. Μου πήρε πολύ ώρα η δουλειά αυτή μέχρι να φέρω τα πράγματα σε μία σειρά. Ευτυχώς η μηχανή δούλευε συνέχεια. Και ο Κωνσταντίνος που τον καλούσα για βοήθεια έδιωχνε το νερό που είχε καταπιεί. Κι εγώ όμως, βρεγμένος μέχρι το κόκκαλο, έφτασα πάλι στη θέση του οδηγού και εύκολα το αμάξι υπάκουσε και βγήκαμε σε τόπο στεριανό και πάλι!. Στα χτήματα δεν φτάσαμε αν και πλησιάσαμε πολύ κοντά τους.
Στην γρήγορη επιστροφή για το χωριό, υπήρχε μία σχετική υγρασία στο αμάξι, λίγο από τα μουσκεμένα ρούχα μας, λίγο από το νερό που πέρασε σε αυτό και μούσκεψε μερικά χαρτιά. Τον άφησα σπίτι του και τράβηξα γρήγορα για το δικό μου. Το τηλέφωνο που σώθηκε από το νερό χτύπησε δυνατά: «το παπούτσι σου το βρήκες;» άκουσα τη φωνή του Κωνσταντίνου κάπως καλύτερα και με ύφος σκωπτικό – δείγμα ότι το μυαλό του λειτουργούσε και πάλι κανονικά. Όχι δεν το βρήκα, το πήρε το ποτάμι...
Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Τύπος – Κυνήγι του Ελεύθερου Τύπου» την Τετάρτη 22 Απριλίου 2009.
Και τα προγονικά χωράφια που πέρασαν από χέρια κοτζαμπάσηδων και μεγάλων τσιφλικάδων τα έχουμε και τα καμαρώνουμε να μας δίνουν τον καρπό τους. Η ευλογημένη γη που ζητά μόνο αγάπη και σου παρέχει τα πάντα για να ζήσεις τη ζωή σου με αξιοπρέπεια.
«Πάμε στα χτήματα;» ρώτησα τον Κωνσταντίνο την Παρασκευή το πρωί. «Πάμε» απάντησε χωρίς δεύτερη κουβέντα. Και ξεκινήσαμε αφού πρώτα περάσαμε από το κεφαλάρι να δούμε τη δύναμη του νερού. Μας φόβισε ο βάλτος που συναντήσαμε στο δρόμο μας παρακάτω και τον περάσαμε με σχετική δυσκολία. «Ε…. αφού περάσαμε αυτό το βάλτο, εύκολα θα περάσουμε και το ποτάμι για τα χτήματα» μονολόγησα. Άκουσε τα λόγια μου ο Κωνσταντίνος και τρόμαξε. «Έχει πολύ νερό το ποτάμι και δεν είμαστε για μπάνιο τέτοιο καιρό» τον άκουσα να λέει φοβισμένα. «Καλά, πάμε και βλέπουμε» μονολόγησα τη στιγμή που οι μπροστινές ρόδες έμπαιναν στη κοίτη του ποταμού. Και προχωρήσαμε κόντρα στο ποτάμι για λίγο – αφού γνωρίζαμε απ’ έξω το πέρασμα αυτό. Και όταν βρεθήκαμε καταμεσής στον Αλφειό, έστριψα δεξιά για την αντίπερα όχθη, για τα χτήματα.
Το πέρασμα αυτό το ξέρουμε όπως το σπίτι μας, ακόμα και με δεμένα μάτια.. Και όταν έκανα δεξιά, το πέρασμα είχε χαθεί!! και πλάγιασε το αμάξι προς τα δεξιά. Το νερό από την πλευρά μου πήγαινε περίπου στους 70 πόντους, από τη μεριά του Κωνσταντίνου βλέπαμε το νερό να ανεβαίνει. Και τρόμαξε αυτός και σαν αίλουρος από το παράθυρο βρέθηκε στην οροφή να κρατιέται γερά από τη σχάρα!. Κατέβηκα κανονικά και είδα το μπροστινό δεξιό τροχό να βρίσκεται στο αέρα, και η κλίση όμως δεν ήταν δα και τόσο μεγάλη. Ο Κωνσταντίνος κατέβηκε από τη σχάρα και έπεσε στο νερό μέχρι το λαιμό από στραβοπάτημα και σοκαρισμένος τράβηξε για την όχθη από την απρόσμενη ατυχία και το αναγκαστικό μπάνιο στο καταχείμωνο.
Τον άφησα και άρχισα να βάζω μεγάλες τροχάλες κάτω από τον τροχό. Μου πήρε πολύ ώρα η δουλειά αυτή μέχρι να φέρω τα πράγματα σε μία σειρά. Ευτυχώς η μηχανή δούλευε συνέχεια. Και ο Κωνσταντίνος που τον καλούσα για βοήθεια έδιωχνε το νερό που είχε καταπιεί. Κι εγώ όμως, βρεγμένος μέχρι το κόκκαλο, έφτασα πάλι στη θέση του οδηγού και εύκολα το αμάξι υπάκουσε και βγήκαμε σε τόπο στεριανό και πάλι!. Στα χτήματα δεν φτάσαμε αν και πλησιάσαμε πολύ κοντά τους.
Στην γρήγορη επιστροφή για το χωριό, υπήρχε μία σχετική υγρασία στο αμάξι, λίγο από τα μουσκεμένα ρούχα μας, λίγο από το νερό που πέρασε σε αυτό και μούσκεψε μερικά χαρτιά. Τον άφησα σπίτι του και τράβηξα γρήγορα για το δικό μου. Το τηλέφωνο που σώθηκε από το νερό χτύπησε δυνατά: «το παπούτσι σου το βρήκες;» άκουσα τη φωνή του Κωνσταντίνου κάπως καλύτερα και με ύφος σκωπτικό – δείγμα ότι το μυαλό του λειτουργούσε και πάλι κανονικά. Όχι δεν το βρήκα, το πήρε το ποτάμι...
Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Τύπος – Κυνήγι του Ελεύθερου Τύπου» την Τετάρτη 22 Απριλίου 2009.