Διάβασα σε μία εφημερίδα της βόρειας Ιταλίας πρόσφατα για τη βία που έχει μπει για τα καλά στη ζωή μας. Και επειδή τα ιταλικά μου φτάνουν μέχρι το λατινικό «officium (καθήκον)», επιστράτευσα καλή φίλη μου που είναι και ιταλοσπουδαγμένη. Και το αποτέλεσμα ήταν να μην καταλάβω όχι τι έγραφε η εφημερίδα αλλά ούτε καν το νόημα του άρθρου!. Και θύμωσε η καλή μου φίλη και δεν έτρωγε το παγωτό της! Τέτοια βάσανα προς χάριν της ενημέρωσης, όχι για μένα μόνο αλλά και για δικούς μου ανθρώπους που με ανέχονται στις παραξενιές μου.
Και εκεί που ήθελα πολύ να γράψω δυό λόγια για τη βία από το δημοσίευμα της εφημερίδας, πέρασε ο καιρός, πέρασε και το Πάσχα με τα σουβλιστά ελέη - τις γαλατόπιτες της μάνας - τα απαγορευμένα κοκορέτσια - και όλα όσα αποτελούν την ελληνική εκδοχή του Πάσχα. Και ξέχασα τη βία αλλά αντίκρισα την Άνοιξη. Και όπως σωστά γράφει κι ένας γείτονάς μου: «ο Απρίλιος στα λατινικά λέγεται “Aperio” και σημαίνει ανοίγω, από εκεί και η Άνοιξη, το άνοιγμα της φύσης, της ζωής. Αν και δεν είμαι ειδικός, φαντάζομαι πως και το Πάσχα σηματοδοτεί την αναζωογόνηση της φύσης – συγχωρείστε με αν κάνω λάθος.
Και ενώ άρχισα με τη βία, παραμονές της Μεγάλης Παρασκευής βρέθηκα σε λιβάδια καταπράσινα, σε ρυάκια παραφουσκωμένα από τον χειμώνα που πέρασε, στα απίστευτα χρώματα που αρχίζουν να διαμορφώνουν την εικόνα του ματιού. Και η εικόνα που βλέπει το ανθρώπινο μάτι, καμία τέχνη δεν καταφέρνει να την αποτυπώσει με ακρίβεια. Όλες οι τέχνες, αντιγραφές είναι που προσεγγίζουν το θέμα τους, δεν το τελειοποιούν. Και η εικόνα που έχει το ανθρώπινο μάτι, διαφοροποιείται ανά δευτερόλεπτο από τα κέφια του αέρα, του ήλιου, από τη σκιά ενός δέντρου, από τη δύναμη του υγρού στοιχείου. Υπάρχει άραγε καλύτερος ευρυγώνιος φακός από το μάτι;
Και παρατηρώντας τα παιχνίδια με τα χρώματα, έφτασε και ο παράξενος ήχος. Δεν ξεγελάστηκα, εκεί κοντά σε μικρό κοτέτσι η «θειά» έσφαζε αλανιάρη κόκορα – πιθανώς παραγγελία είχε πάρει από κάποιον που γνωρίζει να τρώει αγνές τροφές. . Και ο κόκορας αν και ακέφαλος, σπαρταρούσε και τίναζε το αίμα του να ποτίσει και να λιπάνει τα αγριόχορτα και να τα νοστιμίσει. Αυτά που όχι μόνο εμείς οι κυνηγοί αλλά κύρια οι φανατικοί χορτοφάγοι κυνηγούν για την αγνότητά τους και τη μοναδική γεύση τους.
Προχώρησα ανηφορικά να χαζέψω τις αντανακλάσεις του ήλιου με το φρέσκο φώς. Περπατώντας, το μονοπάτι διακλαδιζόταν και άκουσα ήχους από βελάσματα προβάτων. Συνέχισα τη πορεία μου και είχα αμφιθεατρική εικόνα του χώρου. Ένα μαχαίρι με βία; με βιά; πρόλαβα και το είδα να μπαίνει στο λαιμό υποψήφιου οβελία. Ο ήχος του θανάτου τράνταξε το φώς. Στα οργανωμένα σφαγεία ο θάνατος δεν έχει ήχο, και έρχεται με επιστημονικούς αθόρυβους τρόπους πιστεύω. Περνώντας το διάσελο και κατηφορίζοντας στο αντιπρανές, άλλαξαν και οι εικόνες από την αποσκιερή πλαγιά. Πλεύρισα στη ρεματιά που συνάντησα και άφηνα πίσω μου μισοπεσμένες πεζούλες. Δεν ήταν ο καινούριος ήχος που με έκανε να σταματήσω πάλι, αλλά οι μυρωδιές – άσχημες που δεν συμβάδιζαν με τα πράματα του θεού. Μικρό βουστάσιο έφραζε τη ρεματιά και στον περιφραγμένο χώρο του τα χοιρινά – αυτά τα πεντανόστιμα κρέατα, έπαιρναν τη σειρά τους για το εμπόριο. «Χοιρινή μπριζόλα», την συνιστούν και οι γιατροί σε μερικές περιπτώσεις.
Πλησίαζα στο χωριό μου ύστερα από μεγάλη περιπλάνηση. Συνάντησα στους αγρούς γυναίκες να κόβουν με τα χέρια αγριολούλουδα για να στολίσουν τον Επιτάφιο. Παρακεί μια συντοπίτισσα έκοβε τα χαμομήλια που είχαν κιτρινίσει τον τόπο. Εκλεκτό ρόφημα στα κρύα γυρίσματα του χειμώνα που ανασταίνει και νεκρούς. Και ευωδιαστή η γεύση του.
Έφτασα σπίτι και ήπια νεράκι. Έψησα το καφεδάκι μου και βγήκα στο μπαλκόνι. Η καμπάνα μας καλούσε στο Επιτάφιο. Για την βία στη φύση θα μιλήσω άλλη φορά που θα ‘μαι και περισσότερο ενημερωμένος.
Και εκεί που ήθελα πολύ να γράψω δυό λόγια για τη βία από το δημοσίευμα της εφημερίδας, πέρασε ο καιρός, πέρασε και το Πάσχα με τα σουβλιστά ελέη - τις γαλατόπιτες της μάνας - τα απαγορευμένα κοκορέτσια - και όλα όσα αποτελούν την ελληνική εκδοχή του Πάσχα. Και ξέχασα τη βία αλλά αντίκρισα την Άνοιξη. Και όπως σωστά γράφει κι ένας γείτονάς μου: «ο Απρίλιος στα λατινικά λέγεται “Aperio” και σημαίνει ανοίγω, από εκεί και η Άνοιξη, το άνοιγμα της φύσης, της ζωής. Αν και δεν είμαι ειδικός, φαντάζομαι πως και το Πάσχα σηματοδοτεί την αναζωογόνηση της φύσης – συγχωρείστε με αν κάνω λάθος.
Και ενώ άρχισα με τη βία, παραμονές της Μεγάλης Παρασκευής βρέθηκα σε λιβάδια καταπράσινα, σε ρυάκια παραφουσκωμένα από τον χειμώνα που πέρασε, στα απίστευτα χρώματα που αρχίζουν να διαμορφώνουν την εικόνα του ματιού. Και η εικόνα που βλέπει το ανθρώπινο μάτι, καμία τέχνη δεν καταφέρνει να την αποτυπώσει με ακρίβεια. Όλες οι τέχνες, αντιγραφές είναι που προσεγγίζουν το θέμα τους, δεν το τελειοποιούν. Και η εικόνα που έχει το ανθρώπινο μάτι, διαφοροποιείται ανά δευτερόλεπτο από τα κέφια του αέρα, του ήλιου, από τη σκιά ενός δέντρου, από τη δύναμη του υγρού στοιχείου. Υπάρχει άραγε καλύτερος ευρυγώνιος φακός από το μάτι;
Και παρατηρώντας τα παιχνίδια με τα χρώματα, έφτασε και ο παράξενος ήχος. Δεν ξεγελάστηκα, εκεί κοντά σε μικρό κοτέτσι η «θειά» έσφαζε αλανιάρη κόκορα – πιθανώς παραγγελία είχε πάρει από κάποιον που γνωρίζει να τρώει αγνές τροφές. . Και ο κόκορας αν και ακέφαλος, σπαρταρούσε και τίναζε το αίμα του να ποτίσει και να λιπάνει τα αγριόχορτα και να τα νοστιμίσει. Αυτά που όχι μόνο εμείς οι κυνηγοί αλλά κύρια οι φανατικοί χορτοφάγοι κυνηγούν για την αγνότητά τους και τη μοναδική γεύση τους.
Προχώρησα ανηφορικά να χαζέψω τις αντανακλάσεις του ήλιου με το φρέσκο φώς. Περπατώντας, το μονοπάτι διακλαδιζόταν και άκουσα ήχους από βελάσματα προβάτων. Συνέχισα τη πορεία μου και είχα αμφιθεατρική εικόνα του χώρου. Ένα μαχαίρι με βία; με βιά; πρόλαβα και το είδα να μπαίνει στο λαιμό υποψήφιου οβελία. Ο ήχος του θανάτου τράνταξε το φώς. Στα οργανωμένα σφαγεία ο θάνατος δεν έχει ήχο, και έρχεται με επιστημονικούς αθόρυβους τρόπους πιστεύω. Περνώντας το διάσελο και κατηφορίζοντας στο αντιπρανές, άλλαξαν και οι εικόνες από την αποσκιερή πλαγιά. Πλεύρισα στη ρεματιά που συνάντησα και άφηνα πίσω μου μισοπεσμένες πεζούλες. Δεν ήταν ο καινούριος ήχος που με έκανε να σταματήσω πάλι, αλλά οι μυρωδιές – άσχημες που δεν συμβάδιζαν με τα πράματα του θεού. Μικρό βουστάσιο έφραζε τη ρεματιά και στον περιφραγμένο χώρο του τα χοιρινά – αυτά τα πεντανόστιμα κρέατα, έπαιρναν τη σειρά τους για το εμπόριο. «Χοιρινή μπριζόλα», την συνιστούν και οι γιατροί σε μερικές περιπτώσεις.
Πλησίαζα στο χωριό μου ύστερα από μεγάλη περιπλάνηση. Συνάντησα στους αγρούς γυναίκες να κόβουν με τα χέρια αγριολούλουδα για να στολίσουν τον Επιτάφιο. Παρακεί μια συντοπίτισσα έκοβε τα χαμομήλια που είχαν κιτρινίσει τον τόπο. Εκλεκτό ρόφημα στα κρύα γυρίσματα του χειμώνα που ανασταίνει και νεκρούς. Και ευωδιαστή η γεύση του.
Έφτασα σπίτι και ήπια νεράκι. Έψησα το καφεδάκι μου και βγήκα στο μπαλκόνι. Η καμπάνα μας καλούσε στο Επιτάφιο. Για την βία στη φύση θα μιλήσω άλλη φορά που θα ‘μαι και περισσότερο ενημερωμένος.