Παραμονή Πρωτοχρονιάς, απόγευμα ήταν και ανεβαίναμε κατά το βουνό. Τα χιόνια που είχαν πέσει τις προηγούμενες ημέρες, είχαν λιώσει – το κρύο όμως είχε δύναμη και απαιτούσε καλή ενδυμασία.
Οι λούτσες στον κακοτράχαλο δρόμο είχαν βαθύνει, από παντού έτρεχαν νερά. Αργά, δίχως βιασύνες, κατευθυνόμασταν για το μέρος που είχαμε επιλέξει για να δούμε τον καινούριο χρόνο. Φτάσαμε στον στέρεο τόπο και σταματήσαμε. Αρχίσαμε να ξεφορτώνουμε τη σκηνή, τα σκεύη, τον διπλό υπνόσακο, όλα όσα είχαμε μαζί μας για την διανυκτέρευση στο βουνό.
Μας πήρε χρόνο να τακτοποιήσουμε το κονάκι μας. Θέλαμε και προαύλιο χώρο – τον φτιάξαμε, θέλαμε και καλή θέα – την επιλέξαμε, ψάξαμε στην περιοχή και «απαλλοτριώσαμε» δύο πλάκες για την καθισιά μας. Ετοιμάσαμε και την εστία μας – και την γεμίσαμε με ξύλα – ο χώρος μας είχε άφθονα. Στα δεξιά μας – λίγα μέτρα από «το σπίτι μας» η πηγή έβγαζε γάργαρο νεράκι, ήμασταν πλούσιοι.
Σουρούπωνε όταν βάλαμε φωτιά στα ξύλα – η δική μας φωτιά είχε ανάψει λίγες ημέρες νωρίτερα, όταν γνωριστήκαμε με την «αρχόντισσα» στον διάδρομο ενός βιβλιοπωλείου. Εκείνη έψαχνε στα λογοτεχνικά βιβλία και κατέληξε στην «Χίμαιρα» του Καραγάτση. Εγώ κοιτούσα στα ιστορικά – μου αρέσει η ιστορία. Πιάσαμε κουβέντα: «ο Καραγάτσης με την Χίμαιρα μου έμαθε τη Σύρα» της είπα, με κοίταξε και «έπεσα βαθιά λαβωμένος από τα βέλη της.
Με αιφνιδίασε όταν της πρότεινα να περάσουμε την νέα χρονιά στο βουνό, μόνοι μας μακριά από τα συνηθισμένα και πολύβουα, και άκουσα ένα απλό «ναι». Κάπως έτσι φτάσαμε στη φωτιά που έκαιγε μπροστά μας και φώτιζε το αγγελικό της πρόσωπο. Ομορφιά….
Το κρύο δυνάμωνε όσο πλησίαζε η αλλαγή του χρόνου. Το τσουκάλι στη φωτιά είχε τη σούπα που θα τρώγαμε – δικιάς της κατασκευής. Πεντανόστιμη, μας έδωσε δυνάμεις και αντοχές. Το τσάι του βουνού μετά με την μαύρη σταφίδα συνόδεψε την κουβέντα μας. Το τσάι το μαζεύει η μάνα μου από το χωριό, δικής μας παραγωγής ! – άφθονο στα ελληνικά βουνά. Όπως και το θυμάρι – όπως και την ρίγανη την ξερική.
Εκεί που σωπαίναμε, άρχιζαν τις φλυαρίες, τα δικά τους λόγια, οι βελανιδιές. Ακουμπούσε η μία την άλλη σε μία σχέση αγάπης; Έρωτα; Αδελφοσύνης; Ποιος να ξέρει. Τις ακούγαμε όμως καλά. Όπως και το νερό που κυλούσε δίπλα μας και έδινε ζωή στο διάβα του.
«Πλησιάζουν μεσάνυκτα» της είπα. Σηκώθηκε σαν ελατήριο και μπήκε στη σκηνή. Βγήκε έπειτα από λίγο κρατώντας δύο κρυστάλλινα ποτήρια και μία σαμπάνια !. Με ξάφνιασε αλλά δεν είπα τίποτα, χαμογέλασα μονάχα κοιτάζοντας την.
Δυνάμωσα τη φωτιά και άρχισα την αντίστροφη μέτρηση - 5, 4, 3, 2, 1, 0 – φιληθήκαμε, και κράτησε ώρα πολύ το φιλί αυτό. Άνοιξα τη σαμπάνια και ο αφρός της έπνιξε τα χείλη μας. Κοιτάξαμε στη γειτονιά μας τις βελανιδιές, τις πέτρες, τα βράχια, το νερό που κυλούσε, όλα ήσαν όπως και πριν. Καμιά γιορτή, κοιταχτήκαμε στα μάτια, και αγκαλιαστήκαμε ξανά και ξανά.
«Δεν υπάρχει Πρωτοχρονιά» της είπα. Εμείς την δημιουργήσαμε γιατί την είχαμε ανάγκη. Κάπως έτσι φτιάξαμε και τις θρησκείες, και τα πολιτικά συστήματα. Οργανωθήκαμε σε μικροκοινωνίες, και ξεχάσαμε την καταγωγή μας. Από τον φόβο μας για τον θάνατο. Γέλασε. Και Μαζί της σαν να γέλασαν και οι βελανιδιές, σαν να ακούστηκαν φωνές από το δάσος που συμφωνούσαν μαζί της, καταλάβαιναν το γέλιο της που αντήχησε δυνατότερο από τα ψεύτικα πυροτεχνήματα της πόλης.
Χωθήκαμε στο κονάκι μας για να δυναμώσουμε τη φωτιά που από ώρα μας είχε κυκλώσει. Τότε ήταν που άρχισε έξω ο αγέρας να λυσσομανά και η βροχή να χτυπά αλύπητα την καλοφτιαγμένη σκηνή μας. Ήμασταν ευτυχισμένοι.
Είχε γεμίσει η μέρα και κατεβαίνοντας για τον «πολιτισμό» απαντήσαμε μερικούς πουλάδες, μας κοιτούσαν ξαφνιασμένοι, μας ευχήθηκαν «χρόνια πολλά» και μας προσπέρασαν γρήγορα. Φτάσαμε στον κεντρικό δρόμο για την επιστροφή στη πόλη.
Ο δρόμος ήταν ακόμα άδειος, δικός μας, όπως και όλος ο κόσμος. Τα έλατα στα πλευρά του δρόμου είχαν αντικαταστήσει τις χθεσινές αλαφροΐσκιωτες βελανιδιές. Κοιταζόμασταν σιωπηλοί, η μουσική της καρδιάς έπαιζε στους δικούς ρυθμούς. Μου έπιασε το χέρι σφικτά. Έτσι φτάσαμε στη πόλη.
Δεν υπάρχει νέος χρόνος, ούτε παλιός υπάρχει. Αληθινή είναι μόνο η ματιά, το σκίρτημα της καρδιάς, η αιώνια ζωή. Αν όμως διαφωνείτε, τότε, Καλή σας Χρονιά …
===========================================
Δημοσιεύθηκε στο ένθετο περιοδικό «Κυνήγι» του Ελεύθερου Τύπου την Τετάρτη 19 Ιανουαρίου 2011.