Τετάρτη 16 Φεβρουαρίου 2011

«Ξεψαρίζοντας» λυθρίνια …

Η «Γαλήνη», είναι η μοναδική ταβέρνα στην Νέα Μάκρη που λειτουργεί σαν παραδοσιακός καφενές από το ξημέρωμα. Και οι ψαράδες του λιμανιού την έχουν κάνει στέκι τους πολλά χρόνια τώρα. Και ο σωστός ελληνικός καφές σερβιρισμένος σε κρασοπότηρο παρακαλώ.

Ένας γέροντας που μας δέχτηκε στο τραπέζι του με προθυμία, μας εξιστόρησε στη συνέχεια πως προέρχεται από μία εκ των 93 οικογενειών – προσφύγων του 22’ που εγκαταστάθηκαν στην Νέα Μάκρη - από την Μάκρη της Ιωνίας. Υπήρχαν και άλλες προσφυγικές οικογένειες που δυστυχώς ξεκληρίστηκαν από την ελονοσία. Τα μεγάλα έλη την εποχή εκείνη ήσαν στην σημερινή Αμερικάνικη Βάση.


Πέρασε γρήγορα η ώρα στον καφενέ με τις παλιές ιστορίες και δεν καταλάβαμε πότε έδεσε στον ντόκο το ψαροκάικο «Αίολος» του φίλου μας του Βαγγέλη Πόγκα. Ανεβήκαμε στον «Αίολο» και ο Βαγγέλης ξεψάρωνε τα τελευταία δίκτυα. Την φορά αυτή ο καφές ήταν καραβίσιος! με την τέχνη του γράφοντος. Καθίσαμε στην πρύμνη και άρχισαν οι κουβέντες ανάμεσα στους ψαράδες. Βουνίσιος εγώ, δεν καταλάβαινα και πολλά και σώπαινα.

Ο Βαγγέλης με τον Απόστολο, παλιοί γνώριμοι - ψαράδες και πουλάδες, έμπλεκαν τα λυθρίνια με τις μπεκάτσες, τα παραγάδια με τα ορτύκια. Ο ένας μιλούσε για τα ορτύκια της πέτρας και ο άλλος για τα καλά λιβάδια και τους καλούς ψαρότοπους. Οι κουβέντες αυτές στο καΐκι, αιωρούμενες πάνω από την αλμύρα, αποκτούν γεύσεις και σου μένουν στο μυαλό.

Η θάλασσα ήταν ήσυχη, είχε μπουνάτσα. Αργότερα έβγαλε μέσα 3 και 4 μποφόρ και έβλεπες μακριά στον κόλπο του Μαραθώνα τους σέρφερς να αναπτύσσουν ταχύτητες. Ο κόσμος είχε ξυπνήσει για τα καλά και η παραλία άρχισε να γεμίζει κόσμο. Άλλοι για να αγοράσουν ψάρια, άλλοι για βόλτα στην λιακάδα, τα παιδιά κοντά στο λιμάνι έχουν τον δικό τους παιδότοπο, τα ζευγαράκια πιασμένα χέρι – χέρι κοιτούσαν το φως που έλαμπε.


Αφού «απαλλοτριώσαμε» τα περισσότερα λυθρίνια του Βαγγέλη, καταλήξαμε στην γωνιακή ταβέρνα «Τα Βοτσαλάκια» για να φάμε τα υπόλοιπα. Μέσα σε αυτά υπήρχαν και μερικές κουτσομούρες που με τη σαλάτα και το άσπρο κρασί, φέραμε τη φρεσκάδα της θάλασσας στο στομάχι μας.

Ο Απόστολος, ακουμπισμένος στα ρέλια της ταβέρνας, αντικριστά του εγώ και στην κεφαλή του τραπεζιού ο Βαγγέλης. Περνούσαν πολλοί στον δρόμο και μας καλοχαιρετούσαν – ήξεραν καλά τον Βαγγέλη – και στο φτερό άρχιζαν πάλι οι κουβέντες της θάλασσας. Πως έφτασε η κουβέντα πάλι στο κυνήγι δεν ξέρω, όμως, ο Βαγγέλης είναι γνωστός στην περιοχή όχι μόνο σαν ψαράς αλλά και σαν κυνηγός. Το επανιέλ που έχει όπως έμαθα έχει πάρει και βραβεία μορφολογίας.


Στην παρέα μας κάθισε αργότερα και ένας άλλος κυνηγός, φίλος του Βαγγέλη που μας διηγήθηκε μία απίστευτη ιστορία: «είχαμε βάλει έναν τυμπανοκρούστη μέσα σε πορτοκαλεώνες και πρόγκηξε όλες τις τσίχλες που υπήρχαν μέσα σε αυτόν». Ναι. Είναι παραμυθάδες οι κυνηγοί, πλάθουν ιστορίες και έχουν το χάρισμα της ωραίας εξιστόρησης.

Την Κυριακή το πρωί, ούτε ο Απόστολος μα ούτε κι εγώ πήγαμε για κυνήγι. Αφού μείναμε στην πόλη, σκεφτήκαμε ότι τον καλύτερο καφέ τον κάνουν στα λιμάνια – σε όλα τα λιμάνια του κόσμου – μικρά και μεγάλα. Και ο καφές στο ταπεινό λιμάνι της Νέας Μάκρης είχε γεύσεις. Δεν φτάνει μονάχα ο καφές. Είναι η διάθεση που περισσεύει, η πρωινή υγρασία που τσακίζει κόκαλα, είναι αυτή η θεϊκή αλμύρα που έρχεται από τον ξεχασμένο θεό Αίολο, είναι το χάσιμο του φεγγαριού που ταπεινώνεται στη δύση του - είναι όλα αυτά τα μικρά, που τουλάχιστον εμείς δεν θέλουμε να προσπερνάμε.

Ο Βαγγέλης είναι ψαράς και κυνηγός, σπουδαγμένος στην Γαλλία, καλός φαμελιάρης, άνθρωπος ήρεμος – μπολιασμένος από την αλμύρα της θάλασσας – και γι’ αυτό ταπεινός. Δεν τα πήγε μέχρι τώρα όμως και τόσο καλά στην μπεκάτσα – αφού λίγες φορές βγήκε για το κυνήγι της. Θα βρει όμως χρόνο, και αν δεν προλάβει φέτος, του χρόνου – δεν υπάρχει βιάση.

Οι άνθρωποι που ζουν από την φύση με όσα απλόχερα τους παρέχει για το ζην και ουχί για το εύ ζην, δεν αποκτούν τις δίχως νόημα ταχύτητες της πόλης – και αυτός είναι ένας σοβαρός λόγος που τους σέβομαι και τους ζηλεύω……..

==========================================
Δημοσιεύθηκε την Τετάρτη 16 Φεβρουαρίου στο ένθετο περιοδικό «Κυνήγι» του Ελεύθερου Τύπου