Το χιόνι στην καρδιά του Μαινάλου είχε σκεπάσει τα έλατα, τις ρεματιές, τους δρόμους – και είχε απλώσει το παχύ του στρώμα σε κάθε επιφάνεια γης. Σκέπασε και την τροφή της πανίδας που έψαχνε απεγνωσμένα τα προς το ζην.
Ο καιρός ακολουθεί την εποχή του και εύκολα το διαπιστώνει κανείς αν φύγει από τα όρια του κλεινού άστεως. Η χαρά είναι απερίγραπτη – ειδικά για το παιδί, αν καταφέρει να παίξει με το χιόνι ή αν λερωθεί από το φρέσκο χώμα – και ας φωνάζει και ας σταυροκοπιέται η μάμη του ανακράζοντας «μηηηη παιδί μου, θα λερωθείς». Μα, αν δεν λερωθεί το παιδί, αν δεν ιδρώσει, αν δεν σχίσει τα ρούχα του, αν δεν ματώσει, αν δεν γεμίσει με βρωμιές – πότε θα ζήσει την ηλικία του; Ακολουθεί και το παιδί τον καιρό του, την εποχή του – γιατί έτσι επιβάλει η φύση του. Αν το εμποδίσει η μάμη του, είναι σαν να το ευνουχίζει και να το γιομίζει ενοχές για τα αυτονόητα.
Δυστυχώς, απειροελάχιστα παιδιά ζώντας στις πόλεις, έχουν καταφέρει να δούν και να χαϊδέψουν από κοντά ένα απλό γαϊδουράκο. Να διασταυρώσουν τη ματιά τους με τα πανέμορφα και διαρκώς θλιμμένα μάτια του ταπεινού ζώου – να δώσουν με τα χέρια τους λίγη τροφή στα χείλη του, να τον καβαλικέψουν και να νιώσουν όμορφα.
Γράφω τα παραπάνω για να εξιστορήσω ένα γεγονός που το έζησα από πολύ κοντά και με γέμισε σκέψεις, αμελητέο ασφαλώς γεγονός αλλά το παράξενο μυαλό μου ερεθίζεται με περιστατικά «φυσιολογικά» κατ’ άλλους.
Την Κυριακή βρέθηκα με παρέα εξ Αθηνών στα χιονισμένα τοπία της περιοχής. Οι κεντρικοί δρόμοι ήσαν πεντακάθαροι από χιόνια αφού τα εκχιονιστικά μηχανήματα δούλεψαν σκληρά και αποκαταστάθηκε η ομαλή λειτουργία των εποχούμενων διαβατών. Κάποιοι όμως μικρότεροι δρόμοι έμειναν παρθένοι και σε αυτούς η παρέα αποφάσισε με χαρά να εκδράμει. Το παχύ χιόνι δεν μας δυσκόλεψε να αντικρίσουμε κάτασπρα τοπία – αφού το αυτοκίνητο, μας πήγε όπου θέλαμε με ασφάλεια. Περιπλανηθήκαμε περίπου δύο ώρες σε απομονωμένες πηγούλες που έσκιζαν το λευκό τοπίο, περπατήσαμε και πέσαμε πολλές φορές από τις γλίστρες, παίξαμε χιονοπόλεμο και παγώσαμε, και ευτυχείς βγήκαμε προς αναζήτηση ταβέρνας δια τα «περαιτέρω». Ευτυχείς όλοι; Δυστυχώς όχι. Μία φίλη της ωραίας παρέας μας, κλεισμένη συνεχώς στο αυτοκίνητο - ξέσπασε σε λυγμούς και αναφιλητά. Αλληλοκοιταζόμασταν να διαπιστώσουμε ποιος/α από εμάς την πειράξαμε, της είπαμε κάτι άπρεπο, και την στεναχωρήσαμε. Όταν συνήλθε από το κλάμα που χάλασε το όμορφο πρόσωπό της, μας εκμυστηρεύτηκε εν μέσω θλίψης ότι φοβήθηκε το χιόνι και τρομοκρατήθηκε. Γενικώς δεν το συναντά συχνά και το φοβάται. Και το αποφεύγει εφόσον μπορεί αλλά πίστευε αυτή την φορά μαζί μας πως θα κατανικούσε τους φόβους της – δεν τα κατάφερε όμως.
Βρήκα φυσιολογική την αντίδρασή της, αφού είναι γέννημα-θρέμμα της πόλης – και ελάχιστες ευκαιρίες μέχρι σήμερα είχε να την εγκαταλείψει έστω και για μία μόνο ημέρα. Αγαπά όμως πολύ τα ζώα, την φύση, βλέπει συχνά ωραία ντοκιμαντέρ σε ξένα κανάλια, ψήφισε στις τελευταίες εκλογές Οικολόγους γιατί «αυτοί νοιάζονται μόνο για την φύση», μισεί τους κυνηγούς γιατί είναι κοινοί εγκληματίες, και γενικώς η ζωή της κυλά όμορφα στην πολύβουη ζωή του άστεως.
Όταν δύο σκυλιά «όρμησαν» καταπάνω μας με διαθέσεις «άγριες» την στιγμή που βγαίναμε χορτάτοι από την ταβέρνα, άρχισε τις στριγκλιές και αναστατώθηκε η ήσυχη ζωή του χωριού. Τα σκυλιά τα «ηρεμήσαμε» με χάδια και γλύτωσε η καλή μας φίλη από «βέβαιο θάνατο».
Έμαθε στην ζωή της η όμορφη φίλη μας να «αγαπά» την φύση εξ αποστάσεως – με τεχνικά μέσα, φοβάται πάρα πολύ και τα αδέσποτα σκυλιά, και παράλληλα είναι αγανακτισμένη σε μόνιμη βάση με τους «άθλιους κυνηγούς». Αν είχα κι εγώ μία υστερική μάμη να μου φωνάζει διαρκώς «μηηηη παιδάκι μου», ασφαλώς και θα γινόμουν ένας σωστός οικολόγος, με τις ίδιες «ευαισθησίες» της ωραίας μας φίλης.
Α, ξέχασα να το πω, όταν έμαθε πως έκανε τόσες ώρες παρέα με έναν άθλιο κυνηγό, λιποθύμησε και πήγε να πέσει, δεν έπεσε όμως, την συγκράτησαν αιματοβαμμένα χέρια άθλιου συνανθρώπου της …
========================================
Δημοσιεύθηκε την Τετάρτη 23 Φεβρουαρίου στο ένθετο περιοδικό «Κυνήγι» του Ελεύθερου Τύπου