Αναρωτιέμαι καμιά φορά, πόσο θράσος πρέπει να έχουν μερικοί λαθροθήρες που δρούν κατά ομάδες και όχι κατά μόνας, ώστε να μην δίνουν δεκάρα τσακιστή για νόμους και διατάξεις περί του κυνηγίου.
Πολλές φορές ο οργάνωση της ομάδας θυμίζει αληθινή διμοιρία ειδικών δυνάμεων. Η παραλλαγή ρούχων και προσώπων, η ομάδα κρούσης, η ομάδα κάλυψης (τσιλιαδόροι), η ομάδα διαφυγής (!) και πολλά τέτοια κόλπα που ίσως να παραπέμπουν σε ταινίες του Χόλλυγουντ. Και φυσικά σε όλα αυτά τα άκρως μιλιταριστικά, προστίθεται και η συναίνεση της μικρής τοπικής κοινωνίας – που δεν αισθάνεται καλά με την εισβολή «ξένων» κυνηγών στα εδάφη της.
Όταν ας πούμε βγαίνει το βράδυ ο ταβερνιάρης για το παράνομο κυνήγι του κάπρου στο νερό, κινείται εκ του ασφαλούς – διότι ολόκληρη στρατιά πίσω του καλύπτει όλες τις κινήσεις του. Απορίας άξιο είναι πως τόσοι πολλοί άνθρωποι μέσα στη νύχτα γίνονται σκιές και φυλάνε καλά τον μακελάρη των γουρουνιών. Βέβαιο είναι ότι η συνεχής εξάσκηση φέρνει θεαματικά αποτελέσματα. Εξυπακούεται ότι κανείς από την ομάδα δεν ξενυχτά για την δόξα…….
Ο ταβερνιάρης, σαν καλός επαγγελματίας που είναι, φροντίζει να έχει τους καταψύκτες του γεμάτους για την πελατεία του- μόνιμη και περαστική. Ενδεχομένως να έχει δημιουργήσει και μία μικρή μονάδα από γουρούνια που τα βρήκε μικρά στο δάσος και τα περιμάζεψε μην και χαθούν – και εξασφαλίζει συνεχώς την άριστη ποιότητα στο κατάστημά του. Φαντάζομαι πως θα δίνει και νόμιμες αποδείξεις στους πελάτες του και όχι μπακαλόχαρτα.
Τούτοι οι άνθρωποι, μου έλεγε γέροντας που δεν του άρεσαν οι ασχήμιες που έβλεπε τριγύρω του – δεν έχουν θεό, κλείνουν ολάκερη την περιοχή με αυτοκίνητα, αλυσίδες, μπάρες και ότι μπορεί να φανταστεί ανθρώπου νους. Και είναι άπιαστοι γιατί έχουν καλή οργάνωση – αν κάποιος άγνωστος φανεί στην περιοχή, ειδοποιούνται άπαντες οι «φίλιες δυνάμεις» – δεν ξέρω με τι τρόπο - και φαίνεται – ότι αντί για λαθροθηρία – κάνουν βόλτες στο δάσος με τα κλεφτοφάναρα!.
Έχει υποχρέωση η θηροφυλακή να κοιτάξει όλες τις παραμέτρους της παρανομίας και να αναλάβει δράση – οργανωμένα – όπως οργανωμένοι είναι και οι θεατρίνοι της νύχτας. Στην Τήνο πρόσφατα με την καλή δουλειά ενός θηροφύλακα, πιάστηκε στα πράσα ένας λαθραίος λαγοκυνηγός – μέλος «εκλεκτής» τριμελούς ή τετραμελούς ομάδας. Η υπομονή και η εμπειρία των θηροφυλάκων μπορεί να φέρει θεαματικά αποτελέσματα – και πρέπει να υπάρξει συγκεκριμένο πλάνο καταπολέμησης της μάστιγας που αδικεί τους κυνηγούς και τους εκθέτει στα μάτια της κοινωνίας.
Χρήσιμο επίσης είναι, οι συνδικαλιστές μας κυνηγοί, να γνωρίζουν άριστα εκείνους με τους οποίους θα κυνηγήσουν παρέα ώστε να αποφύγουν δυσάρεστα απρόοπτα. Όταν ας πούμε καλούν έναν συνδικαλιστή σε κυνήγι αγριόχοιρων, να γνωρίζει αυτός ή να φροντίζει να μαθαίνει λεπτομέρειες περί της ποιότητας της ομάδας. Ακόμα και στην ταβέρνα που πηγαίνει να γευθεί αγριόχοιρο κοκκινιστό με χυλοπίτες, οφείλει να είναι υποψιασμένος και να αναρωτιέται που το βρίσκει σε τόσες ποσότητες ο ταβερνιάρης το εκλεκτό κρέας εφόσον ολημερίς απασχολείται με την πελατεία του. Διότι, πάνω απ’ όλα ο συνδικαλιστής κυνηγετικού συλλόγου ή των μεγαλύτερων οργανώσεων, δεν πρέπει μονάχα να είναι καθαρός μα και πρέπει να το δείχνει με τον τρόπο που διάγει το κυνήγι του.
Το κακό με τους λαθροθήρες μπορεί να αφανισθεί – έστω να ελαχιστοποιηθεί. Στο χέρι όλων μας είναι αρκεί να σκεφτόμαστε με την λογική και όχι με το «συναίσθημα» - μην λειτουργούμε δηλαδή υπό την πίεση ότι ο τυχάρπαστος νυχτοπερπατητής είναι φίλος μας, κουνιάδος μας, γαμπρός μας, συγχωριανός μας κτλ. Βέβαιο είναι ότι αυτός δεν σκέφτεται συναισθηματικά, κοιτάζει μονάχα το δικό του συμφέρον που μεταφράζεται σε μαύρο χρήμα, αδήλωτο και αφορολόγητο - στο όνομα φυσικά του κέρδους και της ανομίας.
«Δεν βαρέθηκες να γράφεις για την λαθροθηρία;» άκουσα δικό μου άνθρωπο να με ρωτά προ καιρού. Όχι, δεν βαρέθηκα, γιατί γνωρίζω καλά πως αυτή δεν είναι ανίκητη όσο και αν θέλουν κάποιοι να μην τις δίνουν την πρέπουσα βαρύτητα. Είναι μία πληγή που αν δεν την καθαρίσεις θα μολύνει ολάκερο το σώμα. Αν δεν την καυτηριάσεις εκεί που πρέπει, θα εξαπλωθεί σαν την χολέρα.
=========================
Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Κυνήγι» του Ελεύθερου Τύπου την Τετάρτη 7 Σεπτεμβρίου 2011.