Μεσημεριάσαμε στον οδικό άξονα Βυτίνας – Πύργου και είπαμε να κάνουμε στάση για φαγητό. Ο καιρός ήταν βαρύς, τα γορτυνιακά βουνά κατάλευκα από το χιόνι αλλά χαμηλότερα που βρεθήκαμε εμείς, κοντά στο Δωδεκάμετρο, ο καιρός γλύκαινε και ανεπαίσθητα έκανε την παρουσία της η υγρασία από τον Λάδωνα.
Σταματήσαμε στην κυρά Γιώργαινα. Ερημιά, όχι μόνο στην ταβέρνα αλλά παντού – σπάνια κυκλοφορούσε αυτοκίνητο και αυτό βιαστικό, είχε κάποιο προορισμό. Εμείς δεν είχαμε, γυροφέρναμε μέσα στο χειμωνιάτικο τοπίο. Μας αρέσουν οι βόλτες αυτές, καθιερωμένες από χρόνια. Αλλά κάτι δεν μας πήγαινε καλά, η ανθρώπινη απουσία βάραινε την ατμόσφαιρα, σαν την παγωνιά, ένα πράγμα.
Καθίσαμε κοντά στο τζάκι και μας έφερε η κυρά Γιώργαινα ζυγούρι βραστό που μοσχοβόλαγε από δυόσμο και φρεσκάδα. Κάθισε αντίκρυ μας – ήθελε κουβέντα – κι εμείς θέλαμε. «Τούτος ο χειμώνας να πάει και να μην ματα -ξαναεπιστρέψει παιδιά μου, Τόσο δύσκολος είναι για όλους μας, ακόμα και γι’ αυτούς που έχουν ένα παρά περισσότερο. Που άλλες χρονιές τέτοιες εποχές, γιόμιζε το μαγαζί από κυνηγούς – από το ξημέρωμα μέχρι αργά το βράδυ, για ένα καφέ, ένα ζεστό ρόφημα, ένα πιάτο φαγί. Και άκουγες κουβέντες, φωνές, χωρατά, δεν υπήρχε σιωπή, ούτε παγωνιά υπήρχε – την έδιωχναν μακριά τα ανθρώπινα πατήματα. Τώρα; Από πού έρχεστε; Απαντήσατε κανένα; Από το πρωί στο μαγαζί, μονάχα ένας ξάδελφος πέρασε για μια ρακί. Και τώρα εσείς. Ολούθε άκουγες άλλες φορές ντουφεκιές, άλλοι για μπεκάτσες, για τσίχλες, ψηλότερα για αγριογούρουνα. Εκατοντάδες κυνηγοί έδιναν ζωή στον μαραμένο τόπο».
Κυρά Γιώργαινα, από την Ανδρίτσαινα που ερχόμαστε ως κι εδώ, αμάξι δεν απαντήσαμε, τρακτέρ δεν φάνηκε στο δρόμο μας, μονάχα κάτι σκυλιά μας γαύγιζαν από μια στάνη. Εδώ περιμέναμε κάτι περισσότερο να ειδούμε, αλλά τα ίδια κι εδώ, ερημιά. «Και σε λίγο που θα φύγετε για Λαγκάδια και Βυτίνα όπως λέτε, πάλι δεν θα απαντήσετε άνθρωπο στο δρόμο – τι γίνηκαν οι ανθρώποι παναθεμά τους; Τι πάθαμε ούλοι μας; Ποιοι μας κατέστρεψαν; Τι πλερώνουμε;».
Αφήσαμε την κυρά Γιώργαινα στην ερημιά της και τραβήξαμε για τα ψηλότερα – και από εκεί να κατηφορίσουμε για την Αθήνα, την πιο θλιμμένη πόλη του κόσμου τούτη τη δύσκολη εποχή. Ολόκληρα δυό αυτοκίνητα συναντήσαμε στο δρόμο μας, ένα ντόπιο αγροτικό και άλλο ένα του δήμου – είχε κρατικές πινακίδες. Περάσαμε τα Λαγκάδια, βγήκαμε στη Βυτίνα να ξεμουδιάσουμε, να πιούμε τον καφέ μας στην όμορφη πλατεία της. Στην πολύβουη άλλοτε πλατεία, άδεια καθίσματα παντού. Απομεσήμερο ήταν, η καλύτερη ώρα για τον καφέ – και όμως, η καρδιά μαγκώθηκε από την απελπισιά. Που να είναι τώρα όλος αυτός ο ανθρώπινος ποταμός που γιόμιζε με τις φωνές του τον αγέρα; Σπίτι του; Καθηλωμένος στην τηλεόραση; Και τι βλέπει; Ειδήσεις που τρομάζουν; Ριάλιτυ προγράμματα που φυραίνουν το μυαλό;
Η Ελλάδα που ξέραμε χάθηκε. Μπορεί να ξημερώσει αύριο μια καλύτερη ημέρα, μπορεί ο βάσανος να απλωθεί σαν την πανούκλα, θα ειδούμε. Ο κόσμος όμως είναι φοβισμένος – και ο φόβος είναι ο χειρότερος εχθρός της ελπίδας, και αν σε πάρει η κάτω βόλτα, δύσκολα συνέρχεσαι. Αν πέσεις στην κατάθλιψη δεν βλέπεις ξανά ανατολή του ήλιου, δεν σε ενδιαφέρει καν το φως, δύσκολα έχεις γυρισμό. Με όλα αυτά που μας συμβαίνουν, μην τους αφήσουμε να μας σηκώσουν το μυαλό, ας το κρατάμε καθαρό, νηφάλιο, ας έχουμε ελπίδα.
Το κυνήγι σε όλες του τις εκφάνσεις, δίνει ελπίδα. Περπατάς στη μοσχοβολημένη γη, αναπνέεις καθαρό αγέρα, το χνώτο σου σκίζει τη παγωνιά, το ρυάκι δίπλα σου διαλύει τον πάγο και ξεχύνεται στον χείμαρρο, το αδύναμο φύλλο αντέχει στο δύσκολο ξεροβόρι – και συ προχωράς με τις αισθήσεις σου να δουλεύουν, κοιτάς τριγύρω και συνεχίζεις στην ανηφοριά ή στο μαλακό χώμα, με το κεφάλι ψηλά, όπως αλήθεια πρέπει σε ανθρώπους.
Το κυνήγι δεν δίνει μόνο ελπίδα, δίνει και δύναμη. Γιατί η ζωή αγώνας είναι, διαρκής, δύσκολος, ανελέητος – όπως ακριβώς συμβαίνει και με τα πράγματα στη Φύση – εκεί που παλεύει το δυνατό με το αδύνατο, εκεί που για να επιβιώσεις οφείλεις να προσαρμοστείς. Και στα δικά μας, τα καθημερινά, μπορούμε να αποτινάξουμε από πάνω μας τη μιζέρια που πάει να γίνει κυρίαρχο συστατικό της ζωής μας, μπορούμε να πολεμήσουμε και θα τα καταφέρουμε, μπορούμε να γιομίσουμε τις πλατείες και τους δρόμους με τις φωνές μας, με τις βόλτες μας και την παρουσία μας. Αρκεί να σπάσουμε τις τηλεοράσεις, να ανοίξουμε τα παραθύρια μας, να γιομίσουν τα πλεμόνια μας καινούριο αγέρα.
===========================
Δημοσιεύθηκε στο «Κυνήγι» του Ελεύθερου Τύπου την Τετάρτη 8 Φεβρουαρίου 2012.