Σάββατο 1 Σεπτεμβρίου 2012

Κυνηγετικά προβλήματα …


Στον μικρο-καύσωνα που το χωριό ξεκουράζεται μέσα στα δροσερά σπίτια με τους πέτρινους τοίχους, κι εγώ, σαν ξωτικό, στο μπαλκόνι που το χτυπά το ελαφρό αεράκι από τα δυτικά, δεν θέλω  να χάσω τις στιγμές αυτές με το μοσχοβόλημά τους.

    Νωρίτερα το πρωί, συνάντησα φίλους από την ομάδα μας και μιλήσαμε για όσα μας νοιάζουν και αγαπάμε για το κυνήγι μας που αρχίζει σύντομα. Τα σκυλιά μας στα εκπαιδευτικά απέδωσαν άριστα και δείχνουν έτοιμα και ανυπόμονα για τον κάπρο. Ακόμα και δυό κουτάβια που πρωτοβγάλαμε για τα μυρίσματα του «άγριου», φαίνεται πως μαθαίνουν γρήγορα κοντά στα μεγαλύτερα και στα εμπειρότερα.

    Άδειες δεν έχουν βγάλει οι περισσότεροι, μα όταν έρχεται εκείνη η ώρα όλα είναι τακτοποιημένα κατά πως πρέπει. Συνήθως όμως τις αλλοτινές εποχές – έτσι κάπως θα ονομάζουμε την προ του μνημονίου εποχή, οι άδειες έβγαιναν με το πρώτο δημοσίευμα. Η οικονομική δυστοκία όμως, φέρνει αναβολές, ενίοτε και γκρίνια δικαιολογημένη.

    Εντύπωση προκαλεί σε μερικές περιπτώσεις και η πρακτική ορισμένων ξενοδόχων – όπως λόγου χάρη συνέβη και σε γνωστή παρέα, που εξομολογήθηκαν εν μέσω θλίψης ότι δύσκολα να κυνηγήσουν φέτος αφού ακόμα και το ξενοδοχείο όπου διέμεναν κάθε σαιζόν, ανέβασε τις τιμές του. Ανεξήγητη και εντελώς αψυχολόγητη η ενέργεια αυτή του ξενοδόχου και τη στιγμή μάλιστα που είχε σε κάθε κυνηγετική περίοδο 30 περίπου διανυκτερεύσεις 5-6 κυνηγών. Τέτοιες πρακτικές μικροξενοδόχων, που ποτέ δεν θα γέμιζαν τα ξενοδοχεία τους την περίοδο που διαρκεί το κυνήγι, και βαδίζοντας αντίθετα από το πνεύμα της οικονομίας και της αλληλεγγύης, αντί να μειώσουν τις τιμές τους και να δώσουν μάλιστα και επιπλέον κίνητρα για τον κυνηγετικό τουρισμό, αυτοί, δρώντας ανεγκέφαλα, αυξάνουν τις τιμές. Ίσως στο βάθος του μυαλού τους να πιστεύουν πως ο κυνηγός μπορεί να πληρώσει όσο – όσο το μεράκι του και την τρέλα του.

    Τέτοιες δύσκολες και πρωτόγνωρες εποχές για όλους μας, πολλοί είναι εκείνοι που επιδιώκουν και περπατούν πέρα από κάθε λογική, ανάποδα και ανορθόδοξα. Ενώ θα πρέπει να είναι ρεαλιστές, προσπαθούν στην αναμπουμπούλα της κρίσης να γιομίσουν το μπαούλο όσο περισσότερο μπορούν. Ε! δεν γεμίζει με τρόπους ανάλγητους το μπαούλο – γιατί ο κυνηγός, ξοδεύει πολλά για ότι αγαπά σε εξοπλισμό, σκυλιά, καύσιμα (που έγιναν κόστος δυσβάστακτο πλέον), φυσίγγια κτλ.. μα δεν περισσεύουν για να χρυσοπληρώνει τη ματαιοδοξία κακών ξενοδόχων. Και εν πάση περιπτώσει, ο χαμένος από την λαθεμένη επιλογή του ξενοδόχου να ανεβάσει τις τιμές, θα είναι ο ίδιος, όχι ο κυνηγός.

    Ο κυνηγός μαθημένος είναι στις κακοτοπιές και στους δύσκολους καιρούς. Μπορεί το ξενοδοχείο να του προσφέρει ζεστό ύπνο και μπάνιο για να ξεκουράσει το σώμα από την ολοήμερη ταλαιπωρία, όμως, και με -10 θα κοιμηθεί μια χαρά αν στήσει ένα καλό αντίσκηνο και χωθεί σε μεταξένιο σλίπ μπάνγκ. Και ενδεχομένως αρκετοί κυνηγοί ίσως να στραφούν στα αντίσκηνα χάριν της οικονομίας αλλά γιατί όχι και χάριν της επιστροφής στη φύση.

    Ο κυνηγός δεν φοβάται τους νυκτερινούς ήχους που βομβαρδίζουν το δάσος – και το γράφω αυτό διότι γνωρίζω συμπολίτες μας που ναι μεν αγαπούν τη φύση αλλά από μακριά, από δορυφορικά κανάλια και από διηγήσεις τρίτων. Η επιβίωση για τον κυνηγό ακόμα και μέσα στο καταχείμωνο είναι θέμα οργάνωσης και τίποτα περισσότερο, τα υπόλοιπα τα γνωρίζει καλά από την πολυετή ενασχόλησή του με τα καμώματα του βουνού.

    Εν πάση περιπτώσει, ο χαμένος από την αύξηση των τιμών μερικών ξενοδοχείων που λειτουργούν αποκλειστικά με κυνηγούς, δεν θα είναι ο κυνηγός αλλά ο ξενοδόχος. Αλλά και τα πλεονεκτήματα από την διαβίωση των κυνηγών στη καρδιά της φύσης, είναι όχι μόνο οικονομικά μα κυριότερα παιδευτικά. Δυό – τρείς σκηνές στημένες σε κύκλο, και στη μέση η φωτιά να πυρώνει από την παγωνιά και να ζεσταίνει το πρόχειρο φαγητό, τη σούπα και τον καφέ, και τα παραμύθια να πλάθονται και να υψώνονται σε αλήθειες.

    Χαμένοι ασφαλώς από τέτοια ενδεχόμενη κατάληξη πολλών κυνηγών, θα είναι και η τοπική μικρο-οικονομία, αφού, δεν θα δουλέψει ούτε η ταβέρνα, ούτε το μπακάλικο, και φυσικά ούτε το καφενείο για τα τσίπουρα και τους καφέδες. Αυτά τα απαραίτητα, ο αυτάρκης κυνηγός εύκολα τα προμηθεύεται και χωρίς κόπο - μα με χαρά θα έλεγα, θα τα βάλει στις αποσκευές του και θα τα ανοίξει στον κυνηγότοπο. Και ο ξενοδόχος θα κλείσει οριστικά μία σταθερή πηγή εισοδήματος. Και κοντά σε αυτόν και άλλοι επαγγελματίες.

======================

Δημοσιεύθηκε στο «Κυνήγι» του Ελεύθερου Τύπου την Τετάρτη στις 29 Αυγούστου 2012.