Οι Τόποι για το κυνήγι του αγριόχοιρου είναι συνήθως «πιασμένοι» από την αρχή της σαιζόν. Συνήθως η κάθε ομάδα έχει ένα – δύο τόπους που προτιμά και επιλέγει σε κάθε κυνηγετική έξοδο.
Πολλές είναι όμως οι ομάδες που δένονται με τον Τόπο, τον συνηθίζουν, τον μαθαίνουν – και πάρα πολύ δύσκολα θα τον αφήσουν – και μόνο αν για μέρες αρκετές δεν βρουν θήραμα σε αυτόν. «Όσο ζω και κυνηγώ, από τον Τόπο αυτό δεν θα φύγω ποτέ», μου έλεγε πρόσφατα κυνηγός και αρχηγός ομάδας από την περιοχή της Πάτρας. «Το κυνήγι για την παρέα μου είναι άρρηκτα δεμένο με την περιοχή αυτή – αφού σε αυτήν κοιμόμαστε από βραδύς, ανάβουμε τη φωτιά μας, ψήνουμε στη θράκα το φαγητό μας και το ρόφημα μας, έχουμε συνηθίσει τη μυρωδιά του σπάρτου».
Καταλαβαίνω πολύ καλά τα λόγια του φίλου κυνηγού, αφού και η δική μας ομάδα, μα και όσες άλλες ξέρω, έχουν τις ίδιες συνήθειες. Και κάπως έτσι δημιουργούνται οι ίδιες παρέες που κυνηγούν ανά περιοχή, ανταλλάσουν τηλέφωνα, μιλάνε ο ένας στην συχνότητα του άλλου όταν προκύπτει κάποια ανάγκη, και γενικώς η καλή γειτονία ωφελεί το ίδιο το κυνήγι.
Δεν απουσιάζουν και οι παρεξηγήσεις που συνήθως γεννιούνται από εκείνους που κυνηγάνε περισσότερο το κρέας παρά πάνε για την ουσία του κυνηγίου. Έχει συμβεί λίγες φορές – και πιστεύω όσο περνά ο καιρός να ελαχιστοποιούνται οι περιπτώσεις που φίλιες και γειτονικές ομάδες έρχονται σε προστριβές για ψύλλου πήδημα ουσιαστικά.
Η εντοπιότητα στο παρελθόν έπαιξε καθοριστικό ρόλο σε προστριβές ομάδων. Γρήγορα όμως ξεπεράστηκε η παράμετρος αυτή αφού στην πράξη δεν βοήθησε το κυνήγι. Προστριβές επίσης στους Τόπους δημιούργησε στο παρελθόν και η μεγάλη ομάδα – εκείνη που ο αριθμός της ξεπερνούσε τα τριάντα και σαράντα μέλη. Ο χρόνος όμως τις λίγες αυτές πολυμελείς ομάδες τις διέλυσε – αφού, κακά τα ψέματα, όλα στην περίπτωση αυτή γινόντουσαν «παρά φύση».
«Να σου πω ένα παράπονο που έχω από τις γειτονικές ομάδες;» με ρώτησε ο ίδιος κυνηγός από την Αχαΐα. «σπάνια θα με ειδοποιήσει κάποιος συνάδελφος για τα σκυλιά μας, δεν μπορεί να χάνονται και κανείς να μην τα βλέπει ή έστω να τα ακούει. Γιατί εσείς πέρυσι ψάχνατε μαζί μας επί μία εβδομάδα για τα δυό σκυλιά μας που είχαμε χάσει και άλλοι δεν μας παίρνουν τουλάχιστον ένα τηλέφωνο;». Εύλογες οι απορίες του συνάδελφου και γείτονα - και δικές μας – αφού και εμείς έχουμε περιπλανηθεί για μέρες πολλές, για εβδομάδες προς ανεύρεση των σκυλιών μας.
Τα προβλήματα στο κυνήγι του αγριόχοιρου, τουλάχιστον στην Πελοπόννησο θεωρώ ότι είναι περισσότερα από της υπόλοιπης Ελλάδας – και αυτό γιατί, το συγκεκριμένο κυνήγι, ακόμα δεν έχει ενηλικιωθεί, δεν έχει πολλά χρόνια στην πλάτη του, αφού άρχισε κάπου στο 1996.
Σήμερα, που δημιουργείται η γνώση και στο κυνήγι αυτό – στην Πελοπόννησο, μαθαίνουμε τα χούγια του – και συνεχίζουμε να μαθαίνουμε κάθε μέρα. Μοναδικό κυνήγι το καθιστά εξάλλου ο τρόπος, το αναπάντεχο, το καινούριο, το απρόσμενο. Παράλληλα με το κυνήγι αυτό συνηθίζουμε να μαθαίνουμε και τους γείτονες μας κυνηγούς, εμείς τις συνήθειες τους και αυτοί τις δικές μας. Τα δεδομένα που συνεχώς έχουμε μπροστά μας και συνεχώς μεγαλώνουν, όφελος και κέρδος είναι για όλους μας.
Όλα στο κυνήγι μας ξεκινάμε και τελειώνουν από τους «Τόπους». Μία ομάδα ερωτεύτηκε τα σπάρτα, η άλλη το πουρνάρι, μία άλλη τις ευκολίες του ελάτου, μια τέταρτη την γλυκύτητα της ποταμιάς. Ότι Τόπο επιλέγει μία ομάδα, τον μαθαίνει καλά και γι’ αυτό τον λατρεύει. Τον έχει σαν το σπίτι της, ξέρει που θα πιεί νεράκι, έχει συγκεκριμένο σημείο που θα βάλει τη θράκα, γνωρίζει καλά τα απάγκια από τα χτυπήματα του βοριά. Για τον κυνηγό, «ο Τόπος του», είναι το δεύτερο σπίτι του – για να μην πω το πρώτο.
Αν μάθει η κάθε ομάδα να συλλέγει και τους κάλυκες της, τα σκουπίδια της, και γενικώς να μην ρυπαίνει το «σπίτι της», «ο Τόπος της» θα της ανταποδώσει το καλό …
=============================================
Δημοσιεύτηκε στο ένθετο περιοδικό «Κυνήγι» του Ελεύθερου Τύπου την Τετάρτη 8 Δεκεμβρίου 2010