Την ώρα που ο Απόστολος με βρήκε στο τηλέφωνο Σάββατο μεσημέρι και μου είπε: «στις 5 το απόγευμα ξεκινάμε για να πάμε να ρίξουμε δίκτυα και μετά παραγάδια με τον Ευάγγελο», ήμουν πολύ μακριά από την θάλασσα και τους κυματισμούς της.
Μόλις είχαμε βγεί με την παρέα από το δάσος της Φολόης και κατευθυνόμασταν από την Πέρσαινα προς Πανόπουλο, Δίβρη, Τριπόταμα. Καιρό είχα να πατήσω στα μέρη του Κένταυρου Φόλου και στους θρύλους της περιοχής. Εκεί κοντά και το φαράγγι του Ερυμάνθου κάπρου- όπως αυθαίρετα ονόμασαν ένα όμορφο φαράγγι οι ντόπιοι. Στην Κούμανη κοντά, να και το μονοπάτι με τις γραβάτες που σημάδεψε κάποιος προφανώς εκκεντρικός τύπος και έβαλε σε μπελάδες τους ντόπιους.
Όμορφα μέρη, γλυκά, δεν έχουν την αψάδα της ορεινής Αρκαδίας- όπως και αυτή άλλωστε δεν έχει την αγριάδα των βουνών της οροσειράς της Πίνδου. Παντού ατέλειωτοι ορεινοί όγκοι με καταπράσινα λιβάδια, με κελαρυστά νερά, με γλυκομίλητους ανθρώπους.
«Απόστολε δεν προλαβαίνω να έλθω, είμαι αλλού». Και του ευχήθηκα καλές ψαριές κλείνοντας το τηλέφωνο. Όντως, την ημέρα εκείνη βρεθήκαμε «αλλού», στις πανύψηλες και ευθυτενείς δρύες με τις σπάνιες αποχρώσεις του πράσινου, στα μοναδικά ξέφωτα του δάσους που και σε αυτά ακόμα ο ήλιος δύσκολα τρύπωνε, στους μοναδικούς ήχους από τις «συνομιλίες» του ανέμου.
Πηγαίναμε χωρίς σκοπό, δίχως σχέδια και jps, την βιασύνη την είχαμε αφήσει πίσω, δεν υπήρχε προορισμός. Μόνο ο δρόμος ήταν μπροστά μας, μα και αυτόν ακόμα δεν θέλαμε να τον περάσουμε, μας ένοιαζε η στιγμή, η μυρωδιά από το χώμα, ο σκύλος που τεμπέλικα μέριασε για να περάσουμε.
Στην Πέρσαινα μια οικογένεια έγδερνε ένα κατσίκι- συγνώμη οικολόγοι για την βάρβαρη αναφορά, και ο αρχηγός της οικογένειας γεμάτος αίματα μας καλημέρισε χαμογελαστός, «καλοφάγωτο πατριώτη», του ανταποδώσαμε τον χαιρετισμό. Φεύγαμε για την Αγία Άννα και για το Πανόπουλο- εκεί που υπήρχαν κάποτε ονομαστά Χάνια, γνωστά στους οδοιπόρους και τους αγωγιάτες των καλαβρυτινών χωριών που ξαποσταίνοντας σε αυτά, συνέχιζαν τον μακρύ δρόμο για την Κάπελη, για το αλάτι στα Λεχαινά, για όπου το εμπόριο ευημερούσε και η ανταλλακτική οικονομία κρατούσε τους ανθρώπους ευτυχισμένους και ζωντανούς.
Ακόμα και σήμερα όμως, οι άνθρωποι στα μέρη αυτά, την γη τη καλλιεργούν- ελάχιστοι τόποι έμειναν χέρσοι, και βρίσκονται ένα βήμα μπροστά από όλους εμάς που μάθαμε στους βρώμικους δρόμους της πόλης, στο ανεπάντεχο κλείσιμο τους από μια χούφτα διαδηλωτών- που δεν προτιμούν τα πεζοδρόμια γιατί σε αυτά υπάρχουν αλυσοδεμένα τα χιλιάδες «παπάκια», και μας κάνουν την ζωή δύσκολη. Να ήταν μονάχα αυτό όμως. Οι άνθρωποι εκεί μπορούν ακόμα και χαμογελούν, ευτυχισμένοι όντες που απέχουν χιλιόμετρα από τους βαρβάρους του άστεως- όλους εμάς, που έχουμε χάσει κάθε δυνατότητα επιστροφής στις φυσικές λειτουργίες της ζωής.
Οι άνθρωποι της υπαίθρου, της επαρχίας, ή της περιφέρειας αν θέλετε, είναι η μόνη μας ελπίδα απέναντι «στις αγορές» και στους ανελέητους κερδοσκόπους που βάλθηκαν να μας γιατρέψουν από τις χρόνιες πληγές μας. Οι καλοί θέλουν να φέρουν στον σωστό δρόμο τους κακούς και έγινε ο κόσμος ολάκαιρος ένα μεγάλο πανηγύρι. Που θα βγάλει αυτό δεν γνωρίζω- μα μήπως γνωρίζουν και αυτοί που το έστησαν; Εκείνο που μόνο ξέρω, είναι πως οι άνθρωποι της υπαίθρου, οι χειρώνακτες, οι καμένοι από τον ήλιο και τους δύσκολους καιρούς αγρότες μας, αυτοί που δίνουν ζωή στη γη, αυτοί που ταΐζουν τα μαμμόθρεφτα των μεγαλουπόλεων, είναι αυτοί που θα πέσουν τελευταίοι, αν πέσουν ποτέ.
Πάντοτε η γη έδινε δύναμη, η φύση ξέρει καλά να δίνει απλόχερα τα αγαθά της σε όσους την τιμούν. Εμείς, ασελγήσαμε επάνω της, την βιάσαμε, την κάναμε πολιτείες, πανύψηλα κτίρια, της φορτώσαμε την μπόχα μας, και την δυστυχία μας. Και χαμένοι μπροστά στον καθρέπτη μας, πιστεύουμε πως κάτι σπουδαίο κάνουμε, αφού σπουδαίο δείχνει το είδωλό μας.
«Επιστροφή στη Φύση», έλεγε εδώ και χιλιάδες χρόνια ο αναρχικός Αντισθένης, βλέποντας από τότε τον στραβό δρόμο που είχε πάρει ο Πλάτωνας και η Αθηναϊκή Πολιτεία, αυτή η ίδια Πολιτεία που εμείς σήμερα ονομάζουμε «Δύση», ή «δυτικό πολιτισμό», και που είμαστε μέλη της. Ευτυχώς όμως, υπάρχει ακόμα ο ταπεινός αγρότης για να μας θυμίζει τον ηράκλειο δρόμο …
= = = = = = = = = = = = = = = = = = = = = = = = = = = = = = =
Δημοσιεύθηκε στο ένθετο περιοδικό «Κυνήγι» του Ελεύθερου Τύπου την Τετάρτη 18 Μαΐου 2011.