Βρισκόμαστε στην καρδιά της κυνηγετικής περιόδου για τα τριχωτά θηράματα και τα μηνύματα από την επικράτεια είναι καλά. Υπάρχει κυνήγι πολύ και οι παρέες στην πλειοψηφία τους φεύγουν από τα κυνηγοτόπια με το σακούλι γεμάτο.
Μα και με άδεια χέρια να φεύγουν μερικές φορές οι παρέες, το κέρδος από την παρουσία τους στο δάσος και μόνο, αναπληρώνει κάθε απώλεια από τα καρτέρια. Και μπορεί σε αυτά να κάθονται τα καλύτερα ντουφέκια αλλά και ο κάπρος – πολύπειρος πλέον στα δύσκολα, μερικές φορές δεν τα περνά απλώς, εξαϋλώνεται σαν αιθέρας…….
Ωραίες οι περιπέτειες του κάπρου, κάθε φορά και διαφορετικές – δείγμα ότι το κυνήγι αυτό είναι συναρπαστικό σε όλες του τις εκφάνσεις. Μα και οι γουρουνοκυνηγοί, μαθημένοι από τα παθήματα τους, έμαθαν και ενεργούν ανάλογα με την περίσταση. Σταμπάρισαν τα περάσματά του, έμαθαν τα χούγια του, γνώρισαν τα γιατάκια του, έμαθαν τις λούτσες που κάνει το λουτρό του, μύρισαν την καπρίλα από τις «βρομοδουλειές του», και οι «συναντήσεις» μαζί του στο δάσος μόνο τυχαίες δεν είναι. Σαν αν λέμε ότι η σχέση αυτή, κυνηγού και κάπρου, χτίστηκε σε γερά θεμέλια, πέρασε από συμπληγάδες, μα στέριωσε, έγινε φιλία που απέκτησε διάρκεια.
Πολλές φορές μας ξενίζει το πέρασμά του από τα καρτέρια μας, μα άλλες τόσες τον έχουμε θαυμάσει με τον τρόπο που τα περνά. Και όπως συνηθίζεται, η κάθε ιστορία από στόμα σε στόμα, αλλοιώνεται και μεγαλώνει κατά την τέχνη του εξιστορητή – ειδικότερα αν αυτός παίρνει το περισπούδαστο ύφος και καθηλώνει το ακροατήριο του. Και μια απλή ιστορία μπορεί να γίνει ολάκερο παραμύθι, φτάνει να πέσει στα κατάλληλα χείλη.
Μου αρέσουν αυτές οι ιστορίες, βγαλμένες από την αλήθεια και το παραμύθι. Πως μπλέκονται αυτά τα δυό και μονοιάζουν, πως συνταιριάζουν οι λέξεις οι αληθινές με τις πλαστές, πως πλάθεται η ιστορία. Είναι παλιά τέχνη αυτή του παραμυθά, του εξιστορητή ίσως, από τον Αίσωπο ακόμα μα και πιο πίσω, από τα χρόνια του Ομήρου και του Ησίοδου, από τα χρόνια της αγίας μας Μυθολογίας που παλεύουμε σήμερα εμείς να ξεχωρίσουμε την αλήθεια από την αλληγορία, προσπαθούμε να μπούμε στο πνεύμα των διηγητάδων και όλο και κάπου σκοντάφτουμε.
Η μαγεία του παραμυθιού δημιουργεί εικόνες, όπως και η ανάγνωση ενός βιβλίου. Ο πρωτοδιηγητής, τις εικόνες τις έχει ζωντανές αφού τις έζησε κυνηγώντας το καπρί. Και να η τέχνη του, να δημιουργήσει εικόνες και στο ακροατήριό του, με τον απλό και αργό λόγο του. Με τις παύσεις του για να ανάψει το τσιμπούκι του και να τραβήξει μια ρουφηξιά, να πάρει δύναμη για την συνέχεια. Ο καπνός μπορεί να του φέρει και ζάλη – ίδια με αυτή που έφερναν στην Πυθία των Δελφών τα υπόγεια αέρια και μπέρδευε τον κόσμο. Και η Πυθία παραμύθια μολάγαγε αλλά με επιστημονικό ας πούμε τρόπο ή πολιτικό – διότι οι χρησμοί της είχαν κρυφά πολιτικά μηνύματα – αφού τέτοια ήθελαν να ακούσουν οι επισκέπτες της.
Όλοι οι λαοί έχουν τα δικά τους παραμύθια – και το παράξενο είναι πως πολλά από αυτά μοιάζουν μεταξύ τους. Μα και οι κοινωνικές ομάδες διηγούνται τις δικές τους ιστορίες από την περιπέτεια του βίου τους. Διότι το παραμύθι κατά τη γνώμη μου είναι η έκφανση της κοινωνικής ζωής μίας ομάδας, ενός λαού κτλ. Τον ακριβή λόγο της ανάγκης του παραμυθιού δεν τον κατέχω, πιστεύω όμως ότι μας αρέσει η διήγηση ενός περιστατικού του βίου μας και το ομορφαίνουμε με στολίδια. Το μεγαλώνουμε με λέξεις, εικόνες, και το οδηγούμε εκεί που μας αρέσει, γι’ αυτό και τα παραμύθια έχουν συνήθως όμορφο τέλος «έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα».
Όταν ακούτε κυνηγούς να διηγούνται σπουδαία κατορθώματα, να ξέρετε ότι μπορεί να λένε και αλήθεια - ίσως όχι αυτή της πραγματικής ιστορίας αλλά αυτή που θα ήθελαν πραγματικά να ζούσαν. Οι κυνηγοί είναι σαν τα μικρά παιδιά, ότι ηλικία και να έχουν. Και στο βουνό σαν ανεβαίνουν, στο κρύο νερό σαν σκύβουν για να νιφτούν, στο κοτρώνι σαν γέρνουν να ξεκουραστούν, στο πέτρινο αλώνι σαν πατούν, σε κάθε δρασκελιά τους και σε κάθε σταγόνα ιδρώτα – στα βάθη του νου τους ένα πράγμα έχουν, την γέννηση του παραμυθιού. Που μπορεί να γίνει και αληθινή ιστορία …
=====================
Δημοσιεύθηκε στο «Κυνήγι» του Ελεύθερου Τύπου την Τετάρτη 16 Νοεμβρίου 2011.