Σάββατο πρωί, η παγωνιά τσάκιζε κόκαλα και ο ήλιος
μόλις μας καλημέρισε γλύκανε η πλάση από το γλυκό φως. Στο καφέ της εθνικής
οδού – πρώτη στάση για τα σχετικά εφόδια που θα με έβγαζαν μέχρι το Ναύπλιο που
πήγαινα να συναντήσω τη «χαρά της ζωής».
Στο καφέ κατά τις 7.30 το πρωί, οι περισσότεροι πελάτες
φορούσαν φαιοπράσινα ρούχα, αρβύλια, και το χαμόγελό τους έσπαζε τη μονοτονία
του καταστήματος. Κυνηγοί είστε; Ρώτησα φεύγοντας, έναν από τις παρέες. Ναι,
κυνηγοί και πάμε για τσίχλες. Που πηγαίνετε; Που να πάμε, εδώ κοντά,
περισσότερο τα σκυλιά μας βγάζουμε και θα κάνουμε και τις βόλτες μας. Να σας
βγάλω μία φωτογραφία για το περιοδικό; ρώτησα τον συνομιλούντα κυνηγό. «Παιδιά
ελάτε, θα βγάλουμε φωτογραφία»……..
Από το επόμενο Σαββατοκύριακο οι εικόνες αυτές των
εθνικών και επαρχιακών δρόμων θα χαθούν. Τα ζεστά κυνηγετικά χαμόγελα θα δώσουν
τη θέση τους στη μιζέρια, στην ερημιά των καταστημάτων, και τα φώτα θα
λιγοστέψουν – η νύκτα θα γίνει αβάστακτη. Οι κυνηγοί της φωτογραφίας είναι όλοι
εμείς που τα Σαββατοκύριακα της κυνηγετικής περιόδου τα είχαμε σαν Λαμπρή, σαν
μια μεγάλη γιορτή που ο άνθρωπος αντάμωνε και πάλι τη Φύση. Σαν ένα είδος
επαναπατρισμού στον φυσικό μας χώρο. Κακά τα ψέματα, μέσα και πέρα από εκείνα
που μας πληγώνουν, έχουμε να αντιτάξουμε την αγάπη μας για τη Φύση. Και η αγάπη
αυτή διακρίνεται ευκρινέστατα μέσα από τα βλέμματα των κυνηγών αυτών. Μα επίσης
και από τον λόγο τους: «πάμε μια βόλτα για καμιά τσίχλα, μα περισσότερο πάμε
για τα σκυλιά μας».
Ο αληθινός
κυνηγός αυτός είναι – που πάει τη βόλτα του και νοιάζεται για τα σκυλιά του –
και το θήραμα, όποιο και αν είναι – πάντα καλοδεχούμενο, αλλά είναι η αφορμή, η
αιτία. Έτσι κάπως οι παρέες σμίγουν μακριά από τα βρώμικα καφενεία της πόλης
και ξαπλωμένοι ολόγυρα από μια φωτιά ψήνουν τα ροφήματά τους και ας σκιάζει τις
φωνές τους ο δυνατός αέρας. Στο βουνό, τα πολλά λόγια δεν χρειάζονται, είναι
περιττά, η σιωπή είναι αυτή που μιλά περισσότερο, και οι αισθήσεις που
αναζωογονούνται από την καθαρότητα του βοριά. Τα ξέρει καλά τα χούγια αυτά ο
κυνηγός και τα αποζητά, κάνει θυσίες για να σκύψει να πιεί νεράκι από την μικρή
πηγούλα, αγκομαχά λιγότερο στην πτώση της ζωής μας, και με το χαμόγελο αυτό, το
πλατύ και διάφανο, πώς να το κάνουμε, δίνει ελπίδα.
Οι περισσότεροι κυνηγοί, είναι ακριβώς όπως αυτοί
της φωτογραφίας, καθαροί άνθρωποι, που ξέρουν που πατάνε και που πηγαίνουν. Και
γνωρίζουν καλά λέγοντας: «που να βρούμε τσίχλες;», αλλά η Φύση για εμάς που την
σεβόμαστε και την αγαπάμε, μας θέλει κοντά της, να πατήσουμε το μοσχοβολημένο
χώμα της, να κοιτάξουμε με δέος τον μακρινό ορίζοντα και να την υμνήσουμε με
ταπεινότητα, αυτήν, το μόνο και αληθινό θαύμα της ζωής.
Υπάρχουν βέβαια και άλλοι κυνηγοί, σαν τους
γουρουνάδες για παράδειγμα – που οι περισσότεροι δεν προλαβαίνουν να απαντήσουν
πολλά μυστικά του δάσους. Νοιάζονται περισσότερο για το τώρα, βιάζονται θα’
έλεγα, αγχώνονται ίσως για τον κάπρο. Πράγματι, ο κάπρος είναι δύσκολη υπόθεση,
απαιτεί άλλη τακτική. Αλλά είναι κυνήγι και αυτό – και δεν το χαίρονται όπως
πρέπει οι γουρουνάδες, Τους ξεφεύγει η στιγμή – αυτή η μοναδική που βιώνουν
όλοι οι άλλοι και που για χάρη της βρισκόμαστε όλοι στο βουνό.
Το κυνήγι όμως τελείωσε, και η χρονιά ήταν πλούσια
σε θηράματα – για εκείνους τουλάχιστον που κατάφεραν και βγήκαν με το όπλο στον
ώμο τους. Γιατί, υπήρξαν και άλλοι κυνηγοί, χιλιάδες ίσως που δεν το κατόρθωσαν
λόγω της οικονομικής δυστοκίας. Όλοι μας, ας ευχηθούμε, στην επόμενη κυνηγετική
χρονιά, να δούμε στις λαγκαδιές και στα διάσελα και όσους φέτος δεν μπόρεσαν.
Το κυνήγι είναι γιορτή της ζωής, μας θρέφει και μας καθαρίζει το πνεύμα – και
στις δύσκολες εποχές μας, αν μη τι άλλο, ας κρατήσουμε καθαρό και αλώβητο το
πνεύμα μας.
===============
Δημοσιεύθηκε στο «Κυνήγι» του Ελεύθερου Τύπου την
Τετάρτη 29 Φεβρουαρίου 2012.