Οι δυνατές βροχές του Σαββάτου σταμάτησαν την ώρα που έφτανα στον κυνηγότοπο, περίπου στις 2 τα μεσάνυκτα. Έβγαλα το sleeping bag από το αυτοκίνητο, άνοιξα και το ράντζο εκστρατείας – την ώρα που η θερμοκρασία έδειχνε -2. Σκεπάστηκα καλά και τράβηξα στους κόσμους του ονείρου.
Η πρωινή δροσιά με αναζωογόνησε, έβαλα στο καμινέτο φωτιά και έβρασα το τσάι μου. Μέχρι αυτό να βράσει, πήγα στη πηγή και νίφτηκα καλά και ήπια νεράκι φρέσκο. Γύρισα πίσω, καθάρισα το πορτοκάλι μου και το γεύτηκα. Τις φλούδες τις έτριψα στις παλάμες μου και αναδύθηκε η θεϊκή μυρωδιά τους. Άνοιξα το σακούλι μου και έβγαλα το κολατσιό μου, το μελωμένο τσάι στη συνέχεια μου έδωσε δύναμη. Μαζί μου ξύπνησε και η φύση - οι ήχοι της άρχισαν ντροπαλά να με κυκλώνουν. Ανακάθισα στο ράντζο με την μεταλλική κούπα να αχνίζει. Ήμουν πλούσιος.
Δεν σκεφτόμουν τίποτα, ένιωθα μονάχα μια παράξενη ευτυχία που έπαιρνα μέρος σε τούτη τη πρωινή μυσταγωγία. Μέλος αναπόσπαστο κι εγώ της ζωής που ξυπνούσε από τις εντολές του δημιουργού της. Κοίταξα γύρω μου στο μισοσκόταδο μια ματιά, ησυχία, οι νύμφες κοιμόντουσαν ακόμη.
Με προσγείωσε η άφιξη του Κώστα. «θα πιούμε εσπρέσο Άρτε;». Σηκώθηκα και του έβαλα καυτό τσάι, χαμογέλασε αλλά δεν μίλησε. Σκέφτομαι ξέρεις, «Τι σκέφτεσαι πάλι, αφού χωρίσατε, άστην, αυτή στο δρόμο της και συ στο δικό σου, ήταν όμως εξαιρετικός άνθρωπος». Αυτό ακριβώς σκέφτομαι, τον δρόμο μακριά της. Και κοντά της δύσκολος ήταν, μακριά της όμως ακόμα δυσκολότερος. «Εγώ φίλε μου σε ξέρω, το παίζεις σκληρός αλλά την αγαπούσες ε;». Τι έκανα δεν έχει σημασία, τι κάνω τώρα που μου λείπει έχει, ναι, την αγαπούσα, και λοιπόν, τι κατάφερα;. Μου αρέσει η μοναξιά πολλές φορές, ίσως επειδή με δυσκολεύει, επειδή μου δημιουργεί πόνο. Όχι όμως για πολύ. Κοντά της ήταν αλλιώς, την ήξερα καλά, τόσα χρόνια έμαθα το μυαλό της. Και μερικές φορές, ακριβώς επειδή ήξερα τις λειτουργίες του, έπαιζα μαζί του. Αυτό όμως ακριβώς πληρώνω, έπαιξα περισσότερο απ’ ότι έπρεπε. Ναι, την αγαπούσα πολύ. «Η φαρμακοποιός σου έκανε τη ζωή φαρμάκι Άρτε…». Γλυκιά μου την έκανε αλλά άργησα να καταλάβω.
Πόσα ακόμα πρωινά στο κυνήγι μας έμειναν Κώστα ξέρεις;, άλλο ένα. Και μετά; Μετά θα φουντώνει το τζάκι και θα διηγείται τις δικές του ιστορίες. Θα διηγείται αυτά που άκουσε στις παρέες που ζήτησαν κάποια στιγμή τη θαλπωρή του, και ίσως, δεν ξέρω, ίσως να λυπάται και αυτό που εκείνη δεν θα είναι πάλι εκεί να το περιποιηθεί, να παίρνει τη μασιά και να το ανακατεύει μέχρι να δέσει η φωτιά, ως ότου σμίξουν το πουρνάρι και η ελιά. «Με αυτά που λες Άρτε τσίπουρο θέλαμε, όχι τσάι». Εμείς φίλε μου πιούμε δεν πιούμε, πάντα μεθυσμένοι είμαστε, πότε από τα γράδα, πότε από τον έρωτα, μας έχουν όμως φαίνεται μουντζώσει και δεν ξέρουμε που πατάμε. Μεγαλώσαμε, γινήκαμε ώριμοι άνθρωποι (!), αλλά η άτιμη η καρδιά έκανε αγάντα με το μυαλό και μας βασανίζουν. Τι τα θες, πριν φανείς έλεγα πως ήμουν πλούσιος, τώρα νιώθω φτωχός, μου λείπει η ματιά της που φεγγοβολούσε στο σκοτάδι, μου λείπει το φως.
Το τσάι έφτανε για όλους της παρέας που σίμωναν ένας - ένας. Ότι άρχιζε να χαράζει, αυτή η μοναδική στιγμή της εναλλαγής του σκότους σε φώς. Άιντε, πάμε για τις ιχνηλασίες, ο καιρός σήμερα είναι με το μέρος μας. Σηκωθήκαμε και σκορπίσαμε, ο καθένας στη δουλειά του. Έμεινα τελευταίος να συμμαζέψω τα σκόρπια πράγματα.
Στη πηγή που έφτασα πάλι για να ξεπλύνω τις κούπες, τα φώτα της πλατείας είχαν σβήσει. Γέμισα τις παλάμες μου με το παγωμένο νεράκι και το έριξα στο πρόσωπό μου. Σήκωσα τη ματιά μου ψηλά, εκεί που πρέπει να κοιτάζει ο άνθρωπος, δεν είδα τίποτα, μονάχα κάποια αραιά σύννεφα. Πήρα το δρόμο της επιστροφής – για το αυτοκίνητο, Μια σκιά σαν να πέρασε αστραπιαία από τα δεξιά μου, να ‘ταν άραγε η σκιά της;
Καλά Χριστούγεννα, με υγεία και με αγάπη σε όλους σας. Ναι, και σε εκείνη …
------------------------------------------------------------------------------
Δημοσιεύθηκε στο ένθετο περιοδικό του Ελεύθερου Τύπου «Κυνήγι» την Τετάρτη 23 Δεκεμβρίου 2009.