Τετάρτη 17 Μαρτίου 2010

Λαγός Σέρβικος ...

Ακούγοντας το διαπεραστικό ήχο από το ξυπνητήρι, πετάχτηκα επάνω και το έκλεισα σε δευτερόλεπτα, προσπαθώντας να μην ξυπνήσω κανέναν άλλον, στο γαλήνιο και πράο εξοχικό σπίτι. Με γρήγορες κινήσεις και αθόρυβες, ντύθηκα, πλύθηκα και άνοιξα την πόρτα, η οποία έτριξε ελαφρά, θέλοντας να με προδώσει στους υπόλοιπους συγκατοίκους μου. Ευτυχώς. Εκείνοι, συνέχιζαν να βρίσκονται στη γαλήνη του ύπνου τους και εγώ ετοιμαζόμουν να βρω την γαλήνη που σου προσφέρει το βουνό. Το κρύο χτύπησε αμέσως το ακάλυπτο πρόσωπό μου και κατάλαβα ότι οι μετεωρολόγοι, την προηγούμενη μέρα, είχαν πέσει μέσα για την θερμοκρασία που θα επικρατούσε.-4 με 1 βαθμό κελσίου. Στο χωριό...όχι στο βουνό... Ακολούθησα το ξεχορταριασμένο από τα βήματα ανθρώπων και ζώων μονοπατάκι, που οδηγούσε στο δρόμο. Σε 5 λεπτά, βρισκόμουν στο σημείο συνάντησης από όπου θα πέρναγαν να με πάρουν για να πάμε στο βουνό. Κοίταξα το ρολόι μου. «Κύριος», μονολόγησα. «Ακριβώς στην ώρα μου». Περιμένοντας, αναρωτήθηκα αν υπάρχουν στον κόσμο άλλοι άνθρωποι πέρα από τους κυνηγούς, οι οποίοι να χαίρονται τόσο πολύ στο άκουσμα του ήχου από το ξυπνητήρι και να σηκώνονται από το κρεβάτι σχεδόν χαμογελώντας και όχι βλαστημώντας. Σίγουρα όχι. Οι αγελάδες από το απέναντι εξοχικό μούγκρισαν, διακόπτοντας τη σκέψη και το χαμόγελό μου και μετά από λίγα δευτερόλεπτα, είδα δύο φώτα να έρχονται από μακριά και να κατευθύνονται προς το μέρος μου. Επιτέλους, μετά από 10λεπτη καθυστέρηση που φάνηκε πολύ περισσότερη, το αυτοκίνητο σταμάτησε πλάι μου, και μπήκα μέσα. Η μέρα μόλις άρχιζε για μένα.
Στριμωγμένοι σε ένα αυτοκίνητο 20ετίας, που κυλούσε περισσότερο με την λαχτάρα μας να βρεθούμε στο βουνό και λιγότερο με την μηχανή του, περάσαμε ανηφοριές, κατηφοριές, βράχια που έκαναν τα αμορτισέρ να τρίζουν και τα λάστιχα να παραμορφώνονται σε οποιοδήποτε σχήμα, καταφέραμε να φτάσουμε στον προορισμό μας. Ένα ξέφωτο στο δάσος, με ένα σπίτι, το οποίο ανήκε στον πατέρα ενός συνκυνηγού και χρησίμευε ως στάνη που πρόσφερε στέγη στα ζωντανά και στον τσοπάνη. Με τα χρόνια, άλλαξε η χρήση του και ύστερα από αξιέπαινες προσπάθειες της ομάδας των κυνηγών και αποκλειστικά με προσωπική τους σκληρή εργασία, η στάνη μεταμορφώθηκε σε ένα καταφύγιο, ένα ορμητήριο της αγαπημένης τους ενασχόλησης το κυνήγι. Φτιαγμένο από πέτρα και ξύλο έστεκε στο ξέφωτο σαν κομμάτι από τα σπλάχνα του δάσους, του βουνού. Βγαίνοντας από το καημένο το αυτοκίνητο, 5 άτομα, όπλα φυσίγγια και σκυλιά, τα αμορτισέρ τσίριξαν για τελευταία φορά, καθώς έπαιρναν την φυσιολογική τους θέση, σαν να μας ευγνωμονούσαν που το ελαφρύναμε κατά μερικές εκατοντάδες κιλά, μετά από ένα επίπονο μικρό ταξίδι. Το κρύο ήταν κάτι παραπάνω από αισθητό και ο αέρας το έκανε ακόμα πιο διαπεραστικό. Αναρωτήθηκα τι σημαίνει ψιλό κα χοντρό κρύο. Υφίσταται; Γιατί όπως και να έχει το -6 που έδειχνε το θερμόμετρο είναι -6. Χοντρό ή ψιλό σε κάνει να τουρτουρίζεις μέχρι το κόκκαλο .Εγκατέλειψα την φιλότιμη προσπάθεια να βρω απάντηση μέσα στα μαύρα ξημερώματα και το άφησα προς μελέτη για κάποια άλλη στιγμή. Ο αέρας, περνώντας μέσα από τα δέντρα και τις αστροπερίχυτες κορφές, τους έδινε ζωή, τους έδινε φωνή, σαν να αντηχούσε από μέσα τους το κάλεσμα της φύσης για εξερεύνηση, για παρατήρηση, για κυνήγι.
Στο καταφύγιο, η γαλήνη του δάσους και η ησυχία της φύσης, έδωσαν τη θέση τους σε φωνές, γέλια, πειράγματα και καλωσορίσματα. Οι 5, είχαμε γίνει 10 και τις δικές μας φωνές, τις συμπλήρωναν τα γαβγίσματα των σκύλων από έξω, που δεν απείχαν μερικές φορές από τους δικούς μας αλαλαγμούς.. Η παρέα, καθισμένη στο κέντρο των 4 πετρόχτιστων τοίχων, με το τζάκι να ζητάει ξύλα για να τινάξει φλόγα, απολάμβανε ζεστό ψωμί, μπέικον και καπνιστό χοιρινό. Αμέσως, τοποθετήθηκαν τα μικρά ποτηράκια πάνω στο ξύλινο τραπέζι και προσφέρθηκε απλόχερα, σπιτική ρακί φτιαγμένη από δαμάσκηνα. Το αρχικό λευκό της χρώμα, είχε αλλάξει σε ένα ελαφρύ κιτρινωπό, έχοντας πάρει μία ανάμνηση, από την φιλοξενία της μέσα στα δρύινα βαρέλια για ένα χρόνο περίπου. Άρωμα δυνατό και αλκοόλ σε παρόμοια ύψη, με αυτά που βρισκόταν το καταφύγιο. Είμαι σίγουρος, ότι αν έπινε κανείς μας, ελάχιστα μόνο παραπάνω από ότι μπορούσε, θα άρχιζε να οραματίζεται λαγούς να τρέχουν χαρούμενοι μέσα στο ορμητήριο κάνοντας παρέα με τα σκυλιά και να χορεύουν πάνω στο τραπέζι και στους ξύλινους πάγκους. Ευτυχώς δεν ήπιε κανείς μας πέραν του κανονικού και δυστυχώς οι λαγοί δεν μας επισκέφτηκαν στο καταφύγιο. Οπότε...έπρεπε να κινήσουμε να τους βρούμε εμείς, έξω στην παγωνιά.. Αφού ζεσταθήκαμε, αρχίσαμε να καταστρώνουμε το σχέδιο της ημέρας, που έφτανε σιγά - σιγά πίσω από το βουνό. Θα χωριζόμασταν σε ομάδες των 2 με 3 και θα πηγαίναμε σε τελείως διαφορετικές κατευθύνσεις μια που το βουνό ήταν απέραντο, όπως ταιριάζει άλλωστε σε κάθε βουνό. Αυτό που μου έκανε εντύπωση, είναι ότι τα όπλα ήταν αρκετά λιγότερα από τους κυνηγούς, μια που ανάμεσά τους υπήρχαν πατέρες με τα παιδιά τους, τα οποία είχαν έρθει απλά για να δούνε από κοντά ένα κυνήγι λαγού. Άλλωστε, αν ακούσεις το κλαφούνισμα του σκύλου στο ντορό και δεις τον λαγό να τρέχει κάπου μπροστά σου, τι να το κάνεις το όπλο; Η αγωνία και τα συναισθήματα πριν και κατά την εμφάνιση του λαγού, είναι τόσο έντονα, που κάνουν το όπλο και την τουφεκιά να μοιάζουν με ξυπνητήρι που χάλασε το όνειρο.
Η αρχικά μεγάλη ομάδα, άρχιζε να βγαίνει από την φιλόξενη καλύβα, χωρισμένη σε μικρότερες ομάδες. Η πόρτα, ήταν το πέρασμα από την ζεστασιά στην παγωνιά. Από την θαλπωρή των φλεγόμενων ξύλων στην αδιαφορία των δέντρων που μας κοιτούσαν αφ’ υψηλού, περήφανα, ακούνητα. Αλλά πάνω απ’ όλα, ήταν η ώρα που περιμέναμε πως και πως. Να περπατήσουμε στις πλαγιές και να γεμίσουμε το μυαλό και την καρδιά μας με εικόνες πανέμορφες και χρώματα Να γευτούμε και εμείς λίγη από τη φύση που χαίρονται καθημερινά όλα τα ζωντανά του δάσους και που εμείς οι άνθρωποι, το απομακρύναμε τόσο βίαια από τη ζωή μας, με καταστροφικά αποτελέσματα, θυσιάζοντάς το στο βωμό και στο χρώμα, πάντα και μόνο, του χρήματος. Αυτή η ώρα λοιπόν είχε φτάσει. Ακολούθησα τον Άτσο και τον γιο του Μίσο και ξεκινήσαμε την πορεία μας για το σημείο που είχε οριστεί μερικές στιγμές πριν και το οποίο βρισκόταν λίγα χιλιόμετρα μακρύτερα. Τα σκυλιά, κουνούσαν τις ουρές τους χαρούμενα και καθώς έτρεχαν, τα αυτιά τους χόρευαν πέρα δώθε, κάνοντας τα να μοιάζουν τόσο αστεία. Ήξεραν τον δρόμο απέξω και ανακατωτά και εμείς μιλούσαμε σιγανά και προχωρούσαμε ξοπίσω τους, παρατηρώντας το δάσος και τον χώρο γύρω μας. Ο ήλιος, είχε βγει για τα καλά πια και οι αχτίνες του πάσχιζαν να βρουν κάποιο άνοιγμα στα σύννεφα και έπειτα στα δέντρα, για να φτάσει σε μας και να μας ζεστάνει λίγο. Περάσαμε από κάποιες στάνες, από ρυάκια με διαυγές νερό και τόσο παγωμένο, που μούδιασε το στόμα μας και τα χέρια μας, προσπαθώντας να σβήσουμε την δίψα μας που θέριευε όσο ανεβαίναμε και κατεβαίναμε τις πλαγιές. Ύστερα από λίγη ώρα φτάσαμε στο σημείο που θέλαμε. Μακριά από τους άλλους συνκυνηγούς λοιπόν, τεντώσαμε αυτιά και αρχίσαμε να παρακολουθούμε τα σκυλιά. Δυστυχώς, ύστερα από αρκετή ώρα δεν είχε φανεί...αυτί στον ορίζοντα. Ο κύριος «αυτιάς» είχε πάει σε άλλη γη σε άλλα μέρη. Κάτι μύριζαν τα σκυλιά, κάτι έδειχνε ότι μπορεί να συμβεί από στιγμή σε στιγμή αλλά στο τέλος..τζίφος. Η απογοήτευση άρχισε να βαραίνει τα βήματά μας προς στιγμήν, αλλά το κέφι ξαναήρθε σύντομα με τα αστεία και τα πειράγματα για τα σκυλιά και τους συνοδούς τους. Δεν άργησε μάλιστα να ακουστεί και η πρώτη τουφεκιά από την απέναντι πλαγιά και μετά άλλη μία. Αμέσως το κυνήγι σταμάτησε και τα κινητά «πήραν φωτιά», ζητώντας να μάθουμε ποιός ήταν ο τυχερός. Τελικά όντως, ένας συνκυνηγός είχε «πάρει» ένα λαγό και αστειευόμενος μας είπε ότι πάει προς το καταφύγιο να ξεκουραστεί και ότι θα μας περιμένει ετοιμάζοντάς μας καφέ.. Αφού πέρασε ακόμα λίγη ώρα και είχαμε αρχίσει να σκεφτόμαστε ότι μάλλον ένας θα είναι ο τυχερός της παρέας, πήραμε τον δρόμο της επιστροφής. Λίγο πριν φτάσουμε στο καταφύγιο, συναντηθήκαμε με 2 ακόμα της παρέας και συνεχίσαμε μαζί. Σε ένα σημείο, το μονοπάτι που ακολουθούσαμε έκανε μία διχάλα. Στη μέση υπήρχε ένα πουρνάρι με λίγα αγκάθια και όλοι αποφάσισαν να πάνε δεξιά. Σκέφτηκα να πάω αριστερά από τη λογική του περπατητού της τσίχλας, που ο ένας πάει από την μία μεριά και ο άλλος από την άλλη. «Δεν ξέρεις τι γίνεται καμιά φορά» μονολόγησα ελπίζοντας. Σε δευτερόλεπτα, τα σκυλιά κλαφούνισαν περνώντας το πουρνάρι και άκουσα φωνές «Λαγός, λαγός!!» και αμέσως μία τουφεκιά. Εγώ, έχοντας διαλέξει να πάω από την άλλη μεριά, δεν είχα οπτική επαφή με τους άλλους συνκυνηγούς, παρά μόνο ακουστική. Ενστικτωδώς, με το που είδα ένα πέρασμα ανάμεσα στο πουρνάρι, σήκωσα το δίκαννο και περίμενα. Κατευθείαν φάνηκε ο λαγός τρέχοντας. Θυμήθηκα κάτι που είχα διαβάσει για την βολή στο λαγό. Ότι σημαδεύουμε τα αυτιά του όταν απομακρύνεται από εμάς και τα πόδια του, όταν μας τον φέρνει ο σκύλος. Η πρώτη τουφεκιά, έφυγε από την τρομάρα μου τελείως άστοχη. Πρώτη φορά συναντούσα λαγό, πρώτη φορά πίεζα την σκανδάλη απέναντι σε αυτό το πανέξυπνο και ταχύτατο ζώο. Δεύτερη και τελευταία, σημάδεψα τα αυτιά και πάτησα την σκανδάλη, στέλνοντας τα σκάγια ανακατωμένα με τις πιο τρελές μου επιθυμίες και ευχές για επιτυχία. Και ξαφνικά... έχασα τον λαγό από το οπτικό μου πεδίο..Αλαφιασμένος, ξέπνοος, έτρεξα προς το μέρος που είχα τουφεκίσει, πηδώντας πάνω από αγκάθια, μπαίνοντας σε θάμνους, γυρεύοντας το λαγό που εξαφανίστηκε μυστηριωδώς. Κατευθύνθηκα στο επόμενο άνοιγμα του πουρναριού, οπλίζοντας ξανά, με την ελπίδα να τον πετύχω αυτή την φορά, αν εμφανιστεί. Από την λαχτάρα μου δεν άκουγα τις φωνές των άλλων κυνηγών που με καλούσαν. Όταν το συνειδητοποίησα τελικά και πήγα προς τα εκεί, τους είδα γύρω από τον λαγό να γελούν και να με περιμένουν. Τον είχα πετύχει! Ο Άτσο, που είδε όλη τη σκηνή, είπε ότι μετά την δεύτερή μου τουφεκιά, ο λαγός από την φόρα έπεσε κουτρουβαλώντας σε ένα λακκάκι και...εκεί έμεινε! Εγώ όμως, επειδή ήμουν σε μία απόσταση περίπου 20 μέτρων και πίσω από πουρνάρια, τον έχασα από τα μάτια μου, νομίζοντας ότι αστόχησα για δεύτερη και τελευταία φορά! Αμέσως, τηλεφώνησα στον πατέρα μου να τον ενημερώσω για το κατόρθωμά μου! Το πως έκανα μόλις τον σήκωσα από τα αυτιά, δεν περιγράφεται με λόγια. Τον κοιτούσα, του μιλούσα, τον ευχαριστούσα, τον χάιδευα με ένα χαμόγελο 360 μοιρών. Οι συνκυνηγοί μου, μην γνωρίζοντας ότι το μεγαλύτερό μου θήραμα ήταν ο κότσυφας και μόλις την προηγούμενη εβδομάδα ο φασιανός, με χτυπούσαν φιλικά στην πλάτη λέγοντας από μέσα τους, είμαι σίγουρος, «Ηρέμησε, θα σου περάσει!». Αγκαλιά με τον λαγό που δεν τον άφηνα με τίποτα και τραγουδώντας με τον Άτσο, φτάσαμε στην καλύβα όπου μας περίμεναν οι υπόλοιποι. Από την χαρά, ούτε νερό δεν ήπια από την τόση πεζοπορία! Ακούμπησα τον λαγό στο εξωτερικό τραπέζι και έκατσα σκοπιά πάνω του, σάμπως θα ερχόταν κανένας ζηλιάρης κυνηγός να μου τον πάρει, ή κανένα ξωτικό του δάσους!
Η επιστροφή στο εξοχικό από όπου είχε ξεκινήσει αυτή η υπέροχη μέρα, ήταν κάτι παραπάνω από υπέροχη. Καμάρωνα σαν πετεινός στο κοτέτσι μόλις αντίκρισα τους συγκατοίκους μου και το γέλιο είχε σταθεί ακούνητο στο πρόσωπό μου. Την εβδομάδα που ακολούθησε, διηγήθηκα το συναπάντημα με τον λαγό...τουλάχιστον 20 φορές (συν αυτή!). Πάντα με την ίδια λαχτάρα, με το ίδιο χαμόγελο και την ίδια περηφάνια! Λαγός ήταν αυτός! Όχι τσίχλα! Το ζουλάπι, αποδείχθηκε εκτός από άψογος δρομέας και δεινός κολυμβητής στη συνέχεια, ανάμεσα σε κρεμμύδια και ντομάτα. Τον τίμησε δεόντως η μητέρα μου μαγειρεύοντας τον και προσφέροντας σε μένα και στην μεγάλη μου οικογένεια ένα αξέχαστο γεύμα.
Πέραν βέβαια των αστείων, όλα τα ζωντανά πρέπει να μας εμπνέουν τον σεβασμό και να ευχαριστούμε τη φύση κάθε φορά που μας τα προσφέρει. Ο πραγματικός κυνηγός, είναι φυσιολάτρης και ξέρει ότι το θήραμα δεν του το δίνει ούτε το όπλο, ούτε το φυσίγγι αλλά ούτε η σκοπευτική του δεινότητα. Παρά μόνο η φύση. Αυτή είναι πάνω από όλα..

«Ξημέρωμα Κυριακής 29 Νοεμβρίου 2009, Σερβία
----------------------------------------------------------------------
Αφιερωμένο στον θείο μου Κωσταντίνο Καραπατάκη που με έκανε να αγαπήσω το κυνήγι και τους γονείς μου Γιάννη και Μαρία που λατρεύουν να γεύονται τους καρπούς του!
----------------------------------------------------------------------
Γιώργος Ξανθόπουλος
Από κυνήγι λαγού στη Σερβία
----------------------------------------------------------------------

Δημοσιεύθηκε στο ένθετο περιοδικό "Κυνήγι" του Ελεύθερου Τύπου την Τετάρτη 17 Μαρτίου 2010.