Παρασκευή 26 Μαρτίου 2010

Της γιαγιά το παραμύθι …

«Ήταν κάποτε ένας λαθροθήρας, μικρός σε ηλικία – που είχε μάθει να κυνηγά λάθρα από παιδάκι ακόμα.» Από πού κράταγε γιαγιά η σκούφια του; «από τα μέρη μας παιδάκι μου αλλά γεννήθηκε μακριά από εδώ, νομίζω στην Κορινθία.

Ήταν κακός άνθρωπος γιαγιά; «όχι παιδάκι μου, καλός ήταν και όταν μεγάλωσε έγινε θηροφύλακας, φύλαγε το δάσος από κακούς ανθρώπους και κακούς κυνηγούς να μην κυνηγάνε λαθραία», μα γιαγιά, αφού ήταν λαθροθήρας πως κατάφερε και έγινε θηροφύλακας; «μα γιέ μου, αυτοί που τον πήραν στη δουλειά, δεν ήξεραν τον πρότερο βίο του»

«Όλα κυλούσαν όμορφα στη ζωή του, την περίοδο που επιτρεπόταν το κυνήγι, αυτός θεριό ανήμερο, τίμιος, φύλακας πραγματικός του δάσους, έκανε ελέγχους σε κυνηγούς ολόκληρης της Πελοποννήσου. Κατάφερε με την τίμια εργασία του και απόκτησε καλό όνομα στη κοινωνία. Αγαπούσε πολύ και το χωριό του και το επισκεπτόταν πολύ συχνά όταν το κυνήγι ήταν απαγορευμένο – τότε μόνο εύρισκε ελεύθερο χρόνο. Και κάθε φορά που πήγαινε στο χωριό του – πολύ τυχερός άνθρωπος γιέ μου, όλο και έβρισκε αγριογούρουνα και τα πήγαινε στην Κορινθία που ήταν το κονάκι του»

Που τα έβρισκε γιαγιά τα αγριογούρουνα; «μα στο καρτέρι γιόκα μου, παραφύλαγε τις νύκτες δίπλα στο νερό που πήγαιναν τα ζώα για να ξεδιψάσουν και τα σκότωνε. Δεν ήταν εύκολη η δουλειά αυτή, είχε τις δυσκολίες της. Πολλές φορές οι ώρες αναμονής μέσα στη παγωμένη νύκτα γινόντουσαν αιώνας ολάκερος, το κρύο βλέπεις παιδάκι μου δεν είναι καλός φίλος του ανθρώπου»

«Συνήθως όμως η πολύωρη αναμονή μέσα στην άγρια νύκτα του έφερνε τους αγριόχοιρους πολύ κοντά του και τους σκότωνε. Χαρούμενος τότε, τους φόρτωνε στο αυτοκίνητο του και πήγαινε ευτυχισμένος για ύπνο». Δεν τον έπιασαν ποτέ άλλοι θηροφύλακες γιαγιά να σκοτώνει τη νύκτα αγριογούρουνα; «όχι παιδάκι μου, ποιος να τον πιάσει;»

Και τι απόγινε γιαγιά ο θηροφύλακας; «α!! γιόκα μου, ζει και βασιλεύει εκεί στα μέρη της Κόρθου, προσέχει το δάσος από τους κακούς κυνηγούς, αγωνίζεται για το δίκιο, είναι πολύ τίμιος και αξιοπρεπής στη δουλειά του, και όταν ξεμείνει από κρέας βγαίνει κάτι νύκτες στο χωριό του για παραφύλαμα. Έχει τύχη, τον αγαπάει ο θεός γιόκα μου. Τι, αποκοιμήθηκες παιδάκι μου;»