Το χθές και το σήμερα στο κυνήγι δεν είναι απλά μία διαφορά εξοπλισμού ή θηραμάτων. Είναι μία ουσιαστική πολιτισμική διαφορά μεταξύ εκείνων που ξέρουν για τι μιλάνε και εκείνων που βλέπουν τη φύση μέσα από ένα PC ή τις ιδεοληψίες τους.
Πριν πολλά χρόνια.
Το ραντεβού μας ήταν για τις 5 το πρωί ενός Σαββάτου υγρού, στην καρδιά του χειμώνα, στο Χρυσοβίτσι του Μαινάλου. Από το καφενείο του «Καλαμπόκα» θα ξεκινούσε η ομάδα για το κυνήγι της.
Ο μπάρμπα Γιώργης Καλαμπόκας (παρατσούκλι), ήταν γέροντας ζόρικος, δημοκράτης – μάλιστα το μαγαζί του φιλοξενούσε στον τοίχο απέναντι από τη μεγάλη στόφα, ένα χάρτη με τους πρωθυπουργούς της Ελλάδας. Μας τον έδειχνε με καμάρι κάθε φορά που αφήναμε τη σκόνη μας στον καφενέ του.
Έρεαν γύρω από τη φωτιά ρακόμελα και καφέδες και όσο η ώρα περνούσε τόσο και η παρέα μεγάλωνε. Αφού χορτάσαμε ζέστη και ρακές, αποφασίσαμε να ανηφορίσουμε για τον κυνηγότοπο. Στο ύψος περίπου της «γραμμένης πλάκας» μας βρήκε το χάραμα. Το δάσος έσταζε από παντού – σαν να είχε ρίξει καλό νερό. Ήμασταν κάπου δέκα νοματαίοι, με τρία σκυλιά (!), οι μικρότεροι της παρέας εγώ και ο αδελφός μου, όλοι οι άλλοι μεγαλύτεροι, συμπέθεροι, κουμπάροι, χρυσοβιτσιώτες και ξένοι – από χρόνια όλοι τους φίλοι και κυνηγοί.
«Ωραίο κυνήγι θα κάνουμε σήμερα» σκέφτηκα σχεδόν φωναχτά. Σαν να άκουσε τη σκέψη μου ο μπάρμπα Πανάγος ο μελισσοκόμος και μου λέει: «ποιος νοιάζεται για το κυνήγι θαρρείς; Κανείς μας. Αφορμή γυρεύαμε να ειδωθούμε και να περπατήσουμε στο δάσος!». Τον κοίταξα με έκπληξη και το πρόσωπο του έλαμπε από χαρά.
Ούτε λαγό βρήκαμε μα ούτε και πουλί πετούμενο στις πλαγιές της μουσκεμένης γης. Περπατήσαμε αρκετά, στις ρεματιές και στα πλάγια, στο πυκνό και στα ξέφωτα του δάσους, υψώναμε αραιά και που τα ντουφέκια μας έτοιμοι για τη βολή – ποια βολή; Ξαποσταίναμε και αρχίζαμε πάλι το χορό στα χωμάτινα μονοπάτια που οι φίλοι της παρέας μας τα γνώριζαν με μάτια κλειστά.
Η γυροβολιά μας στο δάσος κράτησε για ώρες – μέχρι που ο ήλιος έσκισε με τις ακτίνες του τη σκοτεινιά του. Στο δρόμο της επιστροφής, χαρούμενοι όλοι λες και είχαν από ένα λαγό στο σακούλι τους ο καθένας – και είχαν μονάχα αποφάγια από το κολατσιό τους. Τους παρατηρούσα όλους χωριστά, ένα – ένα, και ήσαν ευτυχισμένοι σαν μικρά παιδιά. Όταν φτάσαμε στη βάση μας, μοσχοβόλησε η πλάση από το κατσίκι που μας περίμενε.
Τις εικόνες του δάσους, τις απόκοσμες περπατησιές, τον ήχο του αγέρα, τη μυρωδιά της σιωπής, κάποιοι θέλουν να μας τα αρπάξουν. Ποιοι; Μα αυτοί, οι ανίδρωτοι από το βουνό, οι οπαδοί του «διαδρόμου», της «μπάρας», των άψυχων «γυμναστικών οργάνων». Ναι, αυτοί που σχεδιάζουν, αποφασίζουν, νομοθετούν, εφαρμόζουν για εμάς χωρίς εμάς. Αυτοί που γνωρίζουν το βουνό από το σερφάρισμα στο Google earth, και θέλουν, απαιτούν, να τους πάρουμε στα σοβαρά.
Όχι, δεν μπορούμε να τους πάρουμε στα σοβαρά. Δεν έχουμε καμία δουλειά εμείς με τους εχθρούς της φύσης. Τι να πούμε με τα δογματικά ανδρείκελα της οικολογίας και τι να συμφωνήσουμε. Τους δώσαμε αξία μεγαλύτερη από την πρεπούμενη, τους ακούσαμε ενώ δεν έπρεπε, διαβάσαμε τις μύχιες σκέψεις τους και τρομάξαμε από το μίσος που φωλιάζει σε αυτές.
Πραγματικά απορώ με την Συνομοσπονδία μας, που τόσα χρόνια αναλώνεται και συνδιαλέγεται με ψεύτες, υποκριτές, ανεπαρκείς, για τον κοινό σκοπό. Δεν υπάρχει κοινός σκοπός, δεν υπάρχει σημείο επαφής. Εμείς μιλάμε από την καρδιά του δάσους, αυτοί μιλάνε για το δάσος και το γνωρίζουν καλά από τους χάρτες. Τώρα, γροθιά στο μαχαίρι, και ας ματώσουμε. Ακόμα και αν οι λέξεις χάνουν το νόημά τους, ποτέ δεν είναι αργά, ακόμα και την υστάτη ώρα………..
============================================
Δημοσιεύτηκε στο ένθετο περιοδικό «Κυνήγι» του Ελεύθερου Τύπου την Τετάρτη 26 Μαΐου 2010