Μια ξεχασμένη ιστορία στο χωριό ένα Φθινόπωρο
Εκείνος ο Οκτώβρης ήταν εντελώς αλλόκοτος στις αρχές του με την θερμοκρασία να θυμίζει Ιούλιο μήνα. Είχαμε βγάλει από τα μπαούλα τα κοντομάνικα και κάναμε ηλιοθεραπεία πάνω στο υγρό χορτάρι. Ευτυχώς που δεν είχαμε τζιτζίκια να τραγουδάνε γιατί τότε θ’ ανησυχούσαμε πραγματικά για τις κλιματικές αλλαγές!
Αποβραδίς το φεγγάρι λαμποκοπούσε και τρεφόταν από τα γήινα συναισθήματα που εκστατικά το αντίκριζαν στο πέρασμά του. Αν είχα τη φλογέρα στο σπίτι θα έπαιζα σκοπούς για τον Πάνα και την παρέα του, αλλά δεν είχα κι’ έτσι καθόμουν κι’ εγώ στη βεράντα του σπιτιού και το έτρεφα με την ενέργειά μου. Ήταν όντως μαγευτική η φιγούρα του.
Κατά τις 11 το βράδυ της Παρασκευής χτύπησε το τηλέφωνο, ήταν ο Ηρακλής: «θα πας αύριο με την ομάδα σου για αγριογούρουνα;», με ρώτησε. «Που να πάω με τέτοια ζέστη; Θα πεθάνουν τα σκυλιά, δεν θ’ αντέξουν, αλλά με τους δικούς μου που μίλησα τους είπα ότι δεν θα είμαι στη θέση μου το Σάββατο το πρωί», του απάντησα και ευθύς τον ρώτησα: «εσύ, θα πας για λαγό;». Μία από τα ίδια κι’ ο Ηρακλής: «πλάκα κάνεις; Θα λαλήσουν τα σκυλιά, την άλλη φορά».
Κοντά σε εμάς σε ένα γειτονικό χωριό υπάρχει πισίνα, εκει σκεφτόμασταν να πάμε το επόμενο πρωί, για κολύμπι και μαύρισμα! Άλλες όμως οι βουλές μας και άλλα πράγματα συναντάς στο δρόμο σου. Το πρωί με το ξημέρωμα να ‘σου πάλι στο τηλέφωνο ο Ηρακλής: «εδώ στον κήπο έχει πέσει ένα κοπάδι αγριογούρουνα και τρώνε καρύδια, ένα μονόβολο έχω όλο κι’ όλο, δεν έρχεσαι κάτω γρήγορα;». Μου έφυγε ο καφές από τα χέρια σαν άκουσα το χαρμόσυνο γεγονός: «μέχρι να φτάσω εκεί Ηρακλή αυτά θα έχουν πιάσει το βουνό, βάλε το μονόβολο που έχεις και ρίξε καλά!».
Σαν κατέβαινα γρήγορα προς τον κήπο του Ηρακλή άκουσα την ξερή ντουφεκιά και σείστηκε η ρεματιά από τον αντίλαλο. «Το έριξε» σκέφτηκα κι’ έφτασα στο πεδίο της μάχης. Αντίκρισα ένα θηρίο ασάλευτο καταγής. Αλλά που να το σηκώσεις ή να το σύρεις το θεριό; Πήρε τηλέφωνο ο Ηρακλής τον Εκδορέα που κι’ αυτόν τον είχε ταράξει ο ήχος της ντουφεκιάς και σαν αστραπή έφτασε με τον μπαλτά, το μαχαίρι εκδοράς και όλα τα απαραίτητα χειρουργικά εργαλεία.
Το σύραμε με κόπο και το κρεμάσαμε σε μια καρυδιά και παραδώσαμε την σκυτάλη στην μαεστρία του Εκδορέα. Στην τέχνη αυτή άπιαστος ο Εκδορέας, αμίλητος κι’ αγέλαστος χαράκωνε με το κοφτερό λεπίδι του κι’ έβγαζε το δέρμα από το καπρί όπως εμείς ξεκολλάμε από τον τοίχο μια μονωτική ταινία! Επιστήμονας. Θέλησα να τον ρωτήσω που είχε μάθει την ζηλευτή αυτή τέχνη αλλά δεν το τόλμησα, μπορεί και να νευρίαζε!
Σας τελείωσε με την εκδορά ο τεχνίτης της λάμας, έπιασε τον μπαλτά στα χέρια του και χειρουργούσε με ρομποτική ακρίβεια. Ο Ηρακλής κι’ εγώ κάναμε παράλληλα τις υπόλοιπες εργασίες και σε μια περίπου ώρα πίναμε τον καφέ μας με ησυχία. Δίπλα η Κατερίνα είχε βάλει τη συκωταριά στο τηγάνι και την έφερνε βόλτα. Διψούσαμε … και το τσίπουρο χωρίς τηγανιά δεν λέει!