Τετάρτη 12 Ιουλίου 2017

Φθινοπωρινή κάψα!

Μια ξεχασμένη ιστορία στο χωριό ένα Φθινόπωρο

Εκείνος ο Οκτώβρης ήταν εντελώς αλλόκοτος στις αρχές του με την θερμοκρασία να θυμίζει Ιούλιο μήνα. Είχαμε βγάλει από τα μπαούλα τα κοντομάνικα και κάναμε ηλιοθεραπεία πάνω στο υγρό χορτάρι. Ευτυχώς που δεν είχαμε τζιτζίκια να τραγουδάνε γιατί τότε θ’ ανησυχούσαμε πραγματικά για τις κλιματικές αλλαγές!

Αποβραδίς το φεγγάρι λαμποκοπούσε και τρεφόταν από τα γήινα συναισθήματα που εκστατικά το αντίκριζαν στο πέρασμά του. Αν είχα τη φλογέρα στο σπίτι θα έπαιζα σκοπούς για τον Πάνα και την παρέα του, αλλά δεν είχα κι’ έτσι καθόμουν κι’ εγώ στη βεράντα του σπιτιού και το έτρεφα με την ενέργειά μου. Ήταν όντως μαγευτική η φιγούρα του.

Κατά τις 11 το βράδυ της Παρασκευής χτύπησε το τηλέφωνο, ήταν ο Ηρακλής: «θα πας αύριο με την ομάδα σου για αγριογούρουνα;», με ρώτησε. «Που να πάω με τέτοια ζέστη; Θα πεθάνουν τα σκυλιά, δεν θ’ αντέξουν, αλλά με τους δικούς μου που μίλησα τους είπα ότι δεν θα είμαι στη θέση μου το Σάββατο το πρωί», του απάντησα και ευθύς τον ρώτησα: «εσύ, θα πας για λαγό;». Μία από τα ίδια κι’ ο Ηρακλής: «πλάκα κάνεις; Θα λαλήσουν τα σκυλιά, την άλλη φορά».



Κοντά σε εμάς σε ένα γειτονικό χωριό υπάρχει πισίνα, εκει σκεφτόμασταν να πάμε το επόμενο πρωί, για κολύμπι και μαύρισμα! Άλλες όμως οι βουλές μας και άλλα πράγματα συναντάς στο δρόμο σου. Το πρωί με το ξημέρωμα να ‘σου πάλι στο τηλέφωνο ο Ηρακλής: «εδώ στον κήπο έχει πέσει ένα κοπάδι αγριογούρουνα και τρώνε καρύδια, ένα μονόβολο έχω όλο κι’ όλο, δεν έρχεσαι κάτω γρήγορα;». Μου έφυγε ο καφές από τα χέρια σαν άκουσα το χαρμόσυνο γεγονός: «μέχρι να φτάσω εκεί Ηρακλή αυτά θα έχουν πιάσει το βουνό, βάλε το μονόβολο που έχεις και ρίξε καλά!».

Σαν κατέβαινα γρήγορα προς τον κήπο του Ηρακλή άκουσα την ξερή ντουφεκιά και σείστηκε η ρεματιά από τον αντίλαλο. «Το έριξε» σκέφτηκα κι’ έφτασα στο πεδίο της μάχης. Αντίκρισα ένα θηρίο ασάλευτο καταγής. Αλλά που να το σηκώσεις ή να το σύρεις το θεριό; Πήρε τηλέφωνο ο Ηρακλής τον Εκδορέα που κι’ αυτόν τον είχε ταράξει ο ήχος της ντουφεκιάς και σαν αστραπή έφτασε με τον μπαλτά, το μαχαίρι εκδοράς και όλα τα απαραίτητα χειρουργικά εργαλεία.

Το σύραμε με κόπο και το κρεμάσαμε σε μια καρυδιά και παραδώσαμε την σκυτάλη στην μαεστρία του Εκδορέα. Στην τέχνη αυτή άπιαστος ο Εκδορέας, αμίλητος κι’ αγέλαστος χαράκωνε με το κοφτερό λεπίδι του κι’ έβγαζε το δέρμα από το καπρί όπως εμείς ξεκολλάμε από τον τοίχο μια μονωτική ταινία! Επιστήμονας. Θέλησα να τον ρωτήσω που είχε μάθει την ζηλευτή αυτή τέχνη αλλά δεν το τόλμησα, μπορεί και να νευρίαζε!

Σας τελείωσε με την εκδορά ο τεχνίτης της λάμας, έπιασε τον μπαλτά στα χέρια του και χειρουργούσε με ρομποτική ακρίβεια. Ο Ηρακλής κι’ εγώ κάναμε παράλληλα τις υπόλοιπες εργασίες και σε μια περίπου ώρα πίναμε τον καφέ μας με ησυχία. Δίπλα η Κατερίνα είχε βάλει τη συκωταριά στο τηγάνι και την έφερνε βόλτα. Διψούσαμε … και το τσίπουρο χωρίς τηγανιά δεν λέει!

Τρίτη 24 Ιανουαρίου 2017

Πλούτος ...

Ξύπνησα πάλι πρωί, ως συνήθως. Έριξα παγωμένο νερό στο πρόσωπό μου, έπλυνα τα δόντια μου, άνοιξα τα παράθυρα του σπιτιού να έλθει φως και φρέσκος αέρας. Έβρεχε, ο ουρανός ήταν σκούρος, βαρύς, η βροχή έπεφτε με δύναμη και είχε ρυθμό. Μου άρεσε αυτή η εικόνα.

Ήπια νερό παγωμένο κι άναψα τη φωτιά σιγά για τον καφέ μου. Μέχρι να ψηθεί ο καφές, έκοψα ένα μικρό κρεμμύδι, λίγο τυρί, έβαλα στο πιάτο μερικές ελιές, πήρα το λάδι κι έβαλα μια κουταλιά, ίσως και παραπάνω στο πιάτο. Το ψωμάκι ψηνόταν στην τοστιέρα όσο να πάρει χρώμα.

Έγινε ο καφές και από ψηλά τον άδειασα στην κούπα μου – ήταν διπλός, έβαλα πάλι νερό παγωμένο και ήπια και κάθισα να βάλω δυό μπουκιές στο στόμα μου. Δεν υπήρχε βιάση, όλες οι κινήσεις ήταν αργές. Έξω η βροχή δυνάμωνε.

Δεν ξέρω πόσο κράτησε η κοινωνία αυτή. Σηκώθηκα κι έπλυνα το πιάτο, έβαλα πάλι νερό στο ποτήρι, και μαζί με τον καφέ μετακόμισα στο γραφείο μου, στα βιβλία μου και στις μουσικές μου. Άνοιξα τον υπολογιστή κι έπεσα επάνω σε αυτό. Δυνάμωσα λίγο τα ηχεία και τράβηξα την πρώτη γουλιά από τον καφέ. Άναψα τσιγάρο και κοίταξα έξω την βροχή να τραγουδά του καλού καιρού.

Χωρίς να κάνω τίποτα ένιωθα όμορφα. Χωρίς να σκέφτομαι το παραμικρό, ένα όμορφο ρίγος, ελαφρύ, με διαπερνούσε.

Έξω ο καιρός ήταν κρύος. Μέσα όλα ήταν ζεστά. Πλούτος ...

Παρασκευή 13 Ιανουαρίου 2017

Ο θλιβερός λόγος ενός προέδρου ...

Για την απόφαση του υπουργείου Περιβάλλοντος η οποία έκανε λόγο για την καθολική διακοπή του κυνηγιού για μια βδομάδα, μίλησε ο πρόεδρος του Κυνηγετικού Συλλόγου Τρίπολης Γ. Ρουμελιώτης την Παρασκευή 13 Ιανουαρίου, αναφέροντας ότι αυτή η απόφαση είχε ληφθεί λόγω των έκτακτων ακραίων καιρικών συνθηκών και με τη βελτίωση του καιρού πρεπει άμεσα να αναιρεθεί. 

Από την Πέμπτη ο καιρός έχει βελτιωθεί ορατά, άρα πρέπει να ξεκινήσει άμεσα το κυνήγι, καθώς οι αγριόχοιροι είναι πάρα πολλοί και δημιουργούν προβλήματα στις καλλιέργειες και όχι μόνο.

Από τη μία το κυνήγι μειώνει τον πληθυσμό των αγριόχοιρων και μειώνει τα πρόβλημα και τις καταστροφές τις οποίες τα ζώα προκαλούν και από την άλλη το υπουργείο παίρνει μέτρα για να αυξηθεί ο πληθυσμό των αγριόχοιρων, οι οποίοι στην περιοχή της Αρκαδίας δημιουργούν μεγάλα προβλήματα και ζημιές.

Ο κ. Ρουμελιώτης ζήτησε την επανεξέταση των μέτρων απαγόρευσης, χαρακτηρίζοντας ολέθρια την απόφαση του υπουργείου.

Το Σαββατοκύριακο θα πρέπει να ξεκινήσει άμεσα το κυνήγι καθώς υπάρχουν πολίτες οι οποίοι έχουν πληρώσει για την κυνηγετική τους άδεια

Σε ερώτηση δημοσιογράφου για το αν θεωρεί ότι το υπουργείο έχει κάποια σκοπιμότητα με την καθολική απαγόρευση του κυνηγιού, ο κ. Ρουμελιώτης είπε ότι η στάση αυτή του υπουργείου μπορεί να κρύβει κάποια άλλη βλέψη του υπουργείου καθώς με την έως τώρα στάση τους έχουν δείξει ότι είναι αντίθετοι στο κυνήγι. Επίσης, έκανε λόγο για διάφορες οικολογικές οργανώσεις οι οποίες επηρεάζουν τις αποφάσεις του υπουργείου.

«Άτομα χωρίς καμία αρμοδιότητα από ορνιθολογικές οργανώσεις θα έρθουν να κάνουν έλεγχο αν εμείς κυνηγάμε παράνομα ή όχι»



Σημείωση δική μας:

Μόνο θλίψη προκαλεί ο λόγος του κυρίου προέδρου! Αλλά είναι προφανές ότι έχει ακροατήριο που τον χειροκροτεί! Αν σταματήσει το χειροκρότημα θα καταρρεύσει! 

Παρασκευή 16 Σεπτεμβρίου 2016

"Το κυνήγι" με άλλη ματιά ...

Περισσότερο από ενάμιση χρόνο έχω να γράψω για το κυνήγι. Κάπου έγραφα τότε στα τελευταία σημειώματά μου, ότι «ένας κύκλος έκλεισε».

Πράγματι, το κυνήγι, όπως και πάρα πολλά πράγματα στην ζωή μας, όταν γίνονται συνήθεια, χάνουν το νόημά τους. Σε εγκλωβίζουν ασυνείδητα, σου στερούν την καθαρή ματιά, το ελεύθερο μυαλό.

Το ίδιο συμβαίνει και με τον πεζοπόρο, που περπατά δίχως να βλέπει την ομορφιά γύρω του, απλά πηγαίνει επειδή του αρέσει, επειδή πρέπει για λόγους υγείας κτλ.. Η δύναμη της συνήθειας είναι θάνατος, ειδικότερα δε αν αυτή αφορά την φύση.

Αντικρίζει ο κυνηγός, ο πεζοπόρος, ο φυσιολάτρης, ο ορειβάτης, ο κολυμβητής – έρχονται αλήθεια όλοι αυτοί σε επαφή με την φύση; Ο καθένας εξ αυτών κάνει τη δική του διάκριση, επιλέγει ένα μέρος και κινείται, δραστηριοποιείται, αθλείται. Από εδώ κάπου ξεκινά ο βάσανος του χόμπυ, του σπόρ.

Από εδώ αρχίζουν και οι παρενέργειες που έχουν να κάνουν με τον έλεγχο της κάθε δραστηριότητας. Υπάρχει ο αθλητής, ο κυνηγός, ο ψαράς, και η ανάγκη αυτόματα γεννά το σωματείο, που θα ελέγξει την κάθε δραστηριότητα, θα επιβάλει τους δικούς του κανόνες, τα δικά του θέλω, θα δώσει ώθηση στα δικά του συμφέροντα. Συμβαδίζουν τα συμφέροντα αθλητή και του συλλόγου του; Ερώτημα!

Εσύ κυνηγέ, ψαρά, μαραθωνοδρόμε, αλπινιστή – τι βλέπεις όταν ασκείς την αγαπημένη σου δραστηριότητα; Την φύση σίγουρα όχι. Μέρος της ίσως, μία εικόνα συγκεκριμένη. Αλλά η φύση δεν είναι μία ή πέντε εικόνες. Η εικόνα πάντοτε είναι μία και μοναδική, αδιαίρετος, και την σπάζουμε σε κομμάτια. Οπότε δεν την βλέπουμε. Όταν λέμε «τι ωραίο δέντρο», «τι μεγάλο κύμα», αυτόματα η ολότητα γίνεται κομμάτια. Διότι στην εικόνα υπάρχει το δέντρο, το δάσος, το αυλάκι του νερού, τα πουλιά, τα ζώα, τα βράχια, εμείς…. 








Ο Άρτος του Δία
=========================
Πάνω από 12 χρόνια ο γράφων αρθρογράφησε με συνέπεια στον ημερήσιο αθηναϊκό τύπο. Με το παμπάλαιο ψευδώνυμο «Ο άρτος του Δία» και αργότερα σαν «Μυθοπλάστης». Το ταξίδι με τις αθηναϊκές εφημερίδες το σταμάτησε για διαφόρους δικούς του λόγους. Έκανε μία παύση και επανέρχεται. Το κάθε κείμενο διαρκεί όσο ένας καφές. Και στην γραφή και στην ανάγνωση. Θα τα λέμε …


Σάββατο 6 Φεβρουαρίου 2016

Κ.Σ.Ε. ... για γέλια και δράματα!

Μα καλά, υπάρχει ακόμα η θλιβερή Κ.Σ.Ε.;

Πως είχα την εντύπωση ότι η παλαιολιθική κυνηγετική οργάνωση της επικράτειας είχε χαθεί στο χρονοντούλαπο της αρχαιολογίας;

Και όμως, υπάρχει και βγάζει και ανακοινώσεις για δημοσιογράφους και σελίδες μη ελεγχόμενες από αυτήν!

Θαυμάστε την!

Κλικ εδώ προς ανάγνωση άλλης μιάς γραφικής ανακοίνωσης της!

Κυριακή 19 Απριλίου 2015

Η προβοκάτσια της Ζακύνθου ...

Καλό είναι να μην γράφει κανείς εν θερμώ. Διότι θα κάνει λάθη, θα γράψει ενδεχόμενα ανακρίβειες. Εκτός και αν διατελεί «εν υπηρεσία» που λένε. Τέλος πάντων, περί ορέξεως……..

Αυτό που συνέβη προ ημερών στην Ζάκυνθο, είναι λογικό. Τίποτα τυχαίο, τίποτα παράξενο, τίποτα δυσκολοερμήνευτο. Ήταν μία σύγκρουση αναμενόμενη. Που καλλιεργήθηκε από την στιγμή που η Κ.Σ.Ε. πήρε πολιτική θέση, καθαρή θέση υπέρ μερικών πολιτικών κομμάτων και εξέδωσε ανακοινώσεις νουθετώντας τους κυνηγούς να μην ψηφίσουν ΣΥΡΙΖΑ διότι εναντιωνόταν στο κυνήγι και θα το καταργούσε. Δηλαδή τρίχες!

Στην Ζάκυνθο η Κ.Σ.Ε. συγκρούστηκε με το τίποτα. Έφτιαξε ένα θέμα προς πώληση, το διαχειρίστηκε όπως ήθελε, επέβαλε την σύγκρουση. Για να δείξει ότι δεν πέθανε (ενώ πεθαίνει), για να μας πει πως μόνο αυτή νοιάζεται για το ελεύθερο παραδοσιακό κυνήγι στην Ελλάδα. Αστεία πράγματα από μια εξίσου αστεία οργάνωση.

Το θέμα στις Στροφάδες, εδώ και χρόνια το διαχειριζόταν με έντιμο τρόπο ο πρόεδρος της Ομοσπονδίας Πελοποννήσου Κώστας Μαρκόπουλος. Αυτός και οι συνεργάτες του. Το ίδιο πήγε να κάνει και τώρα. Την δουλειά του. Μαζί με τους θηροφύλακες. Αλλά, με δόλιο τρόπο, τον καπέλωσε η Κ.Σ.Ε., για να βγει από την αφάνειά της. Και εν μέρει το πέτυχε.

Στην Ζάκυνθο, την μονοεδρική έδρα της Βουλής την κέρδισε ο ΣΥΡΙΖΑ. Και περίμενε στην γωνία την Κ.Σ.Ε. για την περίεργη στάση της κατά την προεκλογική περίοδο. Τα επεισόδια λοιπόν που έγιναν στο λιμάνι της Ζακύνθου, ήταν στημένα από δύο αντίθετους πόλους τελικά. Που έδρασαν εις βάρος των κυνηγών και της νομιμότητας.


Στο πονηρό παιχνίδι της η Κ.Σ.Ε. κατάφερε να βάλει και την Ομοσπονδία Πελοποννήσου. Και λέγοντας πονηρό, εννοώ ότι αρμόδιος φορέας για τις Στροφάδες, στην φύλαξή τους τουλάχιστον, είναι η Ομοσπονδία Πελοποννήσου και κανείς άλλος κυνηγετικός φορέας. Η νεκροζώντανη όμως Κ.Σ.Ε. με τους λειψούς ηγέτες της έπαιξε το χαρτί της. Δημιούργησε την αντιπαράθεση με στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ στην Ζάκυνθο, έμπλεξε τον Κώστα Μαρκόπουλο και πιστεύει πως έχει πάλι το πάνω χέρι στα πράγματα. Δεν το έχει κι ας έβγαλε λόγο ρουτίνας ο Λαφαζάνης στο περίπτερό της προ ημερών.

Η Ομοσπονδία Πελοποννήσου έχει χρέος (όπως κάνει τόσα χρόνια με επιτυχία) να φυλάει και τις Στροφάδες από ψυχοπαθείς κυνηγούς ή μη κυνηγούς. Δεν έχει ανάγκη τις μετριότητες της Κ.Σ.Ε., και κακώς η Ομοσπονδία έπαιξε άθελά της το παιχνίδι της γηρασμένης Κ.Σ.Ε.

Στο παιχνίδι των Στροφάδων δεν έκαναν καν τον κόπο να μπουν οι διάφορες οικολογικές οργανώσεις, γνωρίζοντας εκ των προτέρων την προβοκάτσια της Κ.Σ.Ε. και του ΣΥΡΙΖΑ. 

Εσείς σύντροφοι της Κ.Σ.Ε. και του ΣΥΡΙΖΑ γιατί δεν παίρνετε τα κουβαδάκια σας να παίξετε στην άμμο; Και αφήστε το κυνήγι για αυτούς που σέβονται του Νόμους που το διέπουν.


Δεν κάνουμε φυσικά καμία αναφορά στον αρμόδιο υπουργό. Αυτός ύπνον υπνώτει …

Δευτέρα 13 Απριλίου 2015

Πάσχα των Ελλήνων ...

Μαγειρίτσα, αρνί στη σούβλα, κοκορέτσι, κοντοσούβλι, γαλόπιτα, οίνος άφθονος, γιαούρτι, κάρβουνα,  καπνός, τσίκνα, σπίτι, κήπος, χωράφι, δρόμος, εγώ, οι συγγενείς μου, οι φίλοι μου.

Σε χώρο περιχαρακωμένο, κλειστό, για την παρέα μου, με τα ποτήρια να υψώνονται και να σμίγουν στο «Χριστός Ανέστη» και στο «Αληθώς ο Κύριος».  Και η σούβλα να γυρίζει αργά. Να πέφτουν τα μπόλια στα κάρβουνα και να σηκώνουν καπνό.

Ο ήλιος γελαστός, πρόσχαρος, επόπτης της χαράς. Τα σκυλιά να γυροφέρνουν χαρούμενα, να θέλουν παιχνίδια, να περιμένουν με αγωνία το αποτέλεσμα της σούβλας.

Η σούβλα γυρίζει αργά, ψηλά από τα κάρβουνα να μην «αρπάξει» ο αμνός. Και δεν αρπάζει. Ψήνεται βαθιά, μέχρι το κόκαλο.

Τα ποτήρια γεμίζουν κι αδειάζουν πολλές φορές. Χωρίς βιάση, με τον αργό ρυθμό της σούβλας. Το ραδιόφωνο παίζει δημοτικά τραγούδια. Πάσχα των Ελλήνων.

Τα σκυλιά, τόση ώρα παίζουν, αναμένουν, ξαπλώνουν στο παχύ χορτάρι ανέμελα. Μα αγρίεψαν απότομα, σηκώθηκαν από τη σχόλη τους κι έτρεξαν στην εξώπορτα γαυγίζοντας. Δυό ξένοι, ρακένδυτοι, και δυό παιδιά με ρούχα χαλασμένα από την πολυφορεσιά, περνάνε από τον δρόμο. Κοντοστέκουν, μυρίζουν τον οβελία που ψήνεται; Τα άνθη της Άνοιξης; Ποιος ξέρει;

Φεύγω γρήγορα να ειδώ, ποιοι είναι, που πάνε. Σαν με βλέπουν ορθό να πλησιάζω στην εξώπορτα, φεύγουν τρέχοντας φοβισμένοι. Τηράω έξω από την πόρτα, χάθηκαν στα πράσινα χωράφια.

Γύρω από τον οβελία όλα κυλάνε όμορφα, ήρεμα, ο γλυκός ήλιος και το καλό κρασί, έχουν το μυαλό ατάραχο.

Πάσχα των Ελλήνων. Βγαίνει ο οβελίας από την σούβλα, καλοψημένος και μυρωδάτος. Μπαίνει στα ταψιά κι απλώνεται στο μεγάλο τραπέζι. Σαλάτες, τυριά, αυγά κόκκινα, γιαούρτι, κρασί. Η Αγάπη γιορτάζει σήμερα. Ποια Αγάπη; Μα αυτή για την οποία έζησε και πέθανε και αναστήθηκε ο Χριστός. «Αγαπάτε αλλήλους» δεν φώναξε; «Ο έχων δύο χιτώνας να δίνει τον ένα» δεν φώναξε στα πλήθη; «Θεοί εστέ» δεν είπε μιλώντας στις μάζες της Ιουδαίας; 

Τα είπε αυτά, έ και; Ποιος τον άκουσε αλήθεια; Ποιος τον κατάλαβε; Η θρησκεία που ιδρύθηκε προς χάρη του; Ο Χριστιανισμός; Μα αυτοί στρέβλωσαν το έργο του, παραποίησαν τον Λόγο του. «Δούλοι εστέ» μας λένε οι παπάδες, και θέλουν εμείς να τους πιστέψουμε, να σκύψουμε το κεφάλι και να τους ακολουθήσουμε.

Πάσχα των Ελλήνων. Τα κόκαλα συγκεντρώθηκαν για τις χαρές των σκυλιών που ώρες περίμεναν πως και πως και το δικό τους Πάσχα. Και έπεσαν με βουλιμία να ακονίζουν τα δόντια τους, να γλείφουν το κρέας. Μα πάλι αγρίεψαν, πάλι μας ξεσήκωσαν με τα γαυγίσματά τους. Κάθε τόσο μας χαλάνε την ησυχία μας και την χαρά μας. Πάλι στην εξώπορτα κοντοστάθηκαν κάποιοι άγνωστοι. Σηκώθηκα αγριεμένος να ειδώ, ποιοι τέλος πάντων είναι αυτοί που έχουν το θράσος να μας αναστατώνουν; Πάλι κάτι ρακένδυτοι τύποι, βρώμικοι, απεριποίητοι, χάθηκαν τρέχοντας προς τα χωράφια. «Άει να χαθείτε αλήτες», μονολόγησα, κι επέστρεψα στο τραπέζι. Υψώσαμε τα ποτήρια μας: Χριστός Ανέστη». Και «Αληθώς ο Κύριος».

Πάσχα των Ελλήνων … Ναι, πέρασε κι αυτό. Μέχρι το επόμενο. Μέχρι τότε, θα βρούμε χρόνο για την αγάπη, να την δώσουμε, δίχως ανταλλάγματα, χωρίς υπολογισμούς, στους φίλους μας και στους ξένους. Στους «καθώς πρέπει σαν κι εμάς». Και στους ρακένδυτους, στους άτυχους συνανθρώπους μας, σε όσους κουβαλούν σαν άλλοι Σίμωνες Κυρηναίοι τον σταυρό του μαρτυρίου, τον σταυρό της ζωής …


Χριστός Ανέστη … και Αληθώς ο Κύριος. Φυσικά!