Παρασκευή 28 Ιανουαρίου 2011

Η χρονιά του κάπρου ...

Τώρα που τελείωσε το κυνήγι του αγριόχοιρου στην Ελλάδα, ας κάνουμε ένα μικρό οδοιπορικό. Τώρα που θα αρχίσει η διαδικασία της αναπαραγωγής των αγρίων – που ξεκινάνε πρώτα τα παιχνίδια τους από τις νερολούτσες και μετά καταλήγουν σε πιο «prive κόλπα» – εμείς πιάνουμε το στυλό και γράφουμε…….

Η καταστροφική φωτιά της Πελοποννήσου το 2007, έδιωξε μεγάλους πληθυσμούς αγριόχοιρων από τις περιοχές της Ηλείας (ορεινή Ολυμπία, Ανδρίτσαινα κ.α.) καθώς και από περιοχές της Αρκαδίας (Μεγαλόπολη, Ηραία κ.α.). Οι πληθυσμοί μετακινήθηκαν κυρίως προς τον Νότο και η Μεσσηνία με την Λακωνία, εκεί που είχαν λίγες μόνο ομάδες, γέμισαν από νιόφερτες οικογένειες.

Παράλληλα όμως, βοήθησε και τις πληγείσες από την φωτιά περιοχές, η απαγόρευση του κυνηγίου στα «καμένα», που υιοθέτησε η Ομοσπονδία Πελοποννήσου – και οι εναπομείναντες αγριόχοιροι αυξήθηκαν και πλήθυναν απρόσκοπτα.

Οι περισσότερες ομάδες αγριόχοιρων έμειναν ευχαριστημένες την χρονιά που μόλις τελείωσε. Ας ακούσουμε όμως μερικούς κυνηγούς να μας εξιστορούν καλύτερα τις εμπειρίες τους.


Γιάννης Αρέστης, πρόεδρος κυνηγετικού συλλόγου Αρχαίας Ολυμπίας: «ήταν μία καλή χρονιά για το κυνήγι μας, όχι μόνο για την δική μας ομάδα αλλά και για άλλες που γνωρίζω. Εμείς κυνηγήσαμε τις περισσότερες φορές προς την Μεσσηνία, γιατί εκεί βρήκαμε πολλά γουρούνια. Το ευχάριστο την χρονιά που πέρασε ήταν και οι ελαχιστοποιημένες προστριβές σε σχέση με το παρελθόν, με παραπλήσιες ομάδες γουρουνοκυνηγών. Το δυσάρεστο όμως και εκείνο που σημάδεψε την κυνηγετική περίοδο, ήταν οι κλοπές σκύλων που πλέον έχουν γίνει μάστιγα. Αυτό είναι ένα θέμα σοβαρό και πρέπει να το αντιμετωπίσουμε συλλογικά. Μας αφορά όλους. Δίνουμε έναν αγώνα από κοινού με τον Νίκο Γαρουφαλή, πρόεδρο του κυνηγετικού συλλόγου Πύργου και Σύμβουλο της Περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας».

Για τον Γιάννη Αρέστη και την ομάδα του, θα συμπληρώσω εγώ αυτά που δεν μας είπε. Τήρησε με ευλάβεια την νομοθεσία και ποτέ η ομάδα του δεν ξεπέρασε τα τρία θηράματα ανά κυνηγετική έξοδο. Μάλιστα, σταματούσε το κυνήγι που βρισκόταν σε εξέλιξη – αφού είχαν ήδη θηρεύσει τα επιτρεπόμενα άτομα.

Κώστας Ντάβος, αρχηγός ομάδας στην περιοχή της Αρκαδίας: «ήταν μία καλή χρονιά η φετινή για εμάς, όχι όμως καλύτερη από παλαιότερες. Υπάρχουν γουρούνια στην περιοχή μας μα έχουν λιγοστέψει σε σχέση με το παρελθόν. Η απαγόρευση στα καμένα για δύο χρόνια βοήθησε τον πληθυσμό να αναπαραχθεί – παράλληλα όμως υπήρξε και έντονη λαθροθηρία. Ελπίζουμε την επόμενη χρονιά να πάμε καλύτερα. Σε έξαρση όμως βρίσκεται η κλοπή σκύλων. Εμείς πέρυσι χάσαμε δύο σκυλιά, αλλά και γειτονικές ομάδες έπαθαν ανάλογες ζημιές. Είναι ένα σοβαρό θέμα η κλοπή σκύλων και μας απασχολεί».

Ανδρέας Δουφεξής, αρχηγός ομάδας από την περιοχή της Πάτρας που κυνηγά στην ορεινή Αρκαδία: «από γουρούνια δεν έχουμε παράπονα, καλή και αποδοτική ήταν η χρονιά που έφυγε. Το μεγάλο πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε όμως είναι η κλοπή σκύλων. Η πράξη αυτή μας αναγκάζει και υποπτευόμαστε ακόμα και γειτονικές ομάδες, και είναι άδικη για όλους μας η κατάληξη αυτή. Όταν έχεις να αντιμετωπίσεις τέτοια προβλήματα, το κυνήγι δυστυχώς περνά σε δεύτερη μοίρα και δεν το ευχαριστιόμαστε όπως πρέπει. Ελπίζουμε να εκλείψουν οι κλοπές σκύλων και να κυνηγήσουμε το αγαπημένο μας θήραμα χωρίς άλλα εμπόδια».

Ενδιαφέρουσα όμως είναι και η θέση του Παναγιώτη Αριδά από την Μεγαλόπολη, πρώην προέδρου του ομώνυμου συλλόγου: «εγώ λαγοκυνηγός είμαι και το κυνήγι αυτό είχε θεαματικά αποτελέσματα φέτος. Πιστεύω ότι βοήθησε στους μεγάλους πληθυσμούς του λαγού και η φωτιά του 2007. Το χαμηλό και φρέσκο χορτάρι, μα και η καλή ορατότητα απέναντι στον μεγάλο εχθρό την αλεπού, έφεραν αύξηση του πληθυσμού του. Όμως, θέλω να εκφράσω και ένα παράπονο. Τα προβλήματα που είχαμε με γουρουνοκυνηγούς και συγκεκριμένα από ομάδα 30 ατόμων!! της περιοχής του Αιγίου. Δυστυχώς, η νοοτροπία κάποιων γουρουνοκυνηγών δεν βοηθά καθόλου το κυνήγι. Δεν έχει κανείς δικαίωμα να συμπεριφέρεται με αγένεια και να κλείνει ολόκληρες εκτάσεις. Οι πολυπληθείς και παράνομες ομάδες, δεν έχουν λόγο ύπαρξης – δεδομένου μάλιστα ότι η χρονιά για τον αγριόχοιρο όπως ξέρω καλά, ήταν πολύ πλούσια σε θηράματα. Οι φωτιές και οι απαγορεύσεις που ακολούθησαν δίνουν σήμερα στους γουρουνοκυνηγούς υπερπληθυσμούς για το κυνήγι τους».


Στο Μαίναλο, μιλήσαμε με τον Ντίνο Μαρίτσα από τα Μαγούλιανα: Δεν είναι αρχηγός ομάδας, είναι όμως ο άνθρωπος εκείνος που η ευγένεια γεννήθηκε μαζί του. «η παρέα μου πήγε πολύ καλά από κάπρους τη χρονιά που μας πέρασε, εν αντιθέσει με πέρυσι που τα αποτελέσματα της κάρπωσης ήσαν τραγικά. Έχουμε όμως προβλήματα σαν ομάδα αφού είμαστε ολιγομελής αφενός και αφετέρου τα σκυλιά μας δεν μας βοηθούν όσο πρέπει. Προσωπικά, αρκετές φορές βγήκα και για λαγό με καλά αποτελέσματα».

Οι περισσότερες ομάδες με τις οποίες μιλήσαμε, έμειναν ευχαριστημένες από το κυνήγι του κάπρου. Οι περισσότερες μιλάνε για μεγάλη αύξηση του πληθυσμού – και δικαίως η Ομοσπονδία Πελοποννήσου αύξησε τον αριθμό κάρπωσης από 2 σε 3 άτομα ανά κυνηγετική εξόρμηση. Βεβαίως, υπήρξαν και ομάδες που δεν τα πήγαν και τόσο καλά. Έχουν όμως τον χρόνο να οργανωθούν καλύτερα για την επόμενη χρονιά.

================================================

Δημοσιεύθηκε την Τετάρτη 26 Ιανουαρίου στο ένθετο περιοδικό «Κυνήγι» του Ελεύθερου Τύπου.

Τετάρτη 26 Ιανουαρίου 2011

Κυνηγώντας στον χιονιά …

Με θυελλώδεις ΒΒΑ ανέμους 9 και 10 μποφόρ και με το πυκνό χιόνι να σφυρίζει γύρω σου – ειδικά όταν θα πρέπει να διαβείς το διάσελο – με τις υπό το μηδέν θερμοκρασίες – τότε, το μυαλό πρέπει να είναι καθαρό.

Ο μέγας κάπρος πέρασε αρκετά μακριά και παράπλευρα από το καρτέρι, αρχίζοντας το μακρύ δρομολόγιο του από τα δυτικά του Μαινάλου προς τα ανατολικά. Από κοντά του ο «Λεό» και από πίσω εμείς – που επιδιώκαμε όχι να θηρεύσουμε πλέον το καπρί μα να πιάσουμε το σκύλο μας και να φύγουμε για μέρη ζεστά – να ξεκουραστούμε και να «χαθούμε» στα ρακόμελα.
Περίπου 25 χλμ περπάτησε μακριά από την αρχική του θέση το θεριό. Η μετακίνηση η δική μας έγινε με διαφόρους τρόπους, άλλοι εποχούμενοι, λιγότεροι ευτυχώς πεζοπορούντες στον ακραίο καιρό, ανταμώσαμε κάποια στιγμή οι περισσότεροι πάνω από την χαράδρα του Λούσιου ποταμού.
Βαθιά στην καρδιά της ρεματιάς ακουγόταν η στάμπα του σκύλου μας να μας καλεί κοντά του. Πως, με τι αλήθεια τρόπο να φτάναμε όμως σε βράχους απρόσιτους και άκρως επικίνδυνους; Να άφηνε το καπρί ο «Λεό» δεν υπήρχε περίπτωση, ούτε μία στο εκατομμύριο. Και αυτό το «ζωντανό» των άκρων είναι !.


Είχε νυχτώσει για τα καλά – από το απομεσήμερο στο κυνηγητό του σκύλου μας – και τώρα η ατμόσφαιρα με το – 9 δυσκόλευε κάθε μας κίνηση. Από το πρωί στο βουνό με τις ακραίες συνθήκες, τα εφόδια μας τα εξαντλήσαμε. Αποφασίσαμε να μετακινηθούμε, αφού δεν υπήρχε περίπτωση από τη θέση που βρισκόμασταν να κάναμε κάτι καλύτερο. Βρισκόμασταν στην δυτική πλευρά της χαράδρας και έπρεπε να βρεθούμε στην ανατολική.
Μετακινηθήκαμε προς την Δημητσάνα και δοθείσης της ευκαιρίας ήπιαμε στο πόδι από το «καφέ του Κόκου» καυτό τσάι να ζεστάνουμε το «σύστημα» που αποζητούσε «τροφοδοσία». Κατηφορίσαμε προς το Παλαιοχώρι. Από εκεί, ένας δρόμος προς τα αριστερά οδηγεί προς το γιοφύρι της Μονόπορης και στη Μονή Φιλοσόφου. Πριν όμως από τον δρόμο αυτό ένας άλλος προς τα δεξιά φτάνει μέχρι τους μπαρουτόμυλους.  Προσπαθήσαμε να εντοπίσουμε το σκύλο μας καλύτερα με το gps και στρίψαμε δεξιά για τα μπαρουτοτόπια. Φτάσαμε στην άκρη της ρεματιάς και τον ακούσαμε πάλι να «βαρά στάμπα».


Στις 9 το βράδυ, και στα πόδια μας ο Λούσιος βούιζε από το «θυμό του». Πήραμε το παλιό μονοπάτι μέσα στην άγρια νύκτα που φτάνει στην αντικριστή Ζάτουνα. Το μονοπάτι αυτό χαμηλώνει αρκετά μέχρι να φτάσει στο παλιό πέτρινο γιοφύρι του «Κοντού» - και αφού διακλαδωθεί -  αριστερά για τα Παλιοχωρίτικα χωράφια, και τα χωριά Μάρκου και Ατζίχωλο - προς τα δεξιά αρχίζει μετά να ανηφορίζει για την αγία Ελεούσα. Το ξωκλήσι αυτό είναι σημείο αναφοράς για την περιοχή. «Πανάκριβο μπαλκόνι» αφού έχει στη καθισιά του την Δημητσάνα στα ανατολικά και προς τον νότο τη απίστευτη φαραγγιά του θεϊκού ποταμού -  αφού ο Δίας σε αυτό το ποτάμι έκανε το λουτρό του και καθάριζε ψυχή και σώμα από τις πολλές αμαρτίες του. 
Πριν το γιοφύρι, λίγα μέτρα από το ποτάμι – ο σκύλος ακουγόταν καλά, ήταν εκεί στα δέκα μέτρα, ήρεμος και μας περίμενε. Προλάβαμε και είδαμε στο σκοτάδι τον τεράστιο όγκο του κάπρου να απομακρύνετε αργά μα χαμογελαστός !. Τον αλάλιασε ο «Λεό» στα διάσελα, στα κορφοβούνια, στα οροπέδια και στις ρεματιές. Πώς να μην χαμογελούσε που γλύτωσε από τέτοια περιπέτεια;

Η επιστροφή πίσω στο κονάκι μας, αργή από τους κινδύνους των κρυφών πάγων, είχε αίσιο τέλος. Η ξυλόσομπα με τη ζεστασιά της γύρισε στο πρόσωπό μας το χαμένο μας χρώμα. Κοιταζόμασταν αμίλητοι, κουρασμένοι και παγωμένοι. Κάποιος πήγε να ανάψει τσιγάρο και του έβαλαν οι άλλοι τις φωνές ομαδικά: «ντροπή σου, δεν σέβεσαι τους νόμους του κράτους !!», και άλλα ωραία λόγια, που τόνωσαν την ταλαιπωρημένη ύπαρξη μας.
Περασμένες 11, με το ζόρι ανέβηκα τις σκάλες και άνοιξα την πόρτα του σπιτιού. Βγήκα για λίγο στο μπαλκόνι να δω τους σκοτεινούς όγκους – ξαστέρωνε και ένα μαγικό φως τους έλουζε ολόγυρα. Πριν κοιμηθώ, πρόλαβα και έπεσα στο κρεβάτι …
=========================================
Δημοσιεύθηκε στο ένθετο περιοδικό «Κυνήγι» του Ελεύθερου Τύπου την Τετάρτη 26 Ιανουαρίου 2011

Τρίτη 25 Ιανουαρίου 2011

Περιοδικό "Κυνήγι" από τον Ελεύθερο Τύπο

Την Τετάρτη αυτή και κάθε Τετάρτη
 

Ένα περιοδικό για ελεύθερους ανθρώπους και κυνηγούς

Τετάρτη 19 Ιανουαρίου 2011

Στην αναζήτηση του χρόνου…;

Παραμονή Πρωτοχρονιάς, απόγευμα ήταν και ανεβαίναμε κατά το βουνό. Τα χιόνια που είχαν πέσει τις προηγούμενες ημέρες, είχαν λιώσει – το κρύο όμως είχε δύναμη και απαιτούσε καλή ενδυμασία.

Οι λούτσες στον κακοτράχαλο δρόμο είχαν βαθύνει, από παντού έτρεχαν νερά. Αργά, δίχως βιασύνες, κατευθυνόμασταν για το μέρος που είχαμε επιλέξει για να δούμε τον καινούριο χρόνο. Φτάσαμε στον στέρεο τόπο και σταματήσαμε. Αρχίσαμε να ξεφορτώνουμε τη σκηνή, τα σκεύη, τον διπλό υπνόσακο, όλα όσα είχαμε μαζί μας για την διανυκτέρευση στο βουνό.

Μας πήρε χρόνο να τακτοποιήσουμε το κονάκι μας. Θέλαμε και προαύλιο χώρο – τον φτιάξαμε, θέλαμε και καλή θέα – την επιλέξαμε, ψάξαμε στην περιοχή και «απαλλοτριώσαμε» δύο πλάκες για την καθισιά μας. Ετοιμάσαμε και την εστία μας – και την γεμίσαμε με ξύλα – ο χώρος μας είχε άφθονα. Στα δεξιά μας – λίγα μέτρα από «το σπίτι μας» η πηγή έβγαζε γάργαρο νεράκι, ήμασταν πλούσιοι.

Σουρούπωνε όταν βάλαμε φωτιά στα ξύλα – η δική μας φωτιά είχε ανάψει λίγες ημέρες νωρίτερα, όταν γνωριστήκαμε με την «αρχόντισσα» στον διάδρομο ενός βιβλιοπωλείου. Εκείνη έψαχνε στα λογοτεχνικά βιβλία και κατέληξε στην «Χίμαιρα» του Καραγάτση. Εγώ κοιτούσα στα ιστορικά – μου αρέσει η ιστορία. Πιάσαμε κουβέντα: «ο Καραγάτσης με την Χίμαιρα μου έμαθε τη Σύρα» της είπα, με κοίταξε και «έπεσα βαθιά λαβωμένος από τα βέλη της.

Με αιφνιδίασε όταν της πρότεινα να περάσουμε την νέα χρονιά στο βουνό, μόνοι μας μακριά από τα συνηθισμένα και πολύβουα, και άκουσα ένα απλό «ναι». Κάπως έτσι φτάσαμε στη φωτιά που έκαιγε μπροστά μας και φώτιζε το αγγελικό της πρόσωπο. Ομορφιά….

Το κρύο δυνάμωνε όσο πλησίαζε η αλλαγή του χρόνου. Το τσουκάλι στη φωτιά είχε τη σούπα που θα τρώγαμε – δικιάς της κατασκευής. Πεντανόστιμη, μας έδωσε δυνάμεις και αντοχές. Το τσάι του βουνού μετά με την μαύρη σταφίδα συνόδεψε την κουβέντα μας. Το τσάι το μαζεύει η μάνα μου από το χωριό, δικής μας παραγωγής ! – άφθονο στα ελληνικά βουνά. Όπως και το θυμάρι – όπως και την ρίγανη την ξερική.

Εκεί που σωπαίναμε, άρχιζαν τις φλυαρίες, τα δικά τους λόγια, οι βελανιδιές. Ακουμπούσε η μία την άλλη σε μία σχέση αγάπης; Έρωτα; Αδελφοσύνης; Ποιος να ξέρει. Τις ακούγαμε όμως καλά. Όπως και το νερό που κυλούσε δίπλα μας και έδινε ζωή στο διάβα του.

«Πλησιάζουν μεσάνυκτα» της είπα. Σηκώθηκε σαν ελατήριο και μπήκε στη σκηνή. Βγήκε έπειτα από λίγο κρατώντας δύο κρυστάλλινα ποτήρια και μία σαμπάνια !. Με ξάφνιασε αλλά δεν είπα τίποτα, χαμογέλασα μονάχα κοιτάζοντας την.


Δυνάμωσα τη φωτιά και άρχισα την αντίστροφη μέτρηση - 5, 4, 3, 2, 1, 0 – φιληθήκαμε, και κράτησε ώρα πολύ το φιλί αυτό. Άνοιξα τη σαμπάνια και ο αφρός της έπνιξε τα χείλη μας. Κοιτάξαμε στη γειτονιά μας τις βελανιδιές, τις πέτρες, τα βράχια, το νερό που κυλούσε, όλα ήσαν όπως και πριν. Καμιά γιορτή, κοιταχτήκαμε στα μάτια, και αγκαλιαστήκαμε ξανά και ξανά.

«Δεν υπάρχει Πρωτοχρονιά» της είπα. Εμείς την δημιουργήσαμε γιατί την είχαμε ανάγκη. Κάπως έτσι φτιάξαμε και τις θρησκείες, και τα πολιτικά συστήματα. Οργανωθήκαμε σε μικροκοινωνίες, και ξεχάσαμε την καταγωγή μας. Από τον φόβο μας για τον θάνατο. Γέλασε. Και Μαζί της σαν να γέλασαν και οι βελανιδιές, σαν να ακούστηκαν φωνές από το δάσος που συμφωνούσαν μαζί της, καταλάβαιναν το γέλιο της που αντήχησε δυνατότερο από τα ψεύτικα πυροτεχνήματα της πόλης.

Χωθήκαμε στο κονάκι μας για να δυναμώσουμε τη φωτιά που από ώρα μας είχε κυκλώσει. Τότε ήταν που άρχισε έξω ο αγέρας να λυσσομανά και η βροχή να χτυπά αλύπητα την καλοφτιαγμένη σκηνή μας. Ήμασταν ευτυχισμένοι.

Είχε γεμίσει η μέρα και κατεβαίνοντας για τον «πολιτισμό» απαντήσαμε μερικούς πουλάδες, μας κοιτούσαν ξαφνιασμένοι, μας ευχήθηκαν «χρόνια πολλά» και μας προσπέρασαν γρήγορα. Φτάσαμε στον κεντρικό δρόμο για την επιστροφή στη πόλη.

Ο δρόμος ήταν ακόμα άδειος, δικός μας, όπως και όλος ο κόσμος. Τα έλατα στα πλευρά του δρόμου είχαν αντικαταστήσει τις χθεσινές αλαφροΐσκιωτες βελανιδιές. Κοιταζόμασταν σιωπηλοί, η μουσική της καρδιάς έπαιζε στους δικούς ρυθμούς. Μου έπιασε το χέρι σφικτά. Έτσι φτάσαμε στη πόλη.

Δεν υπάρχει νέος χρόνος, ούτε παλιός υπάρχει. Αληθινή είναι μόνο η ματιά, το σκίρτημα της καρδιάς, η αιώνια ζωή. Αν όμως διαφωνείτε, τότε, Καλή σας Χρονιά …

===========================================

Δημοσιεύθηκε στο ένθετο περιοδικό «Κυνήγι» του Ελεύθερου Τύπου την Τετάρτη 19 Ιανουαρίου 2011.

Τρίτη 18 Ιανουαρίου 2011

Περιοδικό "Κυνήγι" από τον Ελεύθερο Τύπο

Την Τετάρτη αυτή και κάθε Τετάρτη

Ένα περιοδικό για ελεύθερους ανθρώπους και κυνηγούς

Τετάρτη 12 Ιανουαρίου 2011

Κουβέντες της ανηφοριάς …

Πως έχω την εντύπωση, ότι, η φετινή κυνηγετική περίοδος – για την Πελοπόννησο τουλάχιστον – και για εμένα κατ’ επέκταση, ήταν πολύ σύντομη.
Το κυνήγι του κάπρου δεν το ευχαριστήθηκα όσο ήθελα, δεν το έζησα όπως τις περασμένες φορές. Μα υπάρχουν και άλλα κυνήγια – αυτό της φάσας που πολύ μου αρέσει και αν επιτρέψουν οι καιροί της ζωής θα το επιδιώξω μέχρι τέλους.
Γίνηκαν πολλά τούτη τη χρονιά, δύσκολα και δυσβάστακτα πράγματα και πώς να το ειπώ, έχασα τη σειρά μου, τη συνήθεια ίσως. Ναι, μου αρέσει η συνήθεια σε λίγα πράγματα, με γεμίζει χαρά και ελπίδα. Αλλά το χρώμα του ουρανού ήταν γκρίζο, δεν ήταν καθαρό και νηφάλιο, είχε αντάρες και αυτές έφεραν τον πόλεμο στη ζωή μας. Δεν έχουν δα όλοι οι πόλεμοι την ίδια μορφή – και αυτός δυστυχώς – άυλος και αόρατος καθώς είναι μοιάζει ο χειρότερος, που σε γιομίζει δυσάρεστα συναισθήματα. Όταν μάλιστα μαθαίνεις και πως «εσύ τα έφαγες μικρέ άνθρωπε», σε βαραίνουν και οι ενοχές. Και πώς να αντιμετωπίσεις το «θεριό» που έχεις απέναντί σου.
Επαγγελματικοί λόγοι, απεργίες, πανάκριβα καύσιμα, διόδια για εκατομμυριούχους – μα και τόσα άλλα μικρά καθημερινά, με έκαναν, και στους αγαπημένους κυνηγότοπους όταν πήγαινα – τον νου μου τον είχα πάλι στην επιστροφή - ναι, δεν το ευχαριστήθηκα το κυνήγι του κάπρου φέτος.
Ας είναι, η ελπίδα πεθαίνει λένε τελευταία. Ε’, για να το λένε κάτι θα ξέρουν περισσότερο από εμένα τον αδαή. Όμως, η ελπίδα βρίσκεται στη Φύση, εκεί την ανταμώνεις και την καλημερίζεις και αυτή ευχαριστημένη από τον χαιρετισμό, σου προσφέρει πλουσιοπάροχα τις χαρές της. Και είναι πολλές ανάθεμα τες.

Πάνω από την Καλαμπάκα, ξέρετε, βρίσκονται τα Μετέωρα. Και αυτά μνημείο της Φύσης. Εκεί κάπου, υπάρχει η περίφημη «γαμόπετρα» - τουλάχιστον έτσι λέγεται στη ντοπιολαλιά.  Συνηθίζουν λοιπόν εκεί, στη μαλακωσιά του βράχου και συνευρίσκονται τα νεαρά ζευγάρια – παράλληλα όμως βρίσκονται και παρέες και με τα «μπυρόνια τους» ανά χείρας φιλοσοφούν τη ρημάδα τη ζωή. Ο βράχος γλυκός στο πάτημά του, όχι ιδιαίτερα μεγάλος, έχει φυσικά απεριόριστη θέα νύχτα και ημέρα. Λέω πως, την νύχτα με το φεγγαρόφωτο να σε λούζει, είναι δυνατότερη η θέα – διότι το μυαλό αρχινά ένα μεγάλο ταξίδι στο διαστέλλων σύμπαν. Το μυαλό όμως, καθώς είναι ταχύτερο και από το φως, πηγαίνει όπου εσύ επιθυμήσεις. Και ταξιδεύει αυτό, ακούραστα, λεύτερο από διόδια και άλλα ανθρώπινα και φτάνει πέρα από το γνωστό σύμπαν και αντικρίζει το επόμενο – φτάνει εύκολα και ανέμελα στα παράλληλα σύμπαντα – που η επιστήμη ακόμα δεν τολμά να ψιθυρίσει.
Όταν τελειώσει και το κυνήγι της φάσας, ας είναι και βαρύς χειμώνας – θέλω να ξαπλώσω στην πέτρα αυτή και να πάρω από τη δύναμη της. Και αν το θελήσει και η Αφροδίτη, θα μου στείλει για παρέα καμιά θεσπέσια «δούλη της» για να «αφουγκραστούμε» αντάμα τη δύναμη και τη μαγεία της Φύσης από τον ιερό της τόπο.
Όλα είναι πόλεμος στη ζωή μας και όλα είναι έρωτας. Η τυραννία της Φύσης τα ανθρώπινα τα έκαμε δύσκολα, με χαρά λιγοστή και πόνο πολύ. Για τον λόγο αυτό είμαστε ακόμα κυνηγοί, για να αντέχουμε στις τυραννίες – όπως και αν λέγονται αυτές – απ’ όπου και αν προέρχονται.
Στην ανηφοριά της ζωής – που αν τα «τρώγαμε» θα βαραίναμε κι εμείς, πάντα υπάρχει ένα διάσελο, ένας αετός, μια πέρδικα, ένα άλσος από βελανιδιές, ένα χτύπημα του αγέρα, μία λάκα με παχύ χορτάρι, μια σταγόνα αναβλύζοντος  ύδατος, ένας καλοφτιαγμένος βράχος – σαν την «γαμόπετρα», ένα λαμπρό φως, ένα χαλασμένο μαντρί, ένα κρυφό ρυάκι, ένας γέρικος πλάτανος – και τόσα άλλα ταπεινά του θεού πράγματα – που μας δίνουν δύναμη να ανεβούμε ψηλότερα. Σημασία δεν έχει να φτάσουμε στο τέλος της ανηφοριάς – όχι βέβαια – σημασία για εμάς πρώτη και κύρια είναι να  περπατήσουμε στον δύσκολο δρόμο, να γευτούμε την κούραση του, και να βιώσουμε την αλήθεια της Φύσης.
Και μονάχα το κυνήγι – όποιο και αν είναι αυτό, καταφέρνει και μας φτάνει στα ψηλότερα μέρη – στα παράλληλα σύμπαντα – και τότε, ακόμα και η κούραση αποκτά νόημα. Η «γαμόπετρα» είναι το μέσο, όχι ο σκοπός.
 ======================================
Δημοσιεύθηκε την Τετάρτη 12 Ιανουαρίου 2011 στο ένθετο περιοδικό «Κυνήγι» του Ελεύθερου Τύπου.

Τρίτη 11 Ιανουαρίου 2011

Περιοδικό "Κυνήγι" από τον Ελεύθερο Τύπο

Την Τετάρτη αυτή και κάθε Τετάρτη
 
 
 

Ένα περιοδικό για ελεύθερους ανθρώπους και κυνηγούς

Τετάρτη 5 Ιανουαρίου 2011

«Κυνηγώντας» τον Μύθο …

Της αγίας Βαρβάρας, ανήμερα στη γιορτή του Πυροβολικού και μερικών «πικραμένων ψυχών», με την παρέα τριών καλών φίλων – ενός ιστορικού ερευνητή και δύο πανεπιστημιακών καθηγητών, κυνηγούσαμε αρχαία ίχνη πάνω στον σκληρό βράχο.

Αυτό και αν ήταν κυνήγι δύσκολο, πρωτόγνωρο για μένα, αν και η περιέργεια μου για την λεπτομέρεια καλά κρατεί. Το ίχνος της αρματωσιάς πάνω στην χαλασμένη πέτρα, λείο και απαλό σαν βελούδο, ξεχωρίζει μέσα από μία πολύ δύσκολη παρατήρηση και σε φέρνει σε άμεση επαφή με τον πολιτισμό των παλιών καιρών. Τον πραγματικό πολιτισμό που διέδωσαν οι Μυκηναίοι κοσμοκράτορες μέσα από τους περίφημους «Μυκηναϊκούς δρόμους», τους ίδιους δρόμους που πάτησαν πολύ αργότερα οι Ρωμαίοι κατακτητές, αυτούς τους ίδιους δρόμους που περπάτησαν οι παππούδες μας μέχρι και πριν 40 – 50 χρόνια. Ναι, τους ίδιους δρόμους και τα χαλασμένα μονοπάτια που φιλοξενούν σήμερα την πατημασιά του Έλληνα κυνηγού.

Για το οδοιπορικό μας πάνω στην πέτρα, πρωτοσυναντήσαμε τον Θηροφύλακα Χαράλαμπο Χριστόπουλο να παρατηρεί από το διάσελο ομάδες κυνηγών. Τον καλημερίσαμε, μας απάντησε με ευγένεια, και αστειευόμενος του είπα: «δεν φαντάζομαι να έχουμε περιπέτειες με γουρουνοκυνηγούς εκεί που πάμε και μας «απαγορέψουν» στις αναζητήσεις μας». «Μην ανησυχείς, είναι καλές παρέες όλες τους, δεν θα έχετε κανένα απολύτως πρόβλημα».

Έτσι ακριβώς ήταν, όπου συναντήσαμε ομάδες κυνηγών, μπορεί να μας κοιτούσαν παράξενα, ήσαν όμως όλοι τους ευγενικοί, μας καλοχαιρετούσαν με πρόσωπα ανοικτά. Έχουν χαθεί οριστικά εκείνες οι εποχές που ο γουρουνοκυνηγός έφραζε το μονοπάτι επειδή «κυνηγούσαν», πέρασαν οι καιροί με τις ασχήμιες μερικών ομάδων που εξέθεταν την κυνηγετική οικογένεια.

Εμείς οι κυνηγοί έχουμε τη δύναμη και γυμνώνουμε τους εαυτούς μας, μιλάμε πολλές φορές για τα «κακώς κείμενα» της οικογένειάς μας, δεν φοβόμαστε να εκφραστούμε ελεύθερα. Δεν έχουμε να κρύψουμε απολύτως τίποτα. Είμαστε με τις καλές και άσχημες στιγμές μας, είμαστε άνθρωποι και δεν φτάσαμε σαν τους οικολόγους σε «ανώτερα πεδία». Όταν γίνουμε σαν κι αυτούς, ασφαλώς θα επιλέγουμε μόνο «σημαδεμένα μονοπάτια», τα διεθνή Ε4 και τα τοπικά, θα περπατούμε μονάχα όπου υπάρχουν «σημάδια». Να μην ξεστρατίσουμε και χαθούμε, και μετά, χωρίς πυξίδα που να βρεις πάλι τον προσανατολισμό σου !.


Τώρα που το σκέφτομαι, πράγματι, δεν έχω συναντήσει ποτέ μου στα μονοπάτια του δάσους και του βουνού πεζοπόρους με ένα σακίδιο στην πλάτη, μόνους ή κατά ομάδες και να ανηφορίζουν σε μονοπάτια «εκτός διαδρομής». Τον λόγο τον φαντάζομαι, περπατάνε συνήθως οργανωμένα όπου τους προτείνουν τα τουριστικά πρακτορεία και οι σύλλογοι τους. Μαζικό περπάτημα, μαζικές ξεναγήσεις, μαζικό ξεφάντωμα, μαζικό happy end.

Τι αέρα όμως να μυρίσεις όταν σε ακολουθούν 20 και 30 ζευγάρια πόδια; Όταν οι φωνές του μαζικού ευδαιμονισμού δηλητηριάζουν τη σιωπή του δάσους; Το δάσος θέλει σεβασμό ακόμα και στη σιωπή του ή ας το πούμε αλλιώς, απαιτεί σεβασμό στους δικούς του κανόνες, στους δικούς του Νόμους. Και η αλήθεια είναι ότι αν δεν «ξεστρατίσεις», αν δεν βγεις από την σειρά της πορείας, δεν θα αντικρίσεις ποτέ τις νεράιδες και τις νύμφες να σου γλυκοτραγουδούν.

Περπατήσαμε αρκετά με την μικρή μας παρέα. Σε μονοπάτια δύσκολα, καλυμμένα με πυκνή βλάστηση από την ερημία, κακοτράχαλα, μα σε κάθε μας βήμα, σε κάθε άγγιγμα του βράχου, σε κάθε σκύψιμο για το χαμένο χνάρι, το αποτύπωμα της ιστορίας ερχόταν να φωτίσει την πορεία μας. Σιγομιλούσαμε, σταματούσαμε και συνεχίζαμε πάλι, φτάναμε στο αυτοκίνητο και πηγαίναμε για άλλο μονοπάτι. Κάπως έτσι φτάσαμε από την Γόρτυνα με το Ασκληπιείο της στου «Πέτα» και από εκεί από το κρυφό πέτρινο πέρασμα στο κεφαλάρι στο Μπαρδάκι, στην βόρεια πλευρά του Αλφειού.

Που να ξέρουν οι οικολόγοι το κεφαλάρι αυτό, ακόμα καλά και οι ντόπιοι το αγνοούν, το προσπερνούν, δίχως να φαντάζονται πως 48 πηγές σχηματίζουν ένα ολόκληρο υδρολογικό σύστημα. Το μονοπάτι αυτό που ενώνει αρχέγονους προορισμούς, οι παλιοί το έλεγαν και Μυλότρατα – τόσο απλά, αφού πολλοί νερόμυλοι δούλευαν ασταμάτητα για την οικονομία της προ-βιομηχανικής εποχής.

Κατά το απομεσήμερο που έφτασε στο τέλος της η ωραία μας περιπέτεια, πληροφορήθηκα για τα τρία «άγρια» που θήρευσε η ομάδα μου. Πάλι δυσκολεύθηκε – και πως αλλιώς θα γινόταν αφού ο «αριστερός της παγανιέρης» κυνηγούσε Ομηρικές αλήθειες …

=============================================
Δημοσιεύθηκε στο Περιοδικό «Κυνήγι» του Ελεύθερου Τύπου την Τετάρτη 5 Ιανουαρίου 2011.

=============================================

Το σκίτσο από τον Γιώργο Σγούρδο εξ Ελβετίας!

Τρίτη 4 Ιανουαρίου 2011

Περιοδικό "Κυνήγι" από τον Ελεύθερο Τύπο

Την Τετάρτη αυτή και κάθε Τετάρτη

Ένα περιοδικό για ελεύθερους ανθρώπους και κυνηγούς