Από τον χιονιά και την παγωνιά της Αθήνας, οι 5 βαθμοί άνω του μηδενός στην Αρκαδία, φάνταζαν σαν καύσωνας χειμωνιάτικος. Μόνο η υγρασία σου έδειχνε καθαρά την εποχή που έσπαγε κόκκαλα τις πρωινές κυρίως ώρες.
Με οποιεσδήποτε καιρικές συνθήκες , ο πρωινός καφές στο μπαλκόνι είναι πάντα απόλαυση. Με καύσωνα ή παγωνιά, αξημέρωτα ή όχι, η κούπα εγκαθίσταται στη κουπαστή και το μάτι πάει και τρυπάει στις δασωμένες πουρναροπλαγιές . Το έχω καλοσκεφτεί, για τέτοιες στιγμές πάω στο χωριό. Την απόλυτη ησυχία που σπάζει μόνο το τραγούδι του Κοκκινολαίμη που έρχεται και αναπαύεται απέναντί μου, στα κλαριά της άδειας από φύλλα καρυδιάς, καμιά φορά και στην άλλη άκρη της κουπαστής και με κόβει. Τότε, αδιάφορα εγώ σηκώνομαι και πετάω στο μπαλκόνι τρίματα ψωμιού. Το άτιμο το πουλί, που τα βάζει τόσα τρίματα?
Καμιά φορά σκέφτομαι τα άλογα που πότιζα στο κήπο του σπιτιού. Ήταν τότε που ο Γιάννης έβοσκε τα «πράματά του» και στα χωράφια μας πάνω στο βουνό, και κατέβαινε με τα άλογα που δίψαγαν. Την πρώτη φορά που τον είδα τον φώναξα και του είπα: Γιάννη που τα πάς? Για νερό μου απάντησε, φέρτα εδώ να τα ποτίσουμε. Και τα έφερνε ο Γιάννης και τα ζωντανά δεν χόρταιναν!!. Και μια φορά από τις πολλές μου λέει ο Γιάννης, το καφέ άλογο που σου αρέσει πολύ το ξέρεις? Που να το ξέρω ρε Γιάννη. Και όμως, το άλογο αυτό έχω μάθει πως το πήγαινες ξεσέλωτο με τα τέσσερα σαν άνεμος!.
Ανατρίχιασα θυμάμαι, πλησίασα το άλογο και στο αφτί του είπα, εμείς μαζί? Χλιμίντρισε περήφανα. Ναι μαζί, όταν ήταν ενάμισι χρονών και ήταν το πουλάρι του παππού. Η αλογάρα μας που ο παππούς το έδωσε μετά. Τότε θάμουν περίπου 18 χρονών και μετά 25 χρόνια το άλογο μας έπινε νερό πάλι από τα χέρια μου.
Πάρτο, άκουσα τον Γιάννη στη θολούρα μου, πάρτο και πήγαινε όπου θέλεις. Σάστισα, πήγα πάλι στο αφτί του αλόγου και του λέω, πάμε? Πάλι χλιμίντρισε μπροστά στο πρόσωπό μου. Το πήρα και καλπάσαμε για λίγο, στο χώρο του κήπου, γύρω από το αλώνι, πίσω στο κεντρί του σπιτιού. Ανεβήκαμε για λίγο στο μονοπάτι για το βουνό αλλά το βρήκαμε τυλιγμένο στα πουρνάρια, γυρίσαμε πίσω. Δεν ανοιχθήκαμε σε βόλτες μακρινές όπως τότε, από το πρωί μέχρι ως αργά στο σούρουπο.
Τα άλογα ζούνε πολύ, και τριάντα και σαράντα χρόνια – αν έχουν την καλή τη φροντίδα. Και τα δικά μας άλογα την είχαν.
Το ταξίδι μου στο χρόνο το διέκοψε το κορτσόπον. Και αυτή άλογο είναι αλλά στο πιο καθώς πρέπει. Κρύωνε και είχε αγκαλιάσει από νωρίς το τζάκι. Μα δεν κρυώνεις εδώ έξω με τόση υγρασία? Δεν ήμουν εδώ της λέω, «αλλού» είχα πάει. Α!! έλειπες?
Την πήρα και φύγαμε, κατηφορίσαμε στο ποτάμι, δεν άντεχα τις βαριές ερωτήσεις…..
Σε μυστικό δρομάκι για το ποτάμι σταμάτησα. Θα περάσουμε απέναντι με τα πόδια ή με το αυτοκίνητο? Τη ρώτησα. Με τα πόδια? Θα παγώσουμε, άκουσα την απελπισμένη φωνή της.
Της έδωσα γαλότσες που της ήσαν μεγάλες, φόρεσα και τις δικιές μου, ζαλώθηκα το σακίδιο με τα εφόδιά μας και περάσαμε το ποτάμι. Πέσαμε στις καλαμποκιές και τραβήξαμε από μονοπάτι παράλληλα σχεδόν με την όχθη. Φτάσαμε έπειτα από μισή ώρα σε μικρό ύψωμα με καλή ορατότητα στις φιδωσιές του ποταμού αλλά μπορούσαμε και αγναντεύαμε σε μεγάλη ακτίνα τον χώρο.
Στρώσαμε κατάχαμα στο υγρό ακόμα χορτάρι ένα μεγάλο αδιάβροχο, απλώσαμε τις προμήθειές μας και ο καφές μοσχοβόλησε. Δεν θα μιλάς, της είπα, αν είμαστε τυχεροί θα τα δούμε. Ποια θα δούμε? Άκουσα να με ρωτά με αγωνία. Τα θηρία θα δούμε…..
Ο αέρας στάθηκε σύμμαχος καλός, με καφέ και τσιγάρο κινδύνευε η προσπάθειά μας. Δεν μας πολυένοιαζε όμως. Πάνω στη μισή περίπου ώρα το κοπάδι φάνηκε να κάνει πορεία κατ’ άνδρα!! Στη σειρά όπως στο στρατό, η μάνα μπροστά και η ακολουθία της άφοβη και σαματατζίδικη. Με έπιασε το παράπονο, όταν τα κυνηγάμε τα άτιμα τα άγρια, ξοδεύουμε ενέργεια. Τώρα, εντελώς άκοπα τα βλέπω να κάνουν την βόλτα τους στις καλαμποκιές!! Λές και πάνε επίσκεψη στον γείτονα!!
Το κορτσόπον τρόμαξε άμα τη εμφάνισή τους. Κινδυνεύουμε? Με ρωτά με φόβο. Ναι, αν μας πάρουν είδηση κινδυνεύουμε, γι’ αυτό μη μιλάς. Σφίχτηκε στην αγκαλιά μου εκεί στη μουσκεμένη γή, εκατό μέτρα μακριά από τα άγρια. Ένιωθα τα άγρια να με κυκλώνουν…….
Με οποιεσδήποτε καιρικές συνθήκες , ο πρωινός καφές στο μπαλκόνι είναι πάντα απόλαυση. Με καύσωνα ή παγωνιά, αξημέρωτα ή όχι, η κούπα εγκαθίσταται στη κουπαστή και το μάτι πάει και τρυπάει στις δασωμένες πουρναροπλαγιές . Το έχω καλοσκεφτεί, για τέτοιες στιγμές πάω στο χωριό. Την απόλυτη ησυχία που σπάζει μόνο το τραγούδι του Κοκκινολαίμη που έρχεται και αναπαύεται απέναντί μου, στα κλαριά της άδειας από φύλλα καρυδιάς, καμιά φορά και στην άλλη άκρη της κουπαστής και με κόβει. Τότε, αδιάφορα εγώ σηκώνομαι και πετάω στο μπαλκόνι τρίματα ψωμιού. Το άτιμο το πουλί, που τα βάζει τόσα τρίματα?
Καμιά φορά σκέφτομαι τα άλογα που πότιζα στο κήπο του σπιτιού. Ήταν τότε που ο Γιάννης έβοσκε τα «πράματά του» και στα χωράφια μας πάνω στο βουνό, και κατέβαινε με τα άλογα που δίψαγαν. Την πρώτη φορά που τον είδα τον φώναξα και του είπα: Γιάννη που τα πάς? Για νερό μου απάντησε, φέρτα εδώ να τα ποτίσουμε. Και τα έφερνε ο Γιάννης και τα ζωντανά δεν χόρταιναν!!. Και μια φορά από τις πολλές μου λέει ο Γιάννης, το καφέ άλογο που σου αρέσει πολύ το ξέρεις? Που να το ξέρω ρε Γιάννη. Και όμως, το άλογο αυτό έχω μάθει πως το πήγαινες ξεσέλωτο με τα τέσσερα σαν άνεμος!.
Ανατρίχιασα θυμάμαι, πλησίασα το άλογο και στο αφτί του είπα, εμείς μαζί? Χλιμίντρισε περήφανα. Ναι μαζί, όταν ήταν ενάμισι χρονών και ήταν το πουλάρι του παππού. Η αλογάρα μας που ο παππούς το έδωσε μετά. Τότε θάμουν περίπου 18 χρονών και μετά 25 χρόνια το άλογο μας έπινε νερό πάλι από τα χέρια μου.
Πάρτο, άκουσα τον Γιάννη στη θολούρα μου, πάρτο και πήγαινε όπου θέλεις. Σάστισα, πήγα πάλι στο αφτί του αλόγου και του λέω, πάμε? Πάλι χλιμίντρισε μπροστά στο πρόσωπό μου. Το πήρα και καλπάσαμε για λίγο, στο χώρο του κήπου, γύρω από το αλώνι, πίσω στο κεντρί του σπιτιού. Ανεβήκαμε για λίγο στο μονοπάτι για το βουνό αλλά το βρήκαμε τυλιγμένο στα πουρνάρια, γυρίσαμε πίσω. Δεν ανοιχθήκαμε σε βόλτες μακρινές όπως τότε, από το πρωί μέχρι ως αργά στο σούρουπο.
Τα άλογα ζούνε πολύ, και τριάντα και σαράντα χρόνια – αν έχουν την καλή τη φροντίδα. Και τα δικά μας άλογα την είχαν.
Το ταξίδι μου στο χρόνο το διέκοψε το κορτσόπον. Και αυτή άλογο είναι αλλά στο πιο καθώς πρέπει. Κρύωνε και είχε αγκαλιάσει από νωρίς το τζάκι. Μα δεν κρυώνεις εδώ έξω με τόση υγρασία? Δεν ήμουν εδώ της λέω, «αλλού» είχα πάει. Α!! έλειπες?
Την πήρα και φύγαμε, κατηφορίσαμε στο ποτάμι, δεν άντεχα τις βαριές ερωτήσεις…..
Σε μυστικό δρομάκι για το ποτάμι σταμάτησα. Θα περάσουμε απέναντι με τα πόδια ή με το αυτοκίνητο? Τη ρώτησα. Με τα πόδια? Θα παγώσουμε, άκουσα την απελπισμένη φωνή της.
Της έδωσα γαλότσες που της ήσαν μεγάλες, φόρεσα και τις δικιές μου, ζαλώθηκα το σακίδιο με τα εφόδιά μας και περάσαμε το ποτάμι. Πέσαμε στις καλαμποκιές και τραβήξαμε από μονοπάτι παράλληλα σχεδόν με την όχθη. Φτάσαμε έπειτα από μισή ώρα σε μικρό ύψωμα με καλή ορατότητα στις φιδωσιές του ποταμού αλλά μπορούσαμε και αγναντεύαμε σε μεγάλη ακτίνα τον χώρο.
Στρώσαμε κατάχαμα στο υγρό ακόμα χορτάρι ένα μεγάλο αδιάβροχο, απλώσαμε τις προμήθειές μας και ο καφές μοσχοβόλησε. Δεν θα μιλάς, της είπα, αν είμαστε τυχεροί θα τα δούμε. Ποια θα δούμε? Άκουσα να με ρωτά με αγωνία. Τα θηρία θα δούμε…..
Ο αέρας στάθηκε σύμμαχος καλός, με καφέ και τσιγάρο κινδύνευε η προσπάθειά μας. Δεν μας πολυένοιαζε όμως. Πάνω στη μισή περίπου ώρα το κοπάδι φάνηκε να κάνει πορεία κατ’ άνδρα!! Στη σειρά όπως στο στρατό, η μάνα μπροστά και η ακολουθία της άφοβη και σαματατζίδικη. Με έπιασε το παράπονο, όταν τα κυνηγάμε τα άτιμα τα άγρια, ξοδεύουμε ενέργεια. Τώρα, εντελώς άκοπα τα βλέπω να κάνουν την βόλτα τους στις καλαμποκιές!! Λές και πάνε επίσκεψη στον γείτονα!!
Το κορτσόπον τρόμαξε άμα τη εμφάνισή τους. Κινδυνεύουμε? Με ρωτά με φόβο. Ναι, αν μας πάρουν είδηση κινδυνεύουμε, γι’ αυτό μη μιλάς. Σφίχτηκε στην αγκαλιά μου εκεί στη μουσκεμένη γή, εκατό μέτρα μακριά από τα άγρια. Ένιωθα τα άγρια να με κυκλώνουν…….