Μια φορά και έναν καιρό, ήταν ένας γέροντας, που
ζούσε μονάχος του στο δάσος. Κάποτε, πολλά – πολλά χρόνια πίσω, είχε μεγάλη
φαμίλια, είχε γυναίκα και παιδιά, είχε μεγάλη στάνη με πρόβατα, είχε άλογα,
μουλάρια, κότες, γουρούνια – ήταν καλός νοικοκύρης. Ήταν σεβαστό πρόσωπο στο
χωριό του, άνθρωπος σοφός, γλυκός, πράος, και πάντοτε, προσπαθούσε να
συμφιλιώνει τους συγχωριανούς τους που πρόστρεχαν σε αυτόν για διαφορές, και
άλλες φορές πάλι, τους έδινε ορμήνιες. Τον αγαπούσαν όλοι στο χωριό.
Όταν η φαμίλια του χάθηκε στη μεγάλη συμφορά που
βρήκε τον τόπο του – πανούκλα την είπανε εκείνη την αρρώστια αργότερα οι
ιστορικοί, ο γέροντας έχασε τον κόσμο του, και έφτασε στο δάσος, μόνος κι
έρημος. Έχτισε το καλύβι του, το έκανε στέρεο για τους δύσκολους καιρούς, ήτανε
το καινούριο φτωχικό κονάκι του. Στα πρώτα χρόνια, είχε για συντροφιά και τον
Ψαρή, τ’ άλογό του, μα κοντά σ’ αυτόν γέρασε κι εκείνο το καημένο και πέθανε.
Έξω από το κονάκι του, είχε μια μικρή αυλή, και
καθόταν στο πεζούλι το πέτρινο που είχε φτιάξει, ολάκερες ώρες, ασάλευτος,
νεκρός θαρρείς. Μα όχι, ο νους του πήγαινε πάντα πίσω στα χρόνια τα
ευτυχισμένα. Ένα δάκρυ τότε κυλούσε στο ρημαγμένο του πρόσωπο, το αυλακωμένο
από τους χρόνους.
Αργότερα, μετά και τον χαμό του αγαπημένου του Ψαρή,
στάθηκε τυχερός και βρήκε δυό σκυλιά, τον Πικραμένο και την Μαυρούλα – έτσι τα
ονόμασε. Ο Πικραμένος ήταν λιάρος, μεγαλόσωμος, με ανασηκωμένη την ουρά του,
σιωπηλός συνήθως και ήρεμος. Η Μαυρούλα, κοντόσωμη και ρούσα, λεπτοκαμωμένη,
ήταν φωνακλού, και κυνηγιάρα – αφού κάθε τόσο απομακρυνόταν από το καλύβι και
κυνηγούσε τα ζώα του δάσους.
Τα απογεύματα, κάθονταν και οι τρείς τους στην αυλή,
στο πεζούλι ο γέροντας και στα πόδια του τα σκυλιά του που τον κοιτούσαν στα
μάτια. Σε εκείνες τις ώρες, τον σίμωναν λογής- λογής ζούδια και τον εξέταζαν
καλά. Στα φύλλα γύρω κάθουνταν πασχαλιές, και στο χώμα σέρνουνταν σκαθάρια.
Ψηλότερα, στη κορφή του βουνού, κλωσούσαν τα τσιχλογέρακα. Τις πρωινές κυρίως
ώρες, άκουγε μακριά και τις πέρδικες που χαιρετούσαν με φασαρία τη καινούρια
μέρα.
Το κονάκι του κοιτούσε δυτικά. Και τα καλοκαίρια,
εκείνες τις ώρες που ο ήλιος με τη φωτιά του την κατακόκκινη πυρπολούσε τον
ουρανό, σκεφτόταν: «καλέ μου ήλιε εσύ η ζωή μου όλη, και συ καλό μου δάσος η
κατοικία μου και τα πλούτη μου». Και η τροφή του ήταν στο δάσος, αφού σε αυτό ο
γέροντας έβρισκε τα απαραίτητα. Συνήθισε ακόμα και τις ρίζες που είχαν μία
πικράδα αλλά του άρεσαν. Και τα χόρτα όταν έσκυβε και τα έκοβε, ευλογούσε το
θεό για την απλοχεριά του. Μα και όταν με μια πετριά έριχνε κάτου τον λαγό, η
Μαυρούλα έλιωνε από τη χαρά της.
Πολύ σπάνια έβλεπε ανθρώπους, οι περισσότεροι είχαν
χαθεί τότε, στο μεγάλο θανατικό. Όταν όμως τους συναντούσε, έμενε σιωπηλός,
θλιμμένος. Και ήσαν ξένοι πεζοπόροι, αγωγιάτες που μετέφεραν πραμάτειες. Τον
καλοχαιρετούσαν και συνέχιζαν το δρόμο τους. Λίγες φορές, κάποιοι ξαπόσταιναν
για λίγο στην αυλή του γέροντα που τους κερνούσε τσάι ή μέντα, ή ότι βότανο
είχε μαζέψει από το δάσος. ‘Όταν έμενε πάλι ολομόναχος, δεν νοιαζόταν για τον φόβο
του, δεν υπήρχαν και μάτια να τον δούνε.
Οι φρέσκιες μυρωδιές που φτιάχτηκαν από την βροχή,
έβγαλαν τον γέροντα στο πεζούλι του, Τις έβαζε στα πλεμόνια του και χόρταινε
ζωή. Ψηλότερα, η κορφή είχε ασπρίσει από τα χιόνια. Στο κονάκι του κοντά, το
βουητό του νερού έσπαγε τη γαλήνια σιωπή. Κοιτάζει ολούθε και χαιρετίζει πουλιά,
δέντρα, λιθάρια, σκουλήκια. «Τούτος ο χειμώνας ‘θάναι αλλιώτικος από τους
περασμένους. Μυρίζω τη παγωνιά του», σκέφτηκε και πέρασε το κατώφλι της καλύβας
του.
Έδωσε ζωή στη φωτιά του, και σιγά- σιγά αυτή
μεγάλωνε και τον πύρωνε καλά. Κάποιες χαραμάδες που έφερναν κρύο, είχε
φροντίσει και τις είχε στουμπώσει, και όλη η ζέστα έμενε μέσα στο μικρό δωμάτιο
του. Έφερε κοντά στη φωτιά ένα μικρό κούτσουρο που το είχε για τη καθισιά του,
και άρχισε να ρίχνει στη θράκα κάστανα, μικρά σαν σβώλους. Όταν καλοψήθηκαν τα
έβγαλε και τα άφησε κατά γης.
Τότε ο Πικραμένος σήκωσε το κεφάλι του και μύρισε
ανήσυχος κατά την πόρτα, και αμέσως άρχισε να γαβγίζει. Από κοντά και η ρούσα η
Μαρούλα. Σηκώθηκε ο γέροντας και πήγε στη πόρτα, κοντοστάθηκε, και την άνοιξε.
Έξω στη αυλή ένας ξένος διαβάτης τουρτούριζε από το κρύο: «γεια σου γέροντα,
καλή χρονιά, να έλθω στη φωτιά σου;». Καλώς τον, πέρασε μέσα …
Δημοσιεύθηκε στο «Κυνήγι» του Ελεύθερου Τύπου την
Πέμπτη 27 Δεκεμβρίου 2012…… 6 ημέρες μετά το τέλος του Κόσμου!