Παρασκευή 27 Ιουνίου 2014

Λόγια της θάλασσας ...

Τώρα που διαβαίνουμε το θερινό ηλιοστάσιο, αρχίζουν τύποις και οι διακοπές, τα μπάνια του λαού όπως συνηθίσαμε να λέμε. Και αρχίζουμε με τα λάδια υψηλού δείκτη προστασίας, τις επώνυμες κρέμες, και ώ θαύμα…… εκεί που κολυμπάς, εις τον αφρό της θάλασσας, επιπλέει δίπλα σου ένα μείγμα σκουρόχρωμο. Στην αρχή το περνάς για μέδουσα αραβική (αυτή με το καφετί χρώμα και τις σκουρόχρωμες βούλες1 αλλά γρήγορα διαπιστώνεις ότι το παράξενο μείγμα  που αντικρίζεις είναι πλαστικό προϊόν πολιτισμού!

Πολλά και διάφορα προϊόντα πολιτισμού και εξέλιξης αντικρίζεις γενικώς στις θάλασσες, ακόμα και στις πιο καθαρές. Μπορεί να τα φέρει ο καιρός, μπορεί ο ντόπιος λουόμενος. Πάντως όχι μόνο υπάρχουν αλλά κάνουν αισθητή την παρουσία τους.

Για τους λόγους αυτούς αξίζει να κολυμπά κανείς πολύ πρωί. Αρκεί να μπορεί να ξυπνήσει φυσικά. Εμείς σαν κυνηγοί, μαθημένοι είμαστε να γευόμαστε την ημέρα από την αρχή της και όχι από το απομεσήμερο όπως συμβαίνει άλλωστε στους τουριστικούς προορισμούς – εκεί δηλαδή που το πρωινό γεύμα το απολαμβάνουν οι λουόμενοι τουρίστες κατά το απομεσήμερο. Περιττό να ειπωθεί ότι το δεκατιανό το γεύονται νωρίς το βραδάκι!

Όταν πρωτοαντίκρισα την ερημία μιας μικρής κώμης στην Πάρο πριν πολλά έτη, αρχικά τρόμαξα! Αλλά αντιλήφθηκα γρήγορα ότι τα ποτά και τα ξενύχτια ναρκώνουν σώμα και πνεύμα, οπότε η ημέρα μετατίθεται για αργότερα! Κάποτε ίσχυε ο διάλογος: «πέρασες καλά στις διακοπές; Μπάνια έκανες;….. όχι, μπάνια δεν έκανα, δεν πρόλαβα!».

Οι διακοπές για τους πολλούς είναι συνυφασμένες με πιόμα μέχρι εσχάτων. Για τους λίγους είναι όλα τα άλλα. Για εμάς τους κυνηγούς προσθέτω και το παραμύθι που γιγαντώνεται. Γιατί οι κυνηγοί, το παραμύθι δεν το έχουν μόνο κατά την διάρκεια του κυνηγίου, το μελετούν όλον τον χρόνο και το τελειοποιούν το κατακαλόκαιρο με ιστορίες της θάλασσας.

Ένας τέτοιος κυνηγός, άφηνε την καραμπίνα τον χειμώνα κι έπιανε το ψαροντούφεκο το καλοκαίρι. «Έλα να χορτάσεις ψάρι φρέσκο» , μου είπα μια βολά και τσίμπησα. Λές; σκέφτηκα. Και τι χάνω; Και πήγα πρωί- πρωί, αχάραγα σχεδόν για τα βράχια που θα πέφταμε. Το «αχάραγα» μου άρεσε, το κάνω στο κυνήγι και γνωρίζω καλά τις ευεγερτικές του ιδιότητες.

Πιάσαμε τα ψαροντούφεκα και πηγαίναμε. Εδώ, εκεί, σε τούτο το πέρασμα, σ’ εκείνο το λιβάδι, είχαμε μουλιάσει μέσα στο νερό αλλά ψάρι δεν αντικρίσαμε ούτε για δείγμα. Ακουμπήσαμε σε κάτι βράχια να πάρουμε δύναμη και του λέω: «δεν είναι η τυχερή μέρα μας».

Με κοίταξε, με λύπη θαρρώ, και μου είπε: «πρώτη φορά μου συμβαίνει αυτό! Από τούτο το λιβάδι έχω χορτάσει ψάρι!». Αυτός είχε χορτάσει ψάρι κι εγώ χόρτασα παραμύθι! Βγήκαμε, είχε περάσει και η ώρα. «Δεν ξέρεις τι ροφούς έχω βγάλει εδώ!», συνέχισε να με παραμυθιάζει ο ψαράς. Δεν κρατήθηκα, γέλασα δυνατά, τόσο, που έπεσα στη θάλασσα με το ψαροντούφεκο!

Την επόμενη ημέρα με πήρε τηλέφωνο, γεμάτος χαρά: «να ‘ξερες τι έβγαλα σήμερα!

===================

Δημοσιεύθηκε στο “Κυνήγι” του Ελεύθερου Τύπου την Τετάρτη 25 Ιουνίου 2014.





Με είχε τσιμπήσει αραβική μέδουσα στην Αλεξανδρούπολη όταν υπηρετούσα την πατρίδα και κάναμε θαλασσία διαβίωση στο χωριό Μάκρη. Ήταν τόσο αφόρητος ο πόνος που σκιάχτηκαν οι οχτροί μας οι Τούρκοι από την κραυγή! 

Τετάρτη 11 Ιουνίου 2014

Οι κυνηγοί της θάλασσας ...

Στα ανατολικά της Ραφήνας, πέρα από το ρέμα και πριν από τις «Μαρίκες», εκεί που κυκλοφορεί αδέσποτο το επανιέλ «ο Γιάννης», περιμένοντας το αφεντικό του που δεν ζει πλέον, ο χρόνος κυλά αργά.

Δεν υπάρχει βιάση όταν ο Μπάμπης σερβίρει στο ταβερνείο της γωνίας πίτες ψημένες στα κάρβουνα και γαύρο αλά κρέμ. Δεν ακολουθεί την συνταγή της κυρά Μάρθας που τον γαύρο τον παστώνει. Τέλος πάντων, ο κάθε σεφ έχει τον δικό του θεό.

Εκεί στου Μπάμπη το στέκι, ο κυρ Λευτέρης και ο κυρ Πέτρος, είναι καπεταναίοι παλαιάς κοπής. Μαζεύονται αργά τα απογεύματα και μιλάνε για την θάλασσα. Ο καπετάν Πέτρος, υποπλοίαρχος του Ωνάση έχει πολλά να διηγηθεί από την εμπειρία μαζί του. Αλλά και νεότερες ιστορίες από το καπετανιλίκι στην συνέχεια στα βαπόρια άλλων μεγάλων καραβοκύρηδων. Ιστορίες όμορφες, αλλά που να διακρίνεις το παραμύθι και που την αλήθεια αφού γνωστό είναι ότι οι θαλασσινοί είναι μεγάλοι μυθοπλάστες!

Την παρέα συμπληρώνει ο Γιάννης, αν και νεώτερος, είναι παλιός γκουρού του web, έχει κάνει πολλά, κουβαλά αμαρτίες διαδικτυακές. Αν τον ρωτήσεις: από πού είσαι, πούθε κρατά η σκούφια σου; θα σου απαντήσει: από την Νάξο μάλλον, αλλά και από την Αθήνα; - Δεν βγάζεις άκρη δηλαδή σε ένα απλό ερώτημα. Τέλος πάντων, η παρέα θα ήταν πλήρης αν συμμετείχε στα δρώμενά της και ο ναυπηγός που ψήνει τα παϊδάκια και τα αμελέτητα με γάντια βιομηχανικά! Αλλά τον βλογιοκομμένο ναυπηγό, τον τρώνε τα καρνάγια του κόσμου που τα επισκέπτεται συχνά και δίνει τις θανατηφόρες εντολές του.

Πως έμπλεξα εγώ, ένας βουνίσιος, με την αλμύρα την θαλασσινή ανατολικά της Ραφήνας, δεν θα το πω. Αλλά η απλότητα των καπεταναίων, που τόσα έχουν δει και έχουν ζήσει στους μεγάλους ωκεανούς, εξιτάρει πολλές φορές την φαντασία, και λες: να μάθω κι αυτό, και το άλλο, και το τρίτο. Και κάθε φορά βέβαια, αναρωτιέσαι: βρε μπας και είναι παραμύθι τούτο; Αλλά τι σε νοιάζει ότι κι αν είναι; Περνάς καλά;

Την άλλη εβδομάδα, εκεί στο ταβερνείο, θα κάνουμε μαθήματα ιστιοπλοΐας. Στο τραπέζι θα ρέει το σαββατιανό κρασί ελαφρώς παγωμένο από τα ψυγεία του Μπάμπη, και ο προτζέκτορας από διπλανό τραπέζι θα δείχνει στον τοίχο δίπλα από την κληματαριά τα μαθήματα. Απαραίτητη η θεωρία πριν από την πράξη. «Θα χρειαστούμε πολλά μαθήματα;» ρώτησα με αφέλεια τους καπετάνιους, φοβούμενος μήπως αντί για μαθήματα κάνουμε τεχνικές αλκοτέστ! «Τι πολλά;» απάντησε ο καπετάν Λευτέρης, «ένα – δυό μόνο και μετά πάμε απέναντι στους Πεταλιούς με το ιστιοπλοϊκό!».

 Το επανιέλ «ο Γιάννης» κινείται νευρικά στο απέναντι πεζοδρόμιο όταν το καλούμε να έλθει κοντά μας για λίγο μεζέ. Αλλά δεν έρχεται, φυλάει γερά το άδειο σπίτι του παλιού αφεντικού του. Μας κοιτάζει βέβαια καλά, μας ξέρει άλλωστε. Άκουσε και για τα μαθήματα που θα αρχίσουμε από βδομάδα και απόρησε με τα ανθρώπινα!

Στα ανατολικά της Ραφήνας, μισό ναυτικό μίλι από το λιμάνι, τα πράγματα εξελίσσονται με πρόγραμμα πλέον. Οινοποσία, πίτες δια χειρός Μπάμπη, μαθήματα ιστιοπλοϊκά. Τα καφέ της πόλης, τα μεζεδοπωλεία και τα ψαράδικα τα λιμανίσια, είναι για τους αμύητους, τους πρωτάρηδες. Άσε που ένας ψαρέμπορας ανέβασε τις τιμές στο μαγαζί του διότι πάει κάθε τόσο “Εκείνος” με την παρέα του. Εμείς, οι λαϊκοί, προτιμάμε το service του Μπάμπη που δεν χρεώνει κουβέρ.

Πολλά και διαφορετικά τελικά τα κυνήγια. Για κάθε γούστο και κάθε βαλάντιο. Ειδικότερα όμως, στην γωνία του επανιέλ και του Μπάμπη, στον κάθετο οδικό άξονα που οδηγεί στην Αρτέμιδα, οι καπετάνιοι ανοίγουν πανιά και πηγαίνουμε σε θάλασσες άγνωστες και μεγάλες …

======================

Δημοσιεύθηκε στο “Κυνήγι” του Ελεύθερου Τύπου την Τετάρτη 11 Ιουνίου 2014.

Τετάρτη 4 Ιουνίου 2014

Πρωινή σιωπή ...

Σάββατο, παραμονή εκλογών. Σηκώθηκα πρωί, πολύ πριν φέξει ο ήλιος. Ήπια το καφεδάκι μου στην πρωινή δροσιά του μπαλκονιού, χάθηκα στους ήχους τους μοναδικούς, άδειασα το μυαλό μου.

Κατά τις 5.30 πέρασε ο αρχηγός της ομάδας μας, μπήκα στο αυτοκίνητο και πηγαίναμε για το βουνό. Αυτός στην κτηνοτροφική μονάδα του, που λίγο πριν του Αγίου Κωνσταντίνου την μετέφερε από την γλυκύτητα του κάμπου, πάνω στα ψηλά ισιώματα για το παχύ χορτάρι. Κι εγώ, για να πάρω τα παλιά μονοπάτια να περπατήσω στην τύχη.

Χωρίσαμε, Κοντοστάθηκα λίγο πιο κάτω στο αλώνι. Έφτιαξα το σακίδιο μου καλά στην πλάτη, και με το ραβδί μου ανηφόρισα για το διάσελο. Το ίδιο δρομολόγιο, αλλά με πίεση από το κυνηγητό των γουρουνιών, το έχω κάνει πολλές φορές. Τώρα δεν υπήρχε βιάση, το όπλο μου ήταν το απλό ραβδί, δώρο ενός καλού φίλου κτηνοτρόφου από την πέρα μεριά το ποτάμι.

Στο διάσελο, πάτησα στο τρίστρατο. Σταμάτησα, μύρισα το θυμάρι δίπλα μου, κι έπιασα για την ανατολή. Το μονοπάτι χαραγμένο στα πρανή του βουνού, απάγκιαζε από τα κέφια του βοριά. Κατηφορικό, σκληρό από την πέτρα, έγλυφε τις χαρακιές της πλαγιάς και πήγαινε για την μικρή κοιλάδα. Στο πρώτο νερό της πορείας μου σταμάτησα. Ας έκανα κι αλλιώς! Αφού οι πηγές με κυνηγάνε και τις κυνηγάω.

Δεν είχα κουρασθεί, αλλά απόθεσα το σακίδιο και έσκυψα να δροσιστώ. Κάθισα καταγής, αλλά δεν βολευόμουν. Και ξάπλωσα ανάσκελα. Ο ήλιος είχε φανεί αλλά ήτανε φιλικός. Δεν με ενοχλούσε. Χωρίς να το θέλω αποκοιμήθηκα. Περισσότερο από μισή ώρα. Σαν ξύπνησα ανάλαφρος, μια σκιά σαν να είδα να χάνεται στα δεξιά μου, πίσω από ένα πουρνάρι. Δεν νοιάστηκα.

Συνέχισα την πορεία μου στα ανατολικά. Έπιασα τη ρεματιά από την αρχή της, ήξερα που πήγαινα. Τα χορτάρια όμως δεν ευκόλυναν τον δρόμο μου, είχαν μεγαλώσει κι έκλειναν κάθε σπιθαμή γης. Πότε με τα χέρια, πότε με το ραβδί, άνοιγα δρόμο, και πήγαινα, αργά. Δεν με άφηναν και οι μυρωδιές να προχωρήσω γρηγορότερα. Με κύκλωναν από παντού, με αιχμαλώτιζαν και με υπνώτιζαν.

Έπειτα από ώρα προσπάθειας δύσκολης, έφτασα πάλι στο νερό. Εδώ όμως είχαν θεριέψει τα χορτάρια, μικροί βάλτοι σχηματίζονταν, τα φίδια έκαναν βόλτες αμέριμνα. Μερικά, ούτε που συγκινήθηκαν σαν με είδαν. Αδιάφορα. Μάλλον δυσφορούσαν που χαλούσα την πρωινή τους σχόλη. Δεν αλλάξαμε κουβέντες, δεν ήθελαν μάλλον - και δεν είχα διάθεση για πολλά – πολλά, τόση ώρα είχα συνηθίσει στη μοναξιά της σιωπής.

Το νερό αυτό είναι κλεισμένο, μπετά τόνοι το καλύπτουν και το οδηγούν στο δίκτυο για να πίνει νερό η Ζάτουνα. Μια βρυσούλα στην άκρη της τσιμεντοκρατίας, δεν έσταξε καθόλου, ούτε για να δροσιστώ. Τόσο αφιλόξενη πηγή πρώτη φορά συναντώ. Μα να έφταιγε αυτή άραγε ή οι αρχιτέκτονες του τσιμέντου; Δεν άφησα το μυαλό μου να χαθεί στα ανθρώπινα. Συνέχισα και βγήκα από την χαράδρα του νερού και πήρα το στέρεο μονοπάτι της πλαγιάς. Σε λίγο έφτασα στο γεφύρι του Βουρλάγκαδου.

Πήρα την άσφαλτο για την Δημητσάνα, μια δρασκελιά ήταν. Σαν έφτασα στην αρχή της όμορφης πόλης, πήρα ένα ταξί να γυρίσω πίσω.  Ο ήλιος άρχιζε να υψώνεται ανάμεσα από τις χαράδρες …

======================


Δημοσιεύθηκε στο “Κυνήγι” του Ελεύθερου Τύπου την Τετάρτη 28 Μαΐου 2014. 

Δελτίο ΚΟΜΑΘ - Μεγάλο φίδι σε σχολείο της Θεσσαλονίκης



Ένα φίδι (λαφιάτης) βρέθηκε μέσα σε μικρό πλαστικό φρεάτιο συστήματος άρδευσης στο χώρο στάθμευσης του 7ου Γυμνασίου Θεσσαλονίκης που βρίσκεται πίσω από τους Κήπους του Πασά κοντά στο νοσοκομείο Άγιος Δημήτριος.

Πρόκειται για θηλυκό λαφιάτη μήκους περίπου δύο (2) μέτρων. Το φίδι το είχαν δει την Κυριακή κάτοικοι της περιοχής και ενημέρωσαν τη Δευτέρα το πρωί τη διευθύντρια του σχολείου (τη Δευτέρα δεν υπήρχαν μαθητές).


Στον Κόλπο της Ελευθερίας …

Παρασκευή απόγευμα, κατά τις 6.30. Μόλις είχαμε φτάσει στον Σχινιά για το μπάνιο της ημέρας. Ο καιρός ήταν βροχερός.

Η Λενιώ, η Αναστασία και ο Γκουρού, έπιασαν πρώτο τραπέζι στο άδειο ούτως ή άλλως παραλιακό καφέ του Ναυτικού Ομίλου. Αφού βολεύτηκαν καλά, έπιασαν να μιλάνε για την βροχή. Τους άφησα και πήγα να βουτήξω.

Η θάλασσα είναι σαν το κρασί, με θερμοκρασία δωματίου. Όπως την περιμένει κανείς στον καιρό της. Ούτε κρύα ούτε ζεστή, δροσερή, κι ας είχε πέσει πολύ η θερμοκρασία, κι ας είχε ανοίξει ο ουρανός με την καλή του την βροχή.

Καθώς έμπαινα, κοίταξα δεξιά κι αριστερά, ψυχή δεν κολυμπούσε όσο πήγαινε η ματιά μου. Ά να χαθείτε χαμένοι, σκέφτηκα, μόνο τον Αύγουστο θέλετε την θάλασσα για να λιώνετε στο λάδι και στην κρέμα! Και ανοίχθηκα. Η βροχή όπως έπεφτε είχε δύναμη. Η μαλακωσιά του γλυκού νερού ζέσταινε θαρρούσα το γυμνό κεφάλι. Πήρα κατεύθυνση ανατολική, κόντρα στα 2 μποφόρια. Αντίκρυ μου έβλεπα το γυμνό ύψωμα να σβήνει στην θάλασσα και να ορίζει τον κόλπο του Σχινιά. Από το σημείο εκείνο μέχρι κι εμένα περίπου, στα παλιά εκείνα χρόνια, η θάλασσα είχε γεμίσει αίμα και πόνο.

Στην εποχή του Μαραθώνα, της μεγαλύτερης εκείνης νίκης του Δυτικού Πολιτισμού απέναντι στον βάρβαρο εισβολέα εξ ανατολών, στον πλούσιο Πέρση, όλος αυτός ο κόλπος δεν έγινε μόνο ο υγρός τάφος για χιλιάδες πολεμιστές, αλλά έγινε και η αφετηρία για να βρει η Δύση τον δρόμο της (έτσι νομίζει).

Το κολύμπι στον Σχινιά, αν καταφέρεις και αδειάσεις το μυαλό σου από τα περιττά, από ανούσιες σκέψεις και λοιπούς εγκλωβισμούς, αν αποτινάξεις την διαμόρφωσή σου και τους φόβους που δημιούργησαν οι εξουσίες (πολιτικές, θρησκευτικές, κλπ.), τότε, ίσως άθελά σου να καταφέρεις να δείς δίπλα σου – εκεί που κολυμπάς, την μεγάλη μάχη. Να ακούσεις τις κραυγές και τους αλαλαγμούς, να δείς τον αγρότη Εχετλαίο να ξερνά την φωτιά του και να σπείρει τον πανικό στον εχθρό, να αντικρίσεις το στρατηγικό σχέδιο του Μιλτιάδη, και αν είσαι πολύ τυχερός μπορεί να σταθείς δίπλα στον Σωκράτη με το σπαθί του ανά χείρας. Μπορεί ο Σωκράτης να ήταν ο μέγιστος των φιλοσόφων αλλά ήταν και μέγας πολεμιστής όπου η πατρίδα τον χρειάστηκε.

Στους δύσκολους καιρούς του χειμώνα και στα πρωινά του καλοκαιριού, ο Σχινιάς είναι πάντοτε άδειος. Σιωπηλός, αφουγκράζεται την παλιά δόξα δίχως να την αναπολεί. Χαμένος χρόνος η επιστροφή στο παρελθόν είναι, και ο κόλπος της ελευθερίας το ξέρει καλά. Αλλά στα σωθικά του έχει αποθηκεύσει όλον αυτόν τον πλούτο της ιστορίας και της ανθρώπινης πορείας.

Άπειρα τα μπάνια στον Σχινιά χειμώνα και καλοκαίρι. Και κάθε φορά είναι σαν η πρώτη, να κολυμπάς και να έχεις μπροστά σου καράβια τσακισμένα, χέρια κομμένα, κεφάλια έξω από το σώμα, ώμους διαλυμένους από την κατεβασιά του σπαθιού, κλάμα και οδυρμό.

Αυτός είναι ο δικός μου Σχινιάς, η εδραίωση της Δημοκρατίας και της Ελευθερίας. Μονάχα που εμείς δεν γνωρίζουμε τι ακριβώς σημαίνουν οι έννοιες αυτές. Και προσπαθούμε – ο καθένας από την μεριά του να τις ερμηνεύσουμε. Αντί να διαβάσουμε τον Σωκράτη, πάμε σε άλλους που τον ερμηνεύουν. Έτσι έγινε και με τον Λόγο του Χριστού, που τον αλλοίωσαν οι εκάστοτε ερμηνευτές.

Αφελώς, πιστεύουμε εμείς οι σύγχρονοι κάτοικοι της ιερής γης ότι έχουμε προοδεύσει, πως είμαστε μπροστά, έχουμε γνώσεις και επιστήμη, πολιτισμό και δημοκρατικά πολιτεύματα. Οποία πλάνη η άποψη να νομίζεις ότι γνωρίζεις. Και μας έκανε η πλάνη αυτή να αφήσουμε κυριολεκτικά την πορεία μας σε τρίτους.


Βγαίνοντας στα ρηχά νερά, ένας γλάρος προσγειώθηκε απέναντί μου. Με κοίταξε και τον κοίταξα. Τα χέρια μου ήσαν γυμνά, δεν είχα τίποτα να του δώσω. Σηκώθηκε αργά, ακολούθησε τη φύση του, το κυνήγι … 

=================

Δημοσιεύθηκε στο "Κυνήγι" του Ελεύθερου Τύπου την Τετάρτη 4 Ιουνίου 2014