Τρίτη 28 Μαΐου 2013

"Κυνήγι" από τον Ελεύθερο Τύπο

Κάθε Τετάρτη





Για ελεύθερους ανθρώπους

Τρίτη 21 Μαΐου 2013

"Κυνήγι" από τον Ελεύθερο Τύπο ...

Κάθε Τετάρτη





Για ελεύθερους ανθρώπους

Λόγια της τάβλας ...


Μετά τις πρόωρες ζεστές ημέρες του Πάσχα, ο καιρός δρόσισε και ακολουθεί την εποχή του, σύμφωνα με τις εμπειρικές απόψεις των γερόντων. Πολλοί θα θέλαμε την εμπειρία να την αποκτούσαμε από την νεανική μας ηλικία, αλλά πάλι οι παλιοί Έλληνες έβαλαν και εδώ το χεράκι τους: «γηράσκω αεί διδασκόμενος».
     Μεγαλώνουμε λοιπόν και μαθαίνουμε, αποκτούμε εμπειρίες, που στέκονται χρήσιμες στην πορεία του βίου μας. Κάνουμε λάθη και σε κάθε ένα από αυτά σκεφτόμαστε: «να μου γίνει μάθημα και να μην το επαναλάβω». Αλλά, τι δυστυχία…. Τα λάθη μας είναι επαναλαμβανόμενα, τα ίδια και τα ίδια, διαπραττόμενα τα περισσότερα εν θερμώ.
     Εν θερμώ μάλιστα κυνηγάμε και πάρα πολλές φορές. Να τα κάνουμε όλα γρήγορα, να βγάλουμε τα θηράματά μας εύκολα και να φύγουμε, να επιστρέψουμε περιχαρείς στη βάση μας. Και πράγματι, μερικές φορές συμβαίνει κι αυτό, στεκόμαστε «τυχεροί» και εγκαταλείπουμε γρήγορα το βουνό και την αψάδα του.
     Όμως, ας σκεφτούμε διαφορετικά, και πρακτικά ακόμα θα ‘λεγα. Τι είναι προς το συμφέρον μας καλό; Η γρήγορη θήρευση αυτή καθεαυτή; Λέω πως όχι!. Τύχη αγαθή είναι η συνύπαρξη μας στα πράγματα της φύσης, που σαφώς και περιλαμβάνει και το κυνήγι, σαν φυσική λειτουργία μέσα στο σύνολο.
     «Ο εξάδελφός μου κυνηγά στην ορεινή Ναυπακτία. Στα 16 μου, πήγα κι εγώ για πρώτη φορά στο κυνήγι, αλλά δεν μου πήγαινε, το σταμάτησα εκεί. Όμως, τι να πώ, θαυμάζω ολόκληρη τη διαδικασία αυτή. Πολύ σκληρός όντως ο βίος στον κυνηγότοπο. Αλλά πίστεψέ με, ζηλεύω την διαδικασία αυτή, το άγριο αχάραγο ξύπνημα, τη συγκέντρωση της παρέας στο βουνό, την φωτιά σε ρόλο κεντρικό να πυρώνει μα και να ψήνει εξαίσιους καφέδες, την ηρεμία που εκπέμπει το κάθε πρόσωπο, τα λόγια τα καθημερινά, το καλωσόρισμα των μελών, τα σκυλιά που ξεμουδιάζουν έξω από τα σπίτια τους, και είναι όλο χαρά, μα και πόσα ακόμα. Και δεν στέκομαι σε αυτά που είναι μόνο η αρχή. Ρε φίλε, το πιο απλό θα σου πω, το σκύψιμο για τ’ αχνάρι. Εσύ μπορεί να μην το βλέπεις, αλλά εγώ που είμαι έξω από το χορό, όταν βλέπω κάποιον και ακολουθεί την πατημασιά βήμα – βήμα, σταματά, ανασηκώνεται, ξεκινά πάλι, πιάνει τη μέση του από τον πόνο, αλλά συνεχίζει, ένα πράγμα κάνω, τον θαυμάζω!. Ξέρω ότι αυτός ο κυνηγός, είναι η ίδια αρχαία φιγούρα του παλιού κάτοικου που έψαχνε, που αναζητούσε τη τροφή του».
     Πολλά είπε ακόμα ο φίλος για το κυνήγι, που δεν κυνηγά. Αυτά και πολλά που λέμε κι εμείς. Να ζούμε στο βουνό την κάθε μικρή στιγμή, να μην υπάρχει βιάση εκεί που δεν χρειάζεται, να υπάρχει περιέργεια και παρατηρητικότητα για τον χώρο που μας φιλοξενεί, και το κυριότερο, που είναι κατ’ εμέ ο μέγιστος σεβασμός, όταν αντικρίζουμε ένα νεράκι, μια πηγούλα, ένα κεφαλάρι, να σκύβουμε και να γευόμαστε τη φρεσκάδα της ζωής. Ακόμα και ας μην διψούμε. Η διαδρομή του νερού, η υπόγεια και η υπέργεια, κάνει φανταστικά σχέδια, βρίσκει διεξόδους, διαβρώνει βράχους με τη δύναμή της, διαλύει κάθε εμπόδιο με την ορμή της και μας χαρίζει απλόχερα το μέγιστο αγαθό. Έ, αυτό το αγαθό, σε κάθε ευκαιρία οφείλουμε να το ευχαριστούμε γεμίζοντάς το στη χούφτα του χεριού μας.
     Βέβαια, ο φίλος που μου έλεγε με αγάπη τα παραπάνω, μπορεί να μην είναι κυνηγός, αλλά τη φύση τη σέβεται, εκτιμά την προσφορά της. Και γνωρίζει και σέβεται τον κυνηγό, δεν τον «πυροβολεί» σαν τους άλλους τους αδαείς, που ρυάκι και πέτρινη πηγούλα έχουν δει (αν), σε τυχαίες φωτογραφίες ή σε βιντεάκια στο YouTube.
     Ο κυνηγός, έχει ένα μεγάλο πλεονέκτημα έναντι πολλών άλλων συμπολιτών μας, πολλά έχει προσφέρει, και ακόμα περισσότερα μπορεί, αν το δόλιο ελληνικό κράτος τον εντάξει σε προγράμματα, σε ενέργειες που σκοπό τους θα έχουν τη διαφύλαξη της φύσης από κακόβουλους ανθρώπους. Πολλές είναι οι δράσεις που μπορούμε να αναλάβουμε και να φέρουμε με επιτυχία σε πέρας. Αλλά η Πολιτεία κοιμάται, έχει και τα δικά της υπαρξιακά προβλήματα, ο κυνηγός όμως έχει τα εργαλεία που πρέπει, έχει την Κεντρική Συνομοσπονδία, τις Ομοσπονδίες, τους κατά τόπους κυνηγετικούς συλλόγους. 
     Μία μεγάλη δύναμη, που εύκολα γίνεται χρήσιμη εθελοντική προσφορά. Ας το δουν οι αρμόδιοι (μετά τις εκλογές εννοείται!)…        
================== 
Δημοσιεύθηκε στο «Κυνήγι» του Ελεύθερου Τύπου την Τετάρτη 15 Μαΐου 2013.   

Τρίτη 14 Μαΐου 2013

"Κυνήγι" από τον Ελεύθερο Τύπο ...

Κάθε Τετάρτη





Για ελεύθερους ανθρώπους

Τετάρτη 8 Μαΐου 2013

Κυνηγός ή χορευτής;


Πολλά χρήσιμα έδωσαν οι ρουμελιώτες στη πατρίδα. Ένα από αυτά, τα μικρά έστω, ο σουβλιστός οβελίας. Μαστόροι στη τέχνη αυτή από τα παλιά χρόνια, την δάνεισαν όπως συνηθίζεται άλλωστε, στους Μοραΐτες, στους Νησιώτες κτλ…
     Αν τρέξει κανείς πίσω λίγες δεκάδες χρόνια, θα διαπιστώσει ότι ακόμα και στα ορεινά του Μοριά, το αρνάκι (αν το είχαν) το έβαζαν στο φούρνο. Και αν δεν είχαν, ένα κοτόπουλο έκανε τη δουλειά. Στη φτώχεια όλα επιτρέπονται. Τον ίδιο επίσης τρόπο είχαν και στα νησιά. Όμως, η εσωτερική μετανάστευση της δεκαετίας 50 – 60, που έφερε τα πλήθη των ανθρώπων στην Αθήνα, πήρε και υιοθέτησε τα χούγια της Ρούμελης.  Από εκεί κατάγεται και το περίφημο «κλέφτικο» σιγοψημένο μέσα στη γης.
     Ωραία όλα αυτά για την τήρηση του εθίμου, αν και σε άλλα μέρη της Ελλάδας, συνηθίζουν ανήμερα το Πάσχα και γεύονται και το φρέσκο ψητό ψάρι! Όρεξη να υπάρχει και καλή παρέα.
 
      Μία μάλλον ωραία παρέα, συνάντησα προ ημερών στο αρχαίο λιμάνι στο Λέχαιο Κορινθίας. Εκεί στο όμορφο ταβερνείο πάνω στον αφρό της θάλασσας, άθελά μου έγινα ωτακουστής των όσων διημείφθησαν στη διπλανή παρέα που ευτυχώς ή ατυχώς,  είχε ανάμεσά της και ένα κυνηγό εκ Κιάτου. Και ο όνομα του κυνηγού: Γιώργος Πανάγου (ή Πανάγος). Νηστήσιμα σαν κι εμάς είχε παραγγείλει και δειπνούσε η περί ής ο λόγος παρέα, αλλά δεν ξέρω πως και από πού, άκουσα ξαφνικά να μιλάνε για αγριογούρουνα!
     Όταν ακούω περί αγρίων, το μάτι μου «θολώνει» και τα αυτιά πιάνουν υπερήχους. Δεχόταν λοιπόν επίθεση ο κυνηγός από τις γυναίκες κυρίως της συντροφιάς, του τύπου: «μα πως μπορείτε και σκοτώνετε τόσα ωραία και περήφανα ζώα», ή «μη μου πείτε κύριε Γιώργο ότι τα γδέρνετε κιόλας! Θα λιποθυμήσω!». Εντάξει κανείς δεν λιποθύμησε στην ομολογία του κυνηγού ότι τα γδέρνει με μαεστρία. Μα και αυτός ο αθεόφοβος, από τα άγρια το γύρισε στις κότες, και εξομολογήθηκε στη παρέα του αλλά και στις υπόλοιπες του ταβερνείου άθελά του, πως δεν αντέχει να σφάξει κότα, ταράζετε!
     Από την ίδια παρέα, ένας τύπος, μάλλον όχι κυνηγός, άρχισε τα δικά του: «εγώ να σας δείξω εδώ πως σφάζω τη κότα στο φτερό», και μια τύπισσα δίπλα του, με σοφιστικέ στυλ, να καταριέται τους θεούς και τους κυνηγούς. Και απέναντι τους, ένας αξύριστος μελισσοκόμος, άκουγε με προσοχή ομηρικούς στίχους από ένα Δάσκαλο!
     Καταστάσεις ροκ, που λένε και στο χωριό μου. Οποία όμως έκπληξη από τον κυνηγό που ιστορούσε με κάθε ακρίβεια και τον κυνηγότοπο που έχει η παρέα του, και άρχισε σε κάποια ερώτηση να αραδιάζει ένα – ένα τα χωριά της Αρκαδίας. Έτοιμος ήμουν να του πω: «βρε φίλε, στο χωριό μου κυνηγάς;». αλλά κρατήθηκα, μόλις είχαν φτάσει στο τραπέζι οι σουπιές και μοσχοβόλησε η παραλία.
     Τον κοίταξα με προσοχή τον κυνηγό και τον θυμήθηκα. Η δική μου παρέα κυνηγά σε κοντινό κυνηγότοπο. Και έχουμε ανταμώσει αρκετές φορές. Αλλά τι να του πω και τι να μου μολογήσει.
      Καλό Πάσχα εύχομαι στον συνάδελφο από το Κιάτο. Και να ξέρει, όχι μόνο η δική του παρέα, μα και οι υπόλοιπες στο ωραίο ταβερνείο, γίναμε κοινωνοί όλης της μυθοπλασίας. Κυνηγήσαμε μαζί του, διψάσαμε ακόμα εκεί στο ρέμα που πήγαινε και έσκυβε να γεμίσει το παγούρι του με φρέσκο νεράκι, πήραμε γεύσεις κυνηγίου αγναντεύοντας την αλμύρα.
Ένα μονάχα θα πω: ο Μυθοπλάστης είναι παντού …
 ==============
Δημοσιεύθηκε στο «Κυνήγι» του Ελεύθερου Τύπου την Τετάρτη 8 Μαΐου 2013.