Παρασκευή 22 Φεβρουαρίου 2013

Άγριες πέρδικες από την ΚΟΜΑΘ

Στην Ελλάδα όταν ακούμε για απελευθέρωση η σκέψη μας πάει σε εκτρεφόμενα θηράματα. Ωστόσο η σύλληψη και απελευθέρωση αγρίων ατόμων έχει πολύ περισσότερες πιθανότητες επιτυχίας. Σύμφωνα με έρευνες τα άγρια άτομα έχουν πενταπλάσια έως δεκαπλάσια ικανότητα επιβίωσης και αναπαραγωγής σε σύγκριση με τα εκτρεφόμενα και τα προβλήματα από νοσήματα και γενετική υποβάθμιση περιορίζονται.
 
     Μια τέτοια προσπάθεια ξεκίνησε στη Χαλκιδική κατόπιν σύνταξης μελέτης από θηραματολόγο της ΚΟΜΑΘ, εγκρίσεως από τη Δασική Υπηρεσία και χορήγησης εξοπλισμού από το Εργαστήριο Άγριας Πανίδας του Τμήματος Δασοπονίας & Διαχείρισης Φυσικού Περιβάλλοντος του ΤΕΙ Λάρισας.
 

Αμβρακικός - επερώτηση Γιάννη Μιχελάκη


Προς τον Υπουργό Περιβάλλοντος, Ενέργειας & Κλιματικής Αλλαγής κ. Ευάγγελο Λιβιεράτο κατέθεσε επερώτηση ο βουλευτής επικρατειας  της ΝΔ  Γιάννης Μιχελάκης με θέμα... αδικία εις βάρος των.... Ελλήνων κυνηγών με αφορμή την υπογραφή της απόφασης για συνέχιση της πλήρους απαγόρευσης... "θήρας"στον... Αμβρακικό  !
Ο κ. Μιχελάκης τονίζει σχετικά:
Η Κυνηγετική Συνομοσπονδία Ελλάδος και οι κατά τόπους Κυνηγετικοί Σύλλογοι όλης της χώρας εκφράζουν την εύλογη και δίκαιη διαμαρτυρία τους προς το Υπουργείο Περιβάλλοντος, Ενέργειας & Κλιματικής Αλλαγής με αφορμή την υπογραφή της Απόφασης για συνέχιση της πλήρους απαγόρευσης θήρας στον Αμβρακικό.  
      Οι 200.000 Έλληνες κυνηγοί αισθάνονται δικαιολογημένα μεγάλη απογοήτευση, όχι μόνο γιατί ανέμεναν μία απόφαση που θα επέτρεπε το κυνήγι σε έξι συγκεκριμένες περιοχές της αχανούς αυτής έκτασης, αλλά και γιατί σε αντίστοιχους υδροβιότοπους σε όλη την Ευρώπη η θήρα επιτρέπεται, έστω και με ορισμένους περιορισμούς που αποσκοπούν στην προστασία του περιβάλλοντος.
      Μάλιστα αξίζει να σημειωθεί ότι η ανωτέρω απαγορευτική απόφαση δεν έλαβε υπ’ όψιν την πρόταση των αρμοδίων τοπικών Δασικών Υπηρεσιών, την απόφαση της Γενικής Γραμματείας Αποκεντρωμένης Διοίκησης, την εισήγηση του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας και τη γνώμη των φορέων της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, που κινούνταν ακριβώς προς την αντίθετη κατεύθυνση.
     Επιπρόσθετα, στη μοναδική σχετική μελέτη, η οποία ανατέθηκε από κρατικό φορέα με αντικείμενο τη δυνατότητα διεξαγωγής θήρας στον Αμβρακικό, καθορίστηκαν συγκεκριμένες περιοχές για κυνήγι, ενώ παράλληλα, σε ειδική ημερίδα που διοργανώθηκε πρόσφατα στην Άρτα με θέμα τον Αμβρακικό, ειδικοί περιβαλλοντολόγοι επιβεβαίωσαν τη συμβατότητα της θήρας με την προστασία του υδροβιότοπου της ανωτέρω περιοχής.
      Περαιτέρω, είναι άξιο προσοχής ότι αντίθετα με τη λανθασμένη εντύπωση που επικρατεί σε μερίδα της κοινής γνώμης, το κυνήγι αποτελεί έκφραση αγάπης προς τη φύση και οι Έλληνες κυνηγοί  προστατεύουν με κάθε δυνατό τρόπο το φυσικό περιβάλλον.
      Υπό το πρίσμα αυτό η πολιτεία οφείλει να σεβαστεί εμπράκτως την επιθυμία των 200.000 συμπολιτών μας να κυνηγήσουν σε συγκεκριμένες και αυστηρά οριοθετημένες περιοχές του Αμβρακικού, οι οποίες σύμφωνα με όλες τις σχετικές μελέτες και έρευνες είναι απολύτως συμβατές με τη θήρα, χωρίς να τίθεται σε κίνδυνο η προστασία του περιβάλλοντος.  
Κατόπιν των ανωτέρω ερωτάσθε κ. Υπουργέ:
Ποια είναι η θέση σας για το ανωτέρω ζήτημα ;
    Ποια μέτρα θα λάβετε για την αποκατάσταση της οφθαλμοφανούς αδικίας που υπέστη ο κυνηγετικός κόσμος της χώρας μας με αφορμή την επίμαχη αυτή απαγορευτική απόφαση ;

Πέμπτη 21 Φεβρουαρίου 2013

Στις όχθες του ποταμού …


Κατεβαίνοντας για τον Αλφειό, η λάσπη, όσο πλησιάζαμε, δυνάμωνε, γινόταν επικίνδυνη για κάθε είδους οχήματα. Το κάλεσμα όμως του καλού μας φίλου: «για κοπιάστε απ’ εδώ παιδιά, έχει κέφια ο τόπος!», δεν μας άφησε περιθώρια επιλογών, και κατεβαίναμε….
    Τετάρτη, μέρα υγρή, τόσο, που μούλιαζες μονάχα από τον αέρα. Το πέρασμα του ποταμού το προσπεράσαμε – πάρα πολύ νερό υπήρχε στις κατεβασιές του που δεν μας επέτρεπε παρά να ακολουθήσουμε τον κύριο δρόμο. Οδηγώντας αριστερά μετά τη γέφυρα του «Σέκουλα» στρίψαμε για Μάτεσι. Από την Αρκαδία περάσαμε στην Ηλεία, στον γεμάτο τροχάλες αγροτικό δρόμο. Όταν αρχίσαμε να υψωνόμαστε στα πρανή των λόφων, το χώμα μαλάκωνε, γινόταν κόκκινο, και η λάσπη…. αυτή η λάσπη, μας έκανε και οδηγούσαμε με ανάποδα τιμόνια. Όμορφα ήταν, «καλύτερα να οδηγάς στη λάσπη παρά να περνάς το ποτάμι, τόση τρομάρα που τράβηξα τότε που πήγαμε να πνιγούμε, δεν θα την ξεχάσω ποτέ», μουρμούραγε ο αρχηγός καθισμένος δίπλα μου.
    Δεν του απάντησα, ήμουν αφοσιωμένος στο δρόμο, όμως πράγματι, τότε στον παρ’ ολίγο πνιγμό του, δεν έφερα ευθύνη, που να φανταστώ ότι δεν ήξερε κολύμπι; Πίσω μας ακολουθούσε άλλο ένα αυτοκίνητο με τη υπόλοιπη ομάδα – δεν ήμασταν πολλοί, η μισή ομάδα μόνο, το όλον πέντε άτομα. Και ο καλεσιάρης ακόμα ένας. Φτάσαμε κάποια στιγμή στην παλιά βάση εναλλακτικής εταιρείας που την έχει εγκαταλείψει εδώ και πολλά χρόνια, και μας περίμενε ο φίλος μας. Στην άκρη της βάσης έχει μια πέτρινη βρύση που παρ’ ότι ο καιρός ήταν βαρύς, πήγαμε όλοι σχεδόν να πιούμε νεράκι φρέσκο. «Η άλλη βρύση που είναι μέσα στο παραόχθιο μονοπάτι, έχει καλύτερο νερό, ελαφρύτερο» είπα στην ομήγυρη. «Ναι, και εκεί τι στήνει τις νύχτες ο …… τάδε για καρτέρι στα γουρούνια», ψιθύρισε σχεδόν ο φίλος μας ο εκ Ηλείας ορμώμενος. «Θα έχει ανάγκες να καλύψει» μονολόγησε ένας άλλος, δεν θυμάμαι ποιος.
    «Λοιπόν παιδιά, πάμε να δείτε τα γουρούνια» άρχισε ο φίλος μας και μονομιάς ξεχάσαμε τα «ανθρώπινα». Πήραμε το μονοπάτι δυτικά και φτάσαμε στο φρέσκο ντορό, παντού μύριζε καπρίλα, αφόρητη ίσως. «Βρίσκονται κοντά μας, μπορεί και εκεί στον βράχο. Για να πέρασαν απέναντι στο ποτάμι με τόσο νερό, το αποκλείω», μας είπε με δυό λόγια, και είχε δίκιο. Ο αρχηγός κι εγώ με τα σκυλιά μείναμε εκεί, οι υπόλοιποι γύρισαν πίσω στα αυτοκίνητα να πάνε να καλύψουν τα λιγοστά καρτέρια.
    Όμορφος τόπος εκεί στα μέρη του Αλφειού, ήρεμος, γλυκός, μα θορυβώδης πολύ από τα πολλά νερά. Ακόμα και τον χειμώνα η πλούσια βλάστηση δίνει τις δικές της παραστάσεις στις εικόνες που έπλασε με μεράκι η Φύση. Βρήκαμε κάτι ποτισμένες από την υγρασία κοτρώνες και καθίσαμε μέχρι να φτάσουν τα καρτέρια στις θέσεις τους. Ο αρχηγός κι εγώ ήμασταν ήρεμοι, αργοπίναμε και τους ζεστούς καφέδες μας και περιμέναμε. Τα σκυλιά μας αντίθετα, ήσαν πολύ νευρικά, μέχρι που βαρεθήκαμε και τα δέσαμε δίπλα στα δέντρα – μας είχαν κόψει τα χέρια από το άγχος τους!
    Ξεκινώντας την παγάνα, ο αρχηγός κινήθηκε παραποτάμια κι εγώ αριστερά του εκατό μέτρα μακρύτερα. Κινούμασταν σχεδόν παράλληλα. Είχε αφήσει τα σκυλιά που πήγαιναν τον ντορό με κέφι. Εμείς από κοντά, η πορεία τους ήταν δυτική, προς τα βράχια που έλεγε νωρίτερα ο Φαναριώτης φίλος μας. Δεν θα είχε περάσει μισή ώρα και ακούστηκε η άγρια στάμπα. «Τσιμουδιά άπαντες, ακίνητοι σαν αγάλματα», ρίγησε τη πλάση με τα παγωμένα λόγια του ο αρχηγός! Ακόμα κι εγώ που τον ξέρω καλά, ανατρίχιασα στο διάταγμα τούτο.
    Αρχίσαμε τις φωνές και τα «άϊντε και έλα» και προχωρούσαμε βαρώντας με τα παγανοφύσιγγα, και πλησιάζαμε, και νιώθαμε την καπρίλα να μεγαλώνει, να σκεπάζει τον υγρό αέρα, και μουλιασμένοι από ιδρώτα και υγρασία δεν αργήσαμε να έλθουμε σε οπτική επαφή με την «ωραία παρέα» που άρχισε το φευγιό από τα γιατάκια και τραβούσε δυτικότερα, προς τα καρτέρια μας.  
    «Δεν ξαναμιλάω, έρχονται επάνω σας, περιμένω μόνο καλό ραπόρτο, τέλος!». Πάλι σκιάχτηκα με τον λόγο του και μαλάκωσα κάπως όταν τον είδα να γέρνει να πάρει τη δύναμη της γης. Ξάπλωσα κι εγώ στο παχύ χορτάρι, και περιμέναμε. Όχι όμως για πολύ, γιατί ο Σπήλιος ήταν από το πρωί κεφάτος. Αυτός που συνήθως διώχνει δυό φυσίγγια, τώρα χρειάστηκε μονάχα ένα μονόβολο. Το θεριό ήταν δικό μας …
============= 
Δημοσιεύθηκε στο «Κυνήγι» του Ελεύθερου Τύπου την Πέμπτη 21 Φεβρουαρίου 2013.

Παρασκευή 15 Φεβρουαρίου 2013

Κυνηγετικός Σύλλογος Αμαρουσίου - Κοπή Πίτας ...

Θα ήταν τιμή μας να παραβρεθείτε στην κοπή της πίτας του Κυνηγετικού Συλλόγου Αμαρουσίου, για την νέα χρονιά 2013, που θα πραγματοποιηθεί την Τετάρτη 20-02-13, στις 19:00, στο Δημαρχείο Αμαρουσίου, στην αίθουσα του Δημοτικού Συμβουλίου, στο ισόγειο.
 
 
 
 
   Ο πρόεδρος                        Ο γενικός γραμματέας
 
Αντωνάκης Απόστολος             Αντώνιος Κουτσούκος

Τετάρτη 13 Φεβρουαρίου 2013

Οι «άσπονδοι φίλοι» …

«Ο Θαλής είναι εδώ στο χωριό;», ρωτήσαμε στον καφενέ όταν φτάσαμε. Το τζάκι είχε πυρώσει για τα καλά κι ας ήταν πολύ πρωί. Δυό γερόντοι, καθισμένοι σε αντικριστά τραπέζια μας καλοκοίταξαν. Ο ένας, ο μεγαλύτερος έπινε ρακόμελο, ο άλλος έπαιζε ένα μεγάλο μπεγλέρι στα χέρια του, αργά, νωχελικά.
 
    Παραγγείλαμε δυό ελληνικούς σε κρασοπότηρο, βγάλαμε τα μουσκεμένα από το χιόνι ρούχα μας και καθίσαμε δίπλα στο τζάκι. Η κοπελιά που έχει αναλάβει τον τελευταίο καιρό τον καφενέ, χαμογελαστή και πρόσχαρη, μας σέρβιρε αρωματικούς και σιγοψημένους καφέδες. Δεν υπήρχε βιάση, απάντηση στο ερώτημά μας δεν είχαμε λάβει ακόμα.
    «Τον Θαλή γερεύετε;», μας ξάφνιασε σπάζοντας τις φωνές της φωτιάς, ο ένα γέροντας, αυτός που χτύπαγε με ρυθμό αργό τις κεχριμπαρένιες χάντρες. «Δεν τον γυρεύουμε ακριβώς, αλλά αφού περνάμε από τον τόπο του να του ειπούμε ένα γειά θέλουμε», απάντησα σχεδόν ψιθυριστά, μην χαλάσω την γαλήνια ατμόσφαιρα. «Από τα προχθές είναι στη Θεσσαλονίκη, πήγε για ένα σκυλί», μας εκμυστηρεύτηκε ο έτερος γέροντας αποτελειώνοντας και την τελευταία σταγόνα από το ποτήρι του.
    «Ποια Θεσσαλονίκη;» μου εκμυστηρεύτηκε φίλος από γειτονικό μεγάλο χωριό, όταν του έδωσα ραπόρτο. «Στα Σκόπια θα είναι, ίσως και μακρύτερα, αφού για σκυλί μπορεί να πάει οπουδήποτε, να το φέρει, να το εκπαιδεύσει -  και αν του το ζητήσεις, είναι ικανός να στο χαρίσει. Αφού τον ξέρεις πως λειτουργεί». Μάλλον έχει δίκιο ο φίλος μας, τον γνωρίζει καλά, όπως καλά τον έμαθαν και όσοι μαζί του συναναστράφηκαν για τον ένα ή άλλο λόγο.
 
    Εκεί στο χωριό του ο Θαλής, έχει φίλους κι οχτρούς, όπως συνήθως συμβαίνει στα χωριά. Μάλιστα, προ ετών, είχε ανοίξει μεγάλη βεντέτα με συγχωριανό του για μικρά μη επουσιώδη μικροπροβλήματα της καθημερινότητας. Επειδή όμως ο συγχωριανός του ήταν μόνιμος κάτοικος του εξωτερικού, οι δύο εμπλεκόμενοι με δικαστήρια «άσπονδοι» συντοπίτες, αντάλλασσαν επιστολές με το νι και το σας. Και κάθε τρείς και λίγο ο μετανάστης συμπολίτης έπαιρνε το πρώτο αεροπλάνο για να παραβρεθεί στο δικαστήριο, ρουφούσε στα βιαστικά και λίγο βουνίσιο αέρα και την επομένη γύριζε πάλι πέραν του Ατλαντικού. Τούτη η ιστορία με τα δικαστήρια και τα πολλά υπερατλαντικά ταξίδια κράτησε πολλά χρόνια. «Μα καλά, δεν βαρέθηκες τόσα ταξίδια μπρός πίσω για μία μάντρα;», ρωτούσαν με αφέλεια αρκετοί τον υπερατλαντικό ταξιδιώτη. Δεν ήξεραν όμως, δεν είχαν καταλάβει ότι τα ταξίδια δεν τα έκανε για μία μάντρα – μα για να δει, να μιλήσει έστω για λίγο με τον «άσπονδο εχθρό του». Μα και ο Θαλής, εκκεντρικός όπως αρκετοί πιστεύουν ότι είναι, κυνηγά μονάχος του, δίχως παρέες, παράξενος τύπος, δεν του αρέσουν στο βουνό οι παρέες. Όμως, μόνο με έναν διαλεγμένο κυνηγό μπορεί να κάνει μαζί, να κυνηγήσει με ευχαρίστηση, να νιώσει με όλες του τις δυνάμεις τα δώρα της φύσης  - με τον αντίδικο, τον υπερατλαντικό ταξιδιώτη.
    Αυτοί λοιπόν οι παράξενοι άνθρωποι, ομορφαίνουν τις αληθινές ιστορίες με τα καμώματά τους. και εμπιστεύονται στο κυνήγι – που το θεωρούν και οι δυό πολύ μεγάλη υπόθεση,  αλλήλους. Δεν καταδέχονται να κυνηγήσουν με άλλους γνωστούς κυνηγούς. Ή μόνοι τους, ή παρέα. Μα και τα δικαστήρια να τρέχουν, οι επιστολές επίσης: «αγαπητέ κύριε Θαλή, με λύπη μου διαπίστωσα ……….κτλ». Και ο Θαλής να απαντά: «Θλίβομαι ειλικρινά διότι η ελλιπής ενημέρωση, και η κακόβουλη πληροφόρηση ………. κλπ».    
    Δύο σπουδαίοι λοιπόν άνθρωποι, «αιώνια φίλοι κι εχθροί», αναγνωρίζουν με τον τρόπο τους, ο καθένας τους, την αξία του άλλου. Και σέβονται ο ένας τον άλλον. Και η ιστορία αυτή δεν είναι τωρινή, κρατά δεκαετίες. Και χωρίζουν τεράστιες ιδεολογικές διαφορές τους δυό συντοπίτες -  διαφορές που δεν τους εμπόδισαν ποτέ να αναγνωρίσουν ο ένας τα καλά του άλλου. Και κρατώντας στη ζωή τους τα ουσιώδη, αυτά που τους ενώνουν, πέταξαν στην άκρη τα μικρά, αυτά που χωρίζουν τους ανθρώπους.
    Η τύχη το έφερε να γνωρίσω και τους δυό. Ο ένας ζει στο βουνό και ό άλλος σε μεγαλούπολη πέραν του Ατλαντικού. Ο ένας είναι φτωχός και τίμιος, ο άλλος πάμπλουτος και καθαρός. Όμως, και οι δυό, πολίτες του κόσμου είναι, και συμπεριφέρονται όπως αρμόζει σε σπουδαίους ανθρώπους, σε απλούς ανθρώπους. Σε αληθινούς κυνηγούς … 
================ 
Δημοσιεύθηκε στο «Κυνήγι» του Ελεύθερου Τύπου την Τετάρτη 13 Φεβρουαρίου 2013.

Κυριακή 10 Φεβρουαρίου 2013

Μικρές ιστορίες δυτικά του Μαινάλου …

Σε σουβλατζίδικο αξιώσεων: «πως και δεν έχεις βάλει και γύρο από αγριογούρουνο; Να γίνεται εδώ μέσα το έλα να δεις;», είπα αστειευόμενος σε φίλο σουβλατζή.
    «Και που να μείνει άγριο για εμάς; Τα έχει κλείσει όλα ο ……… για τη ταβέρνα του! Χειμώνα – Καλοκαίρι, αγριογούρουνο έχει για σπεσιαλιτέ», ανταπάντησε στο ίδιο κλίμα ο καλός φίλος.
    Τα προφανή αστεία όμως, εμπεριέχουν δόσεις αλήθειας. Ανίκανοι όντες να σταματήσουμε τις «ζαβολιές» που συμβαίνουν στα πέριξ, αρκούμεθα στην απλή καταγραφή τους. Κάτι έστω είναι και αυτό. Από την άλλη πλευρά, έχω ένα κάλλιστο φίλο όμως, που όταν του ζητάνε αγριογούρουνο – αφού γνωρίζουν πως κυνηγά και είναι κυνηγός άριστος, αν έχει τους δίνει, και δεν ζητά χρήματα. Ενδεχομένως κάποιοι να του αφήνουν, αυτός όμως εκείνο που έχει σαν αρχή, είναι το ότι, αν κάποιος δεν έχει γευθεί άγριο – και εφόσον υπάρχει, γιατί να μην του δώσει; Δεν θα πάθει τίποτα αν καταναλώσει στο τραπέζι του ένα ή δυό κιλά λιγότερο.
    Έτσι όμορφα κυλούν οι μέρες μετά το κυνήγι του αγριόχοιρου στην ωραία πατρίδα μας. Κάποιοι έχουν λίγο και το δίνουν, το μοιράζουν, και κάποιοι έχουν πάρα πολύ – αντιλαμβάνεται ο καθένας με τι τρόπους κυνηγημένο, και θυμίζουν εκείνους τους μαυραγορίτες της κατοχής, που πουλούσαν ένα κιλό πατάτες για μια οκά χρυσάφι!
    Το ωραίο επίσης είναι ότι σε μερικές ομάδες, που θήρευσαν ουκ ολίγα άγρια στην κυνηγετική περίοδο, τα μέλη δεν βλέπουν ούτε ζωγραφιστό το χρώμα του κρέατος! Διότι, όπως ισχυρίζονται μερικοί «κακεντρεχείς» οπωσδήποτε κυνηγοί: «σε κάθε κυνήγι, ο αρχηγός αρχίζει τις αφαιρέσεις, συνεπικουρούμενος από τον υπαρχηγό και τον έφορο της ομάδας, και μείον τα έξοδα για τις σκυλοτροφές, μείον τα καύσιμα για τα κοψίματα, μείον τα φάρμακα των σκύλων, μείον τα έξοδα της μαμής όταν υπάρχουν γεννητούρια, στο τέλος της κάθε εβδομάδας, δεν περισσεύει ούτε η ουρά των αγρίων!». Και δικαίως παραπονούνται τα μέλη προς τον αρχηγό, αλλά που να νιώσει ο άκαρδος. Και επειδή ενός κακού μύρια έπονται, πιθανολογούν κάποιοι ότι, η μισή τουλάχιστον ομάδα, βγαίνει τα βραδάκια με τη δροσούλα και ψάχνει για το χρώμα του κρέατος. Όμως, εγώ αυτά δεν τα πιστεύω, γιατί τα διαδίδουν συνήθως εκείνοι που ζηλεύουν….. «Πως πήγε το κυνήγι σας αδελφέ; Βαρέσατε κάμποσα;» ρωτά ο ένας φίλος τον άλλον. «Το κυνήγι καλά πήγε» απαντά ο άλλος, «αλλά σε όλη τη σαιζόν, ενάμιση κιλό πήγα στο σπίτι, τα εκατοντάδες κιλά πήγαν για την κάλυψη των εξόδων». Τι να πει κανείς, με τέτοια ακρίβεια, που να σταθεί και που να τελειώσει!
    Όπως πονηρά φέρονται μερικοί εξ ημών στο θέμα των αγρίων, το ίδιο πονηρά φέρονται και στην «απαλλοτρίωση» σκύλων, που βρέθηκαν στο δρόμο τους κυνηγώντας, ή που σταμάτησαν να ξαποστάσουν από την κούραση. Και βάζει ο «φιλεύσπλαχνος και φιλόζωος κυνηγός» τον ξένο σκύλο στο αμάξι του, και όταν βρει χρόνο δηλώνει την εύρεση σκύλου 100-200 χλμ μακρύτερα. Και επειδή ο ιδιοκτήτης του σκύλου δεν φτάνει τόσο μακριά, ο κλέπτης νομιμοποιεί την «καλή του πράξη».
    Πολλά περιστατικά, θα μπορούσε να διηγηθεί ο καθένας από εμάς, ιστορίες ολόκληρες ίσως που έχουν γεννηθεί στα κυνηγοτόπια, μερικές καλές και άξιες λόγου, και πολλές ακόμα άσχημες, που δεν μας τιμούν, πρώτα σαν ανθρώπους και μετά σαν κυνηγούς. Εμείς όμως, με τις μικρές δυνάμεις μας, αξιολογώντας την καλή και κακή είδηση των βουνών, δεν έχουμε λόγους να μην τις δώσουμε. Ίσως κάποιοι ευαισθητοποιηθούν. Ίσως οι περισσότεροι σκεφτούν: «τι γράφει πάλι αυτός, νομίζει τάχα πως θα σιάξει τον κόσμο;»
    Σύμφωνοι, αργεί πολύ η μέρα που ο κόσμος δεν θα τα έχει ανάγκη όλα αυτά, αλλά μέχρι τότε, θα περάσουν 2, και 3, και 5 χιλιάδες χρόνια. Μέχρι τότε όμως, καλά να είμαστε και να τα λέμε, και ας μας λένε οι «κυνηγοί περιωπής» γραφικούς ενδεχομένως.  
    «Τι κάνεις εκεί; Έλα κάτω να δεις τον Αλφειό που έχει φτάσει σχεδόν μέσα στο χωριό!, τόσο πολύ νερό έχει», ακούστηκε στην άλλη πλευρά του σύρματος ο καλός ο φίλος, που ζει στη φύση, κυνηγά σε αυτή, και έμαθε να την σέβεται. «Τώρα που θα πιάσουν τα κρύα τα καλά και οι παγωνιές, που θα πάει, θα δούμε και καμιά φάσα, δεν θα δούμε;». Και φάσα να μην δούμε, αρκεί που θα χορτάσουμε τη μυρωδιά της παγωνιάς …
 
Δημοσιεύθηκε στο «Κυνήγι» του Ελεύθερου Τύπου την Τετάρτη 6 Φεβρουαρίου 2013.

Τρίτη 5 Φεβρουαρίου 2013

Κάθε Τετάρτη





Για ανθρώπους ελεύθερους!

Δευτέρα 4 Φεβρουαρίου 2013

Από το κυνήγι στον πολιτισμό …

Τρία γεύματα την ημέρα αντιπροσωπεύουν ένα πολύ προχωρημένο θεσμό. Οι άγριες φυλές των Ινδιάνων της Αμερικής, θα έκριναν ατιμωτικό και απρεπές να διατηρήσουν την τροφή τους για την επόμενη ημέρα. Σε αυτή την έλλειψη πρόνοιας υπάρχει κάποια δόση σοφίας.
 
    Η αμεριμνησία[i] όμως, συνεπάγεται πολλές δυσχέρειες, ενώ όσοι πέτυχαν να περάσουν το στάδιο αυτό διαθέτουν υπεροχή στον αγώνα για την επιβίωση. «Τι σκέφτεσαι;» ρώτησε ο Πήρυ έναν από τους Εσκιμώους οδηγούς του. «Δεν έχω να τίποτα να σκεφτώ, έχω άφθονο κρέας», απάντησε εκείνος. Το να μην σκεφτόμαστε εφόσον δεν υπάρχει κάτι, που να μας κάνει να σκεφτόμαστε, αυτό δεν είναι αληθινή σοφία;
    Το κυνήγι, είναι σήμερα γι’ εμάς διασκέδαση (για τους περισσότερους), αλλά, στη ψυχή του κυνηγού παραμένει κάποια αμυδρή έστω ανάμνηση της εποχής όπου το κυνήγι τόσο για τον κυνηγό όσο και για το θήραμα, ήταν ζήτημα ζωής και θανάτου. Διότι το κυνήγι, δεν ήταν μόνο υπόθεση τροφής, ήταν ένας αληθινός πόλεμος, κατά τον οποίο ο κυνηγός προσπαθούσε να εδραιώσει την ασφάλεια και την κυριαρχία του. Στη ζούγκλα ακόμα και σήμερα, ο άνθρωπος αγωνίζεται για την ύπαρξή του, όχι γιατί του επιτίθεται κάποιο ζώο αλλά διότι δεν υπάρχει επάρκεια τροφής για όλους και μόνο οι μαχητικότεροι βρίσκουν τροφή.
    Στο δάσος, μας τρομάζουν οι άγνωστοι ήχοι, οι άπειρες οικογένειες εντόμων, ερπετών, πουλιών, σαρκοφάγων κτλ, που ζούν σε αυτό και μέσα σε αυτό το πλήθος των ήχων, και του φόβου που δημιουργείται, αισθανόμαστε παρείσακτοι και εχθρικοί.
 
    Στην πραγματικότητα, το κυνήγι δεν υπήρξε ποτέ σταθμός της οικονομικής εξέλιξης. Ο ίδιος τρόπος παρέμεινε και στις ανώτερες μορφές της πολιτισμένης κοινωνίας μας. Άλλοτε υπήρξε το επίκεντρο της ζωής και σήμερα είναι τα κρυμμένα θεμέλια της. Η συντήρηση δια του κυνηγίου δεν παρουσιάζει κάτι το πρωτότυπο, διότι αν ο άνθρωπος παρέμεινε στο στάδιο εκείνο, θα ήταν απλώς ένα από τα σαρκοφάγα ζώα.
    Την ανθρώπινη ιδιότητα άρχισε να την εκδηλώνει όταν πέρασε από το στάδιο του κυνηγίου με την αβέβαιη απόδοση, στην ασφάλεια και τη συνέχεια που του προσφέρει η ποιμενική ζωή. Εκεί διαπίστωσε ανεκτίμητα πλεονεκτήματα, την εξημέρωση των ζώων, την κτηνοτροφία και τη χρησιμότητα του γάλακτος. Μας είναι άγνωστος ο τόπος και ο χρόνος που έλαβε χώρα η εξημέρωση των ζώων, ίσως όμως να έγινε όταν ο άνθρωπος έφερε στο αγρόκτημα και παρέδωσε στα παιδιά του για να παίξουν, τα ανυπεράσπιστα νεογνά που επέζησαν του φόνου των γονέων των.
    Ταυτόχρονα, η γυναίκα πραγματοποίησε την μεγαλύτερη μέχρι σήμερα ανακάλυψη, τη γονιμότητα του εδάφους. Μέχρι τότε, ενώ ο άνδρας πήγαινε για κυνήγι, εκείνη έσκαβε με τα χέρια της το έδαφος γύρω από τη σκηνή για να αποσπάσει ότι μπορούσε να χρησιμεύσει ως τροφή. Η πρωτόγονη τσάπα στη συνέχεια, ήταν ένα μπαστούνι με αιχμή από κόκκαλα που το βύθιζε στο έδαφος και έκανε αυλακιές. Η τσάπα έγινε άροτρο με την κατεργασία των μετάλλων, και ο άνθρωπος διαπίστωσε τη γονιμότητα της γης, άλλαξε τον προσανατολισμό του και άρχισε να καλλιεργεί άγρια φυτά, να χρησιμοποιεί νέες ποικιλίες και να τις βελτιώνει.
    Η παρατήρηση στη φύση - οι μέλισσες που συλλέγουν το μέλι τους, ο δρυοκολάπτης που συγκεντρώνει τα βελανίδια στα κοιλώματα των δέντρων - του έδωσε την ιδέα να αποταμιεύει τη τροφή του. Ανακάλυψε τον τρόπο να διατηρεί το κρέας με το αλάτι, με το κάπνισμα, και με τη ψύξη, και κατασκεύασε αποθήκες με τις οποίες φύλαγε τους σπόρους και τους προστάτευε από τις δύσκολες καιρικές συνθήκες. Σιγά – σιγά, ο άνθρωπος κατανόησε ότι για την εξασφάλιση της τροφής του, η γεωργία παρείχε ασφαλέστερο τρόπο από το κυνήγι, και τότε πέρασε τον ένα από τους τρείς σταθμούς εξέλιξης – γλώσσα – γεωργία – γραφή, οι οποίοι τον οδήγησαν από την κατάσταση του ζώου στον πολιτισμό.
    Πιθανό είναι, να μην πέρασε ο άνθρωπος κατευθείαν από το κυνήγι στη γεωργία, χωρίς ενδιάμεσους σταθμούς. Η μεταβολή επήλθε βαθμιαία και δεν ήταν ποτέ πλήρης διότι ο άνθρωπος αν και πρόσθεσε ένα νέο τρόπο διατροφής, πίστευε πάντοτε ότι ο παλαιός τρόπος ήταν προτιμότερος. Σταδιακά, η ανακάλυψη της φωτιάς, μαζί με τη γεωργία, τον βοήθησε να απαλλαγεί από την ανάγκη εξασφαλίσεως της τροφής του με το κυνήγι.
    Το ψήσιμο, επειδή διαλύει τα σκληρότερα στοιχεία των τροφών, ελαττώνει την ανάγκη μασήσεως και προκαλεί την εξασθένιση της οδοντοφυΐας, που είναι ένα από τα κακά του πολιτισμού! …
=================== 
Δημοσιεύθηκε στο «Κυνήγι» του Ελεύθερου Τύπου την Τετάρτη 30 Ιανουαρίου 2013.
 


[i] Πολύτιμος βοηθός του παρόντος, η Παγκόσμιος Ιστορία του Πολιτισμού.