Τετάρτη 13 Φεβρουαρίου 2013

Οι «άσπονδοι φίλοι» …

«Ο Θαλής είναι εδώ στο χωριό;», ρωτήσαμε στον καφενέ όταν φτάσαμε. Το τζάκι είχε πυρώσει για τα καλά κι ας ήταν πολύ πρωί. Δυό γερόντοι, καθισμένοι σε αντικριστά τραπέζια μας καλοκοίταξαν. Ο ένας, ο μεγαλύτερος έπινε ρακόμελο, ο άλλος έπαιζε ένα μεγάλο μπεγλέρι στα χέρια του, αργά, νωχελικά.
 
    Παραγγείλαμε δυό ελληνικούς σε κρασοπότηρο, βγάλαμε τα μουσκεμένα από το χιόνι ρούχα μας και καθίσαμε δίπλα στο τζάκι. Η κοπελιά που έχει αναλάβει τον τελευταίο καιρό τον καφενέ, χαμογελαστή και πρόσχαρη, μας σέρβιρε αρωματικούς και σιγοψημένους καφέδες. Δεν υπήρχε βιάση, απάντηση στο ερώτημά μας δεν είχαμε λάβει ακόμα.
    «Τον Θαλή γερεύετε;», μας ξάφνιασε σπάζοντας τις φωνές της φωτιάς, ο ένα γέροντας, αυτός που χτύπαγε με ρυθμό αργό τις κεχριμπαρένιες χάντρες. «Δεν τον γυρεύουμε ακριβώς, αλλά αφού περνάμε από τον τόπο του να του ειπούμε ένα γειά θέλουμε», απάντησα σχεδόν ψιθυριστά, μην χαλάσω την γαλήνια ατμόσφαιρα. «Από τα προχθές είναι στη Θεσσαλονίκη, πήγε για ένα σκυλί», μας εκμυστηρεύτηκε ο έτερος γέροντας αποτελειώνοντας και την τελευταία σταγόνα από το ποτήρι του.
    «Ποια Θεσσαλονίκη;» μου εκμυστηρεύτηκε φίλος από γειτονικό μεγάλο χωριό, όταν του έδωσα ραπόρτο. «Στα Σκόπια θα είναι, ίσως και μακρύτερα, αφού για σκυλί μπορεί να πάει οπουδήποτε, να το φέρει, να το εκπαιδεύσει -  και αν του το ζητήσεις, είναι ικανός να στο χαρίσει. Αφού τον ξέρεις πως λειτουργεί». Μάλλον έχει δίκιο ο φίλος μας, τον γνωρίζει καλά, όπως καλά τον έμαθαν και όσοι μαζί του συναναστράφηκαν για τον ένα ή άλλο λόγο.
 
    Εκεί στο χωριό του ο Θαλής, έχει φίλους κι οχτρούς, όπως συνήθως συμβαίνει στα χωριά. Μάλιστα, προ ετών, είχε ανοίξει μεγάλη βεντέτα με συγχωριανό του για μικρά μη επουσιώδη μικροπροβλήματα της καθημερινότητας. Επειδή όμως ο συγχωριανός του ήταν μόνιμος κάτοικος του εξωτερικού, οι δύο εμπλεκόμενοι με δικαστήρια «άσπονδοι» συντοπίτες, αντάλλασσαν επιστολές με το νι και το σας. Και κάθε τρείς και λίγο ο μετανάστης συμπολίτης έπαιρνε το πρώτο αεροπλάνο για να παραβρεθεί στο δικαστήριο, ρουφούσε στα βιαστικά και λίγο βουνίσιο αέρα και την επομένη γύριζε πάλι πέραν του Ατλαντικού. Τούτη η ιστορία με τα δικαστήρια και τα πολλά υπερατλαντικά ταξίδια κράτησε πολλά χρόνια. «Μα καλά, δεν βαρέθηκες τόσα ταξίδια μπρός πίσω για μία μάντρα;», ρωτούσαν με αφέλεια αρκετοί τον υπερατλαντικό ταξιδιώτη. Δεν ήξεραν όμως, δεν είχαν καταλάβει ότι τα ταξίδια δεν τα έκανε για μία μάντρα – μα για να δει, να μιλήσει έστω για λίγο με τον «άσπονδο εχθρό του». Μα και ο Θαλής, εκκεντρικός όπως αρκετοί πιστεύουν ότι είναι, κυνηγά μονάχος του, δίχως παρέες, παράξενος τύπος, δεν του αρέσουν στο βουνό οι παρέες. Όμως, μόνο με έναν διαλεγμένο κυνηγό μπορεί να κάνει μαζί, να κυνηγήσει με ευχαρίστηση, να νιώσει με όλες του τις δυνάμεις τα δώρα της φύσης  - με τον αντίδικο, τον υπερατλαντικό ταξιδιώτη.
    Αυτοί λοιπόν οι παράξενοι άνθρωποι, ομορφαίνουν τις αληθινές ιστορίες με τα καμώματά τους. και εμπιστεύονται στο κυνήγι – που το θεωρούν και οι δυό πολύ μεγάλη υπόθεση,  αλλήλους. Δεν καταδέχονται να κυνηγήσουν με άλλους γνωστούς κυνηγούς. Ή μόνοι τους, ή παρέα. Μα και τα δικαστήρια να τρέχουν, οι επιστολές επίσης: «αγαπητέ κύριε Θαλή, με λύπη μου διαπίστωσα ……….κτλ». Και ο Θαλής να απαντά: «Θλίβομαι ειλικρινά διότι η ελλιπής ενημέρωση, και η κακόβουλη πληροφόρηση ………. κλπ».    
    Δύο σπουδαίοι λοιπόν άνθρωποι, «αιώνια φίλοι κι εχθροί», αναγνωρίζουν με τον τρόπο τους, ο καθένας τους, την αξία του άλλου. Και σέβονται ο ένας τον άλλον. Και η ιστορία αυτή δεν είναι τωρινή, κρατά δεκαετίες. Και χωρίζουν τεράστιες ιδεολογικές διαφορές τους δυό συντοπίτες -  διαφορές που δεν τους εμπόδισαν ποτέ να αναγνωρίσουν ο ένας τα καλά του άλλου. Και κρατώντας στη ζωή τους τα ουσιώδη, αυτά που τους ενώνουν, πέταξαν στην άκρη τα μικρά, αυτά που χωρίζουν τους ανθρώπους.
    Η τύχη το έφερε να γνωρίσω και τους δυό. Ο ένας ζει στο βουνό και ό άλλος σε μεγαλούπολη πέραν του Ατλαντικού. Ο ένας είναι φτωχός και τίμιος, ο άλλος πάμπλουτος και καθαρός. Όμως, και οι δυό, πολίτες του κόσμου είναι, και συμπεριφέρονται όπως αρμόζει σε σπουδαίους ανθρώπους, σε απλούς ανθρώπους. Σε αληθινούς κυνηγούς … 
================ 
Δημοσιεύθηκε στο «Κυνήγι» του Ελεύθερου Τύπου την Τετάρτη 13 Φεβρουαρίου 2013.