Παρασκευή 13 Μαρτίου 2009

Οι συναθροίσεις στου ... Βοιωτού

Τώρα που οι βάλτοι άδειασαν από την ανθρώπινη παρουσία, οι ρεματιές δεν φιλοξενούν τα καλύτερα ντουφέκια στα καρτέρια!, και η ζωή στο δάσος συνεχίζει τους κανονικούς της ρυθμούς, ο κυνηγός βρίσκει τρόπους και συνεχίζει το κυνήγι από άλλη σκοπιά, γίνεται καλός διηγηματογράφος! Πλάθει ιστορίες που έχουν συσσωρευτεί στο μυαλό του από την κυνηγετική περίοδο που έληξε προ ολίγων ημερών και τις αφηγείται με μοναδικό και πειστικό τρόπο στην παρέα που τον ακούει δίχως να τον διακόπτει. Μου έχει κάνει εντύπωση που σπάνια διακόπτεται ο αφηγητής. Ίσως επειδή στην παρέα όλοι έχουν και από μία τουλάχιστον ιστορία να διηγηθούν. Τέτοιες παρέες κυνηγών, συναθροίζονται οπουδήποτε, σε καφενεία, σε κυνηγετικά καταστήματα, σε υπαίθριους χώρους αλλά και σε επαγγελματικούς. Και όπου υπάρχουν τρείς τουλάχιστον κυνηγοί!. Συγκεντρώσεις κανονικές δηλαδή!

Ο Τάσος ο Βοιωτός είναι κυνηγός και ηλεκτρολόγος στο επάγγελμα. Στο μαγαζί που έχει στην Αθήνα, περνάνε ολημερίς πολλοί κυνηγοί, για δουλειές υποτίθεται, αλλά στην πραγματικότητα για να πουν τις δικές τους ιστορίες, να εξιστορήσουν τα δικά τους θαυμαστά κατορθώματα.

Από το κυνηγετικό στέκι της Αθήνας, συγνώμη, το μαγαζί του Βοιωτού, περνάω κι εγώ όταν έχω κάποια δουλειά!. Προχθές που πέρασα, αντάμωσα κάποιους φίλους «πουλάδες». Ένας από αυτούς μιλούσε συνέχεια για νούμερα ασύλληπτα που έκανε στις τσίχλες. Δεν λέω, εμείς οι γουρουνάδες το παραμύθι και την υπερβολή, τα έχουμε στο αίμα μας. Οι πουλάδες όμως δεν παίζονται με τίποτα, είναι παρασάγγας μακριά στη φαντασία!

Ο φίλος λοιπόν ο «πουλάς», δέχτηκε πρόσκληση από έτερο φίλο να πάει στον Μύτικα. Όχι την γνωστή κορυφή του Ολύμπου, εκεί κυνηγάνε μόνο όσοι έχουν άδεια θεϊκή. Για τον Μύτικα μιλάμε της Αιτωλοακαρνανίας, εκεί κοντά στο «porto Alyzia» για τους ναυτικούς. Σάββατο πρωί – πρωί πιάνει την εθνική οδό και πηγαίνει, δρόμο παίρνει και δρόμο αφήνει. Και εκεί κατά το ξημέρωμα βρίσκει το εκκλησάκι του αγίου Κωνσταντίνου και στρίβει στον χωματόδρομο. Όλα πήγαιναν σύμφωνα με τις οδηγίες του φίλου του «πουλά» που τον είχε καλέσει για να κάνουν τα «μεγάλα νούμερα!» στις τσίχλες. Και από τον χωματόδρομο δεν δυσκολεύθηκε να φτάσει στη ξύλινη καλύβα που ήσαν και άλλοι κυνηγοί. Ανοίγοντας την καλύβα μοσχοβόλησε ο πατσάς που έκαναν οι κυνηγοί για το breakfast της ημέρας που λέμε και εμείς οι έλληνες. Με κρασιά για συνοδεία. «Το κρασί στο βουνό δίνει δύναμη» έλεγε ο παππούς μου κάποτε, «σε ανασταίνει από την κούραση» και άλλα τέτοια όμορφα. Και φυσικά είχε δίκιο. Όπως όλοι άλλωστε οι παλιοί που την γη την γνώριζαν καλά, την είχαν σπουδάσει με τον ιδρώτα τους.

Συνέχισε ο φίλος ο «πουλάς» την ιστορία του αλλά κανείς δεν τον πρόσεχε. Η αφήγησή του μας δημιούργησε εικόνες αλλά κυρίως γεύσεις!. Ο νούς μας λοιπόν στον πρωινό πατσά ήταν και στο κόκκινο κρασί. Και στη φωτιά. Κανείς μας δεν πρόσεξε το μελαγχολικό τέλος της αφήγησης που έλεγε πως την ημέρα εκείνη δεν βρήκαν τσίχλες! Και τι σημασία έχει άλλωστε αν θα βρείς τσίχλες, γουρούνια, λαγούς, φασιανούς; Όλα είναι παιχνίδια του μυαλού. Και ο φίλος με το ωραίο παραμύθι του, έδωσε στο μυαλό μας αυτό που πραγματικά θέλαμε, αυτό που μας λείπει τώρα που το κυνήγι τελείωσε.

Ο Τάσος ο Βοιωτός, όση ώρα ακουγόταν το παραμύθι στο χώρο του, με τα λευκά γάντια του, το γυαλί της πρεσβυωπίας και τα χειρουργικά εργαλεία του, έδειχνε απασχολημένος στη δουλειά του. Τα αυτιά του όμως - σηκωμένα σαν του λυκόσκυλου όταν ακούει κάτι παράξενο, δεν έχασαν ούτε την ανάσα του αφηγητή!.


--“Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Τύπος - Κυνήγι του Ελεύθερου Τύπου» την Τετάρτη 11 Μαρτίου 2009”--