Στο συνεχές ταξίδι στην ελληνική φύση και στο αιώνιο κυνήγι των «μαγισσών», ο νους γυρίζει εκεί στα Ζαγοροχώρια και στην Αρίστη, μετά το Καλπάκι και πριν τον Βοϊδομάτη ποταμό και τις ανηφοριές για το μεγάλο και το μικρό Πάπιγκο. Λίγο πριν από τα μονοπάτια που πάνε στη Δρακόλιμνη και στη Γκαμήλα, στον Λάπατο και στην Αστράκα, στο χάσμα του Έπους και στις πηγές του Βοϊδομάτη και στο φαράγγι του Βίκου. Αλλά και αλλού, στο καταφύγιο και από εκεί στη μονή Στομίου και στον Αώο, στην Κόνιτσα και στα Μαστοροχώρια της – στην Πυρσόγιαννη, στην Βούρμπιανη και στο Πληκάτι. Και από εκεί στην Αετομηλίτσα και στη λίμνη Γκιστόβα ή στις πηγές του Αλιάκμονα στη Γράμμουστα.
Ατελείωτα ταξίδια αυτά. Αλλά η Αρίστη σταθμός, όχι επειδή είναι πανέμορφο χωριό – όλα τα Ζαγοροχώρια είναι μοναδικά εξάλλου, αλλά διότι το κυνήγι με τις «μάγισσες» εκεί έφτασε στο τέλος του ή μάλλον στην αρχή του!
Στην πρώτη διάσχιση στο φαράγγι του Βίκου με σημείο εκκίνησης το Μονοδένδρι – στη συνέχεια έγιναν και άλλες, ο Βουρμπιανίτης έπινε ούζο για να αντέξει, ο γράφων είχε κάλλους σε έξαρση από τα κακής ποιότητας παπούτσια, ο Seven days και ο Βολιώτης – στρατηγός σήμερα, είχαν προχωρήσει μπροστά και ο Γιάννης ακολουθούσε τους προβληματικούς και μεθυσμένους της μικρής μας ομάδας. Και ο Τούπας στο κρυφό ραντεβού με την ξανθιά (όλες ξανθιές ήσαν!), αγνάντευε φιλοσοφώντας τη ρημάδα τη ζωή! Και στη έξοδο από τα φαράγγι στο ύψος του χωριού Βίκος, οι πέρδικες διέκριναν την ομάδα μας που ανέβαινε αγκομαχώντας!
Το βράδυ στην Αρίστη και στη ταβέρνα της κυρά Αλεξάνδρας, τα ερωτικά παιχνιδίσματα με τις πέρδικες βάδιζαν σε καλό δρόμο. Και το κρασί έρεε άφθονο, πότε από τα κεράσματα του γέρο – Κολοκοτρώνη, πότε από του μεθυσμένου αστυνόμου και πότε από τον έρωτα που ήτανε στα πάνω του και δημιουργούσε εκρηκτικές καταστάσεις στη μικρή ταβέρνα.
Ποιος ήταν ο κυνηγός και ποιος το θήραμα, δύσκολο να το πει κανείς. Το ένστικτο πάλευε με την ματιά, και οι καρδιές πάλλονταν στο κόκκινο. Όλα στο όριο. Θαρρώ πως η πέρδικα από τη Λάρισα η μικρή, έκανε το καλύτερο κυνήγι. Λες και ήτανε χρόνια στο βουνό και γνώριζε πότε έπρεπε να ντουφεκίσει!. Και τα φλογισμένα μάτια της έκαναν ενέδρα στον Βουρμπιανίτη που μέθυσε παρέα με τον αστυνόμο. Και ο αστυνόμος καλό παιδί και φιλότιμο, ήθελε να μας φιλοξενήσει στο αστυνομικό τμήμα για τον ύπνο μας! Όλα τα κελιά του κρατητηρίου ήσαν άδεια μας έλεγε! Εμείς όμως παραμονές της Άνοιξης προτιμήσαμε να κοιμηθούμε στην όχθη του Βοϊδομάτη. Μας ταίριαζαν καλύτερα τα τραγούδια του νερού και της άγριας φύσης. Αποζητούσαμε την υγρασία για να σβήσουμε τη θέρμη της καρδιάς. Και το πρωί μερικοί από εμάς ξυπνήσαμε ζευγαρωμένοι. Και βουτήξαμε στα παγωμένα νερά του ποταμού να καταλαγιάσουμε την άψα μας. Τι να σου κάνουν και τα παγωμένα νερά;Τα ταξίδια μας από τότε απόκτησαν προορισμό και το δρομολόγιο Αθήνα – Βόλος – Λάρισα έγινε μέρος της ζωής μας.
Εκεί στα Ζαγοροχώρια, ο έρωτας είναι άρρηκτα δεμένος με την ομορφιά, θες από τη μαγική φύση, θες από τα μεγάλα κυνήγια, θες από την καλή διάθεση. Απ’ όποια σκοπιά και να δει κανείς τα πράγματα, εκείνο που μένει έπειτα από κάθε καλό κυνήγι, είναι η γλυκιά προσμονή του επόμενου. Γιατί στο βουνό πολλά μπορούν να συμβούν. Και τα σχέδια που καταστρώνονται εύκολα ανατρέπονται από τη στιγμή. Από την μικρή μας ομάδα, το ταξίδι αυτό το συνεχίζει ακόμα ο Βουρμπιανίτης. Ο Seven days κυνήγησε και βρέθηκε στην Αμερική. Αν διαβάσει το παρόν άρθρο, του το αφιερώνω.