Πέμπτη 26 Νοεμβρίου 2009

Κυνήγια και καταιγίδες στα κλέφτικα λημέρια…



     Άργησα να ξεκινήσω για το χωριό. Ως συνήθως όμως, στο καφέ της εθνικής οδού σταμάτησα να φουλάρω καύσιμα και να προμηθευτώ τον καπουτσίνο, πασπαλισμένο με τρούφα σοκολάτας. Η συνήθεια της οικογένειας με κυνηγά παντού. Σαν τον παππού μου, που αν δεν έπινε τον εσπρέσο του δεν άνοιγε το μάτι του.

     Η μεγάλη καταιγίδα με βρήκε στη Νεμέα κατά τις 6. Τότε, που η ταχύτητα ελαττώθηκε θεώρησα σκόπιμο να μιλήσω με την ομάδα. Όταν έκλεισα το τηλέφωνο από τη συνομιλία μου με τον «βοηθό αρχηγό», κατάλαβα πως κοιμόταν και τον ξύπνησα. Φτάνοντας στο Λεβίδι, είδα κλήση από τον έτερο αρχηγό – τον πραγματικό. Κουβεντιάσαμε λίγο για το πιάσιμο του τόπου που είχε γίνει από τον Σπήλιο και τον Γιωργάκη, και δώσαμε το ραντεβού μας στο γνωστό σημείο συγκέντρωσης της ομάδας.


     Η δυνατή ομίχλη από τη Βυτίνα μέχρι και το χωριό, με ανάγκασε και ελάττωσα και άλλο την ταχύτητα – παρ’ ότι τα φώτα ομίχλης την έσχιζαν στα δύο. Όμορφα ήταν, μουντά και κάπως απόκοσμα. Οι εικόνες αυτές ή σου αρέσουν ή σε τρομάζουν. Εμένα, κατά παράξενο τρόπο με ενθουσιάζουν…


    Περασμένες 8, η ομάδα συγκεντρώθηκε, ήταν ακόμα όμως νύκτα – από τη βαριά συννεφιά και την ομίχλη. Με τον «βοηθό αρχηγό» είχε μιλήσει και ο Σπήλιος και τον πληροφόρησε αυτός «πως βρίσκεται στην Κόρινθο και ανεβαίνει». Αλλά και ο Γιωργάκης, που του έδωσε απαντήσεις για τη θέση του και τον κυνηγότοπο. Όλα όμορφα και έτοιμα για να αρχίζαμε τις ιχνηλασίες. Όμως, ήμασταν μόνο 6 άτομα από τους βασικούς της ομάδας, με τον Αντώνη να φτάνει τελευταίος. Στη συνέχεια προστέθηκε και ο Χρήστος, δόκιμο μέλος και λαγοκυνηγός καλός αλλά άτυχος (!).


     Ο δυνατός ανατολικός άνεμος έδιωξε τις ομίχλες και τα σύννεφα και φανερώθηκε μία όμορφη και κρύα ημέρα. Ιδανική για κυνήγι μιάς και οι νυχτερινές βροχές κατά τις 5 το πρωί αποφάσισαν να ξεκουραστούν. 7 άτομα όμως, δύσκολα θα τα φέρναμε βόλτα στον πυκνό πουρναρότοπο. Αρχίσαμε τη γνώριμη δουλειά μας και καταφέραμε σε ένα περίπου δίωρο και κόψαμε τα άγρια με απόλυτη ακρίβεια. Είχαμε καλό σύμμαχο την νυχτερινή βροχή.

    Έπειτα από σκέψεις και προτάσεις, αποφασίσαμε να κλείσουμε τα άγρια με τα καρτέρια όσο κοντύτερα μπορούσαμε. 5 καρτέρια και στη παγάνα ο αρχηγός κι εγώ. Καλά ξεκινήσαμε από το πυκνό η παγάνα, βάλαμε το κουτάβι στο ντορό και αυτό τον πήγαινε καλά. Χαμήλωσε το σκυλί αρκετά και δεν το ακούγαμε όμως. Χαμηλώσαμε και εμείς για να έχουμε ακουστική επαφή. Το άκουσε όμως ο Γιωργάκης – το τελευταίο καρτέρι και μας ενημέρωσε: «κυνηγάει παιδιά» Λίγες λέξεις και καλές. Έπειτα από πολύ ώρα ψάξιμο, άκουσα το γάβγισμά του: «αρχηγέ, βαράει στάμπα ο μικρός κάτω από σένα». Προχώρησε και άλλο στο πυκνό ο αρχηγός και έριξε τη πρώτη ντουφεκιά. Σηκώθηκε το καπρί και δεν τράβηξε προς τα καρτέρια αλλά τράβηξε να φύγει προς το τούμπι που δεν υπήρχε κανείς μας. Έτρεξα γρήγορα να προλάβω να το κεφαλώσω και το πρόλαβα. Το γύρισα πίσω στη παγάνα.


     Το καπρί όμως στα καρτέρια δεν έβγαινε – ίσως να τα είχε ακούσει πρωτύτερα (Σπήλιο κόψε το κάπνισμα). Αναγκαστήκαμε ο αρχηγός κι εγώ και πλησιάσαμε και άλλο το σκυλί που βαρούσε πάλι στάμπα – δείγμα ότι το καπρί είχε καθίσει. Ο Γιωργάκης – τελευταίο καρτέρι, με εντολή του αρχηγού πλησίασε από τη μεριά του και αυτός. Είχαμε κλείσει μέσα στο πυκνό το άγριο και η κατάσταση είχε δυσκολέψει πολύ. «δεν θα κάνετε τίποτα χωρίς να σας πω» ακούσαμε ψιθυριστά τον αρχηγό. Η αγωνία μας είχε φουντώσει πολύ, ακούγαμε το σκυλί στα 30 μέτρα – ο τόπος όμως ήταν τόσο πυκνός και είχαμε γεμίσει αίματα στο πρόσωπο και στα χέρια.

    Η αγωνία μας κορυφώθηκε όταν ο αρχηγός μας λέει: «έχετε το νού σας, μπαίνω μέσα». Γνωρίζαμε ότι έρποντας θα έφτανε όσο μπορούσε κοντύτερα στο γουρούνι – και δεν ακούγαμε ούτε την ανάσα μας. Μόνο η βαριά ντουφεκιά που έσεισε τον τόπο και στη συνέχεια η φωνή στον ασύρματο «τέλος», μας έκαναν να σκουπίσουμε τον ιδρώτα από το πρόσωπο.
------------------------------------------------------------------------
    Ήμουν ο πιο κοντινός στα αυτοκίνητα, «νεαρέ», άκουσα τη φωνή του αρχηγού, «πήγαινε φέρε ένα αυτοκίνητο να μαζέψεις εμάς και το καπρί». Ήθελα περίπου σαράντα λεπτά να φτάσω στα αυτοκίνητα και άρχισε η καταιγίδα. Αγρίεψε πολύ ο Δίας ο βαρυβρόντης και οι κεραυνοί έδειχναν το μεγάλο θυμό του. Μούσκεψα από την κορφή ως τα νύχια από τα πρώτα δέκα λεπτά. Μετά δεν καταλάβαινα τίποτα. Τα ρούχα είχαν γίνει ασήκωτα, είχαν μουλιάσει και κοντά σε αυτά κι εγώ. Το μονοπάτι το γνώριζα καλά αν και δύσκολο. Ανέβηκα στα «Πέντε Αλώνια – του Κλέφτη του Δήμου» και μετά πήρα τον κατήφορο, έφτανα. Αντίκρισα τα αυτοκίνητα στα πενήντα μέτρα, «όλα καλά» σκέφτηκα.

    Εκεί δεν ξέρω τι έγινε, σάλεψε το μυαλό από τους κεραυνούς που έπεφταν συνέχεια και μου έκαναν παρέα; Κάποιο μαγικό χέρι μου έδειξε άλλο μονοπάτι; Ίσως κάποια νύμφη με οδηγούσε σε κόσμους μυστικούς; Σημασία έχει ότι, όταν συνήλθα από τα «μάγια» του βουνού, βρέθηκα να περπατώ σε άλλο τόπο και φάνηκαν χαμηλά σπίτια από άγνωστο χωριό (!). Κοντοστάθηκα, η καταιγίδα συνέχιζε αδιάκοπα το έργο της. Κοίταξα τον χώρο και τον γνώρισα, ήμουν πολύ μακριά από τα αυτοκίνητα, εντελώς αντίθετα τη φορά αυτή. Ξάπλωσα κατάχαμα να ηρεμήσω, άναψα τσιγάρο και τα «γιατί» πλημμύρισαν το μυαλό μου. Ξεκουράστηκα. Λίγο μετά, τράβηξα τον καλό δρόμο και έφτασα στον καμπάκο με τις καρυδιές, βάδιζα στα σίγουρα τη φορά αυτή. Βρήκα και το σωστό μονοπάτι και έπειτα από καιρό πολύ έφτασα στα αυτοκίνητα. Άλλαξα γρήγορα όλα μου τα ρούχα, σκουπίστηκα και έβγαλα από το θερμός τσάι – ευτυχώς ήταν ακόμα καυτό. Κάπως συνήλθα όταν χτύπησε το τηλέφωνο, ήταν από τον αρχηγό: «που είσαι, συμβαίνει τίποτα; τρείς ώρες σε περιμένουμε, καλά τις κλήσεις δεν τις άκουγες;». «Κατεβαίνω, δεν έπαιρνε εμπρός το αμάξι (!) που είστε τώρα;». «Έλα στο χωριό, φώναξα και μας πήραν»


    Στο δρόμο για την επιστροφή στην Αθήνα, σκεφτόμουν τι συνέβη και άλλαξα πορεία στο βουνό χωρίς λόγο και χάθηκα. Πήρα τον αρχηγό τηλέφωνο: «έλα, θα σου πω κάτι αλλά στη φιλία μας, δεν θα το πεις πουθενά». Ανησύχησε αυτός «αφού με ξέρεις, τι συμβαίνει, λέγε». «Ξέρεις, το αμάξι δεν είχε τίποτα, κάπου όμως φαίνεται ότι μπερδεύτηκα και έχασα το μονοπάτι, βγήκα στο άλλο χωριό δίχως να το καταλάβω». Άκουσα ένα γέλιο μέχρι δακρύων στην άλλη άκρη του σύρματος και το τηλέφωνο έκλεισε. Άρχισε το τηλέφωνο λίγο αργότερα να κτυπά, ήταν κλήσεις από την ομάδα, δεν απάντησα σε καμία. Ωραίος φίλος …
---------------------------------------------------------------------

Δημοσιεύθηκε στο ένθετο περιοδικό του Ελεύθερου Τύπου «Κυνήγι» την Τετάρτη 25 Νοεμβρίου 2009