Πέμπτη 24 Σεπτεμβρίου 2009

Σκόρπια λόγια ενός Βουνάρχη ...

Έλεγε πριν ένα περίπου χρόνο ο πρόεδρος του κυνηγετικού συλλόγου της Αρχαίας Ολυμπίας Γιάννης Αρέστης, σχετικά με την αντιπαράθεση που παρατηρείται πολλές φορές στο κυνήγι - ανάμεσα σε κυνηγούς και αγρότες για τον κυνηγετικό τόπο: «ακόμα και όταν έχουμε δίκιο, καλό είναι να υποχωρούμε». Συμφωνώ απόλυτα με τη θέση αυτή του πρόεδρου, που δείχνει αν μη τι άλλο, κυνηγετική παιδεία – που είναι απούσα άπειρες φορές στον κυνηγότοπο. Και τώρα που το κυνήγι βρίσκεται στην αρχή του, καλό πιστεύω πως είναι να επισημαίνονται όλα όσα μπορούν να μας χαλάσουν τη διάθεση, μιας και η πράξη έχει δείξει ότι η αντιπαράθεση έγινε κανόνας με αποτέλεσμα να γίνονται είδηση ανάλογα επεισόδια.

Οι κυνηγότοποι στο κυνήγι του κάπρου επαρκούν για όλους μας. Η φιλική συνύπαρξη με τον αγρότη ή τον κτηνοτρόφο, επιβάλλεται. Η συνύπαρξη επίσης με την τυχούσα γειτονική ομάδα ωφελεί όλους μας. Κατά πρώτο και κύριο λόγο για τα σκυλιά μας που ενδεχομένως θα φύγουν από την παγάνα μας. Κατά δεύτερο λόγο – εξίσου σπουδαίο, για την καλή και αξιοπρεπή γειτονία – που ελαχιστοποιεί ακόμα και αυτά τα ατυχήματα. Διάβασα στα «ψιλά» των ειδήσεων για τις πινακίδες απαγόρευσης του κυνηγίου που αφαίρεσαν κάποιοι «άγνωστοι» στο εθνικό πάρκο της Πίνδου – κοντά στο χωριό Πάπιγκο. Ο σκοπός προφανής, να κυνηγήσουν ελεύθερα σε απαγορευμένη περιοχή. Όμως, η ενέργεια αυτή που θα την χαρακτηρίσω επιεικώς αφελή, φέρνει αυτόματα την τοπική κοινωνία αντιμέτωπη με τους κυνηγούς. Και είναι απαράδεκτο για τους κυνηγούς να έχουν απέναντί τους το ντόπιο στοιχείο. Που θα σταθούν και που θα κυνηγήσουν;

Μία φίλη, γιατρός στο επάγγελμα – με καταγωγή από την Πελασγία, μου έλεγε προ ημερών: «ξέρεις, δεν είμαι αντικυνηγός, ούτε φιλοκυνηγός. Ο πατέρας μου και ο παππούς μου ήσαν σπουδαίοι κυνηγοί. Και πολλοί κάτοικοι του χωριού μου. Όμως πέρυσι, αναγκάστηκαν οι πατριώτες μου και έδιωξαν - κυνήγησαν από την περιοχή μας τους κυνηγούς του αγριόχοιρου διότι αυτοί δημιουργούσαν συνεχώς προβλήματα με την παρουσία τους, την αγένειά τους και τον τσαμπουκά τους».

Δυστυχώς, εμείς οι γουρουνάδες βγάλαμε κακό όνομα. Σε αρκετές περιπτώσεις όχι άδικα. Όμως η μπάλα παίρνει και όσους από εμάς πηγαίνουμε στο βουνό για να κυνηγήσουμε και όχι για να αναμετρηθούμε με τις τοπικές κοινωνίες. Ας το προσέξουμε, διότι όπως λέει και ο σοφός λαός, «καλύτερα να σου βγει το μάτι παρά το όνομα». Στο δικό μας κυνήγι – που πέρασε δια πυρός και σιδήρου στο παρελθόν από εμπόρους κρέατος, ομάδες πολυμελείς που θύμιζαν τάγματα εκστρατείας (και εργασίας), μα και κάθε «καρυδιάς καρύδι» που έφερε όπλο, στο κυνήγι μας λοιπόν, είμαστε συνυπεύθυνοι για όσα συμβαίνουν – άξια λόγου ή ανάξια. Η προστασία του ωφελεί πάλι εμάς και κατ’ επέκταση και την πανίδα μας. Στην ουσία δηλαδή, ο πραγματικός εχθρός μας δεν είναι ο οικολόγος που αναμασά τα ίδια και τα ίδια μη γνωρίζοντας καν τι εστί σωστή διαχείριση και τι εστί πανίδα – καταφεύγοντας πολλές φορές σε ακραίους χαρακτηρισμούς, αλλά, ο κακός κυνηγός, ο απροσάρμοστος σε κανόνες και διατάξεις, και φυσικά ο λαθροθήρας – ο άρρωστος και επικίνδυνος αυτός εγκληματίας που θεωρεί το βουνό τσιφλίκι του – και επειδή «γέλασε» την Πολιτεία κατέχει νόμιμα και ένα όπλο.

Και εμένα στο χωριό μου με αποκαλούν τσιφλικά ή βουνάρχη (!), όμως ποτέ δεν θέλησα να «κλείσω τον τόπο μου» σε άλλους κυνηγούς. Λέει καμιά φορά ένας φίλος – ειδικά όταν έχει πιει κανένα ποτήρι παραπάνω: «σκέφτηκες ποτέ να συρματοπλέξεις τα χωράφια σου; Αν το κάνεις, ξέρεις ότι από την κοιλάδα του Αλφειού ως το Μαίναλο πρέπει να σου πληρώνουμε διόδια;». Όχι, δεν το σκέφτηκα ποτέ διότι δεν φτάνω μέχρι το Μαίναλο (!). Καλά κυνήγια εύχομαι σε όλους. Και ελπίζω να μην δω πάλι «περήφανους» κυνηγούς να έχουν στο καπό του αυτοκινήτου τους αμέτρητα πουλιά, επιδεικνύοντας με τον τρόπο αυτό τη «μαγκιά» τους ή γουρουνάδες να περιφέρουν τα θηράματα λες και γυρίζουν από το «μέτωπο»…


Δημοσιεύθηκε στο ένθετο περιοδικό “Κυνήγι” της Απογευματινής στις 23 Σεπτεμβρίου 2009