Πόσο τυχεροί ταξιδευτές οι κυνηγοί, αφού μπορούν να αντικρίζουν, να γεύονται τέτοιες ομορφιές της νύχτας. Και πόσο ευλογημένη η γη, πόσο πολύτιμη η σύντομη ζωή μας απ’ αυτή. Αλλά και μετά τον θάνατο τι; «Απολύτως τίποτα, θα γίνεις ότι και πριν γεννηθείς, ξέρεις τι ήσουν πριν αποκτήσεις ζωή; Δεν ξέρεις, οπότε, τι φοβάσαι;».
Ακριβώς,
δεν φοβόμαστε το «μετά τα φυσικά», λαχταρούμε να ζήσουμε το παρόν, το τώρα, τη
στιγμή. Και μα τον Πάνα τον τραγοπόδαρο, κυνηγάμε κι εμείς – όχι το θήραμα αυτό
καθ’ εαυτό, μα την αρχέγονη εμπειρία μας. Κυνηγάμε τη ζωή. Γιατί, όταν χαθεί η
θεά του έρωτα από τον ουράνιο θόλο, εμείς βρισκόμαστε ήδη στη καρδιά του
δάσους, στα έλατα ή στα περήφανα πουρνάρια, στις φτέρες και στα σπάρτα, και
ναι, γευόμαστε όσα οι αισθήσεις μας αποζητούν.
Το
κυνήγι είναι έρωτας, σαν την φωτιά της γυναίκας, σαν το απαλό της δέρμα, το
μοσχοβολημένο στήθος της. Όταν στο δάσος αναπνέεις τις υγρασίες του, όταν
ακολουθάς τα πατήματα του κάπρου, όταν σου φανερώνεται η καπρίλα του, δεν είσαι
εσύ, είναι η ίδια η ζωή που ανεβαίνει την πλαγιά.
Υποχρέωση
έχουμε, εμείς οι αιώνιοι εραστές της ζωής, του κυνηγίου, της φύσης, να
διαφυλάξουμε όσα αγαπάμε, όσα μας δίνουν ζωή μα και τροφή. Και μπορούμε να
είμαστε ειλικρινείς, καθαροί, τίμιοι, στη σχέση μας με το βουνό. Τους κλέφτες,
τους παράνομους, τους υποκριτές, τους λάθρους, τους δήθεν, οφείλουμε να τους
απομονώσουμε, να τους αποβάλουμε από την καθαρότητα της πρωινής στάλας.
Έχουμε
όμως δρόμο μπροστά μας, όπως η παγάνα που πηγαίνει με τα σκυλιά στο πυκνό και
δίνει τον ρυθμό. Για να τινάξει από πάνω του ο άνθρωπος την ανομία, τον φόβο,
τον δρόμο της κατηφοριάς, θα περάσει καιρός. Μα νομοτελειακά θα γίνει, θα
καθαρίσει ή ήρα από το στάρι, και το λαμόγιο που βρίσκεται στο βουνό και
λυμαίνεται ότι κινείται, που δεν σέβεται τη φύση και τη ζωή, θα γίνει φτερό
στον άνεμο, θα χαθεί, θα γίνει τροφή της Σκύλας και της Χάρυβδης.
«Πόλεμος
πατήρ πάντων» έλεγε κάποτε ο «θείος» Ηράκλειτος. Και δεν εννοούσε την ανθρώπινη
βλακεία που αιματοκυλιέται και σφάζεται για τις θρησκείες, για την εξουσία, για
το χρήμα, για την ματαιοδοξία. Είχε ανέβει πολύ ψηλά ο φωτισμένος εκείνος
παππούς μας, και μιλούσε με νοημοσύνη, είχε ξεφύγει από τη σκέψη και τους
κλειστούς ορίζοντές της. Και μιλούσε για
τη ζωή, για τον αδυσώπητο αγώνα που την διακατέχει.
Το
κυνήγι μας, είναι μέρος του αγώνα αυτού. Και δεν έχουμε δικαίωμα να το αφήσουμε
σε ανθρώπους λειψούς στο πνεύμα και στο νου. Σε ψυχασθενείς και σε αλλότριους.
Ο κάπρος, είναι περήφανο ζώο, άρχοντας στον βίο του. Και το κυνήγι μαζί του,
δεν είναι ένα συνηθισμένο κυνήγι, είναι η αιώνια πάλη, το λίπασμα που πέφτει
και καρπίζει η ζωή.
Αυτό
το κυνήγι, εμείς θα το διαφυλάξουμε. Με όποιο κόστος, με όποιον πόλεμο …