Δυστυχώς, δεν έχω λιόδεντρα. Κάτι βουνά πουρναροσκέπαστα
μονάχα έχω, που έτσι και τα κλείσω θα φτιάξω την μεγαλύτερη ρεζέρβα της
Πελοποννήσου! Όμως, ζηλεύω τους φίλους μου που έχουν 50, 100, 200, ρίζες ελιές
και σκύβουν με τα λιόπανα και συγκεντρώνουν τον θείο καρπό. Ευλογημένοι όσοι
κοπιάζουν για το ιερό και πανάρχαιο δέντρο.
Αυτά εκμυστηρευόμουν πριν από χρόνια σε μια τηλεστάρ που
τυχαία αντάμωσα σε παρέα της διανόησης. Και αυτή, για να μου γλυκάνει την πίκρα
και τον καημό, μου αφιέρωσε στις επόμενες ημέρες την εκπομπή της: «στον
Βουνάρχη με αγάπη», και ράγισαν οι συχνότητες, συγκινήθηκα κι εγώ, αλλά
λιόδεντρα ακόμα δεν αξιώθηκα να αποκτήσω. Που θα πάει όμως, 50 ρίζες ελιές
κάποτε θα γίνουν κατάδικές μου, και θα σκύβουμε με την πετροπέρδικα να
απλώνουμε τα λιόπανα, να ραβδίζουμε, να ιδρώνουμε, να κουραζόμαστε, και να
ευλογάμε τη θεά Δήμητρα για τους καρπούς της.
Τα είχαν φτιάξει καλά τα πράγματα οι αρχαίοι μας
πρόγονοι. Κάθε θεός και μια ειδικότητα. Και για το κυνήγι μας σμίλεψαν εκείνη
τη πανέμορφη Άρτεμη, που αντί για πορτοκαλί γιλέκο φόρεσε την φαρέτρα με τα
δηλητηριώδη βέλη της και λάβωνε θανάσιμα κάθε θνητό που σήκωνε το κεφάλι του με
λάγνο τρόπο στα κάλλη της θεάς. Όσοι όμως κοιτούσαν τη δουλειά τους και δεν
νοιαζόντουσαν για θεϊκές έννοιες, περνούσαν καλά στην εξοχή και στα δάση,
κυνηγούσαν ελεύθερα και άφοβα τα θηράματα που λαχταρούσαν.
Το δικό μας το θήραμα, το παρακολουθούσαμε καιρό. Καπρί
θεριό, πάντα μονάχο του, να βαδίζει αργά και να ταρακουνιέται η γης. Το είχαμε,
και πάντα το χάναμε, το κλείναμε και πετούσε σαν αερικό, το βλέπαμε στο πουθενά
και ξαφνικά σκόνη γινόταν, αιθέρας. Κάναμε πολλές σπονδές στη θεά να μας το
δώσει, ύμνους της απαγγείλαμε, σφάγια της δωρίσαμε. Και συγκινήθηκε η
αλαφροΐσκιωτη αρχόντισσα του δάσους και μας το χάρισε. Και διάλεξε την μέρα της
προσφοράς της.
Έξι άτομα συγκεντρωθήκαμε προχθές στον πουρναρότοπο.
Λίγοι δεν είμαστε; ακούστηκε η φωνή κάποιου. «Είμαστε όσοι πρέπει για το
θεριό», έσπασε τη σιωπή η φωνή του αρχηγού. Αργά τα λόγια, μεταλλικά, μας
έκαναν να ριγήσουμε και να κοιτάμε γύρω μας. «Σήμερα είναι η μέρα μας, σήμερα
έχουμε το ραντεβού με τον μύθο του δάσους», έσωσε τον λακωνικό λόγο του.
Εγώ το ήξερα, το είχα νιώσει. Δεν είχα μυρίσει ακόμα την
καπρίλα του, αλλά η αύρα της θεάς με τα βέλη της, ήταν έντονη, λάμπρυνε την
βροχερή και κρύα μέρα. Και σηκωθήκαμε από τη φωτιά του καφέ και του ονείρου,
φορτωθήκαμε τα σακίδια μας και αμίλητοι φτάσαμε ο καθένας στη θέση του. Ήμασταν
έτοιμοι για την μεγάλη συνάντηση. Αερικά κι εμείς, παιδιά της όμορφης θεάς.
Το θεριό σηκώθηκε, φύσηξε ολόγυρά του και τα σκυλιά
πετάχτηκαν 10 μέτρα πίσω, τέτοια δύναμη είχαν τα πλεμόνια του. Δεν το πλησίασαν
πάλι κοντά. Από απόσταση ασφαλείας του βαρούσαν στάμπα, μα ο μοναχικός άρχοντας
του δάσους γελούσε τρανταχτά μαζί τους. Κι έγειρε το σώμα του αντίθετα από τα
καρτέρια, να πετάξει ήθελε πάλι, και θα τα κατάφερνε, αν ο αρχηγός μας, δεν είχε γίνει πέτρα πάνω στη πέτρα, αν δεν
είχε ριζώσει στο λιθάρι της ελεύθερης στράτας. Και το θεριό του όρμησε. Μα
αυτός δεν δείλιασε, ξέρασε τη φωτιά, ή όχι; Μήπως πέταξε τα βέλη της θεάς;
Μήπως αυτή τον καθοδηγούσε; Και το θεριό λαβώθηκε, έπεσε, μα σηκώθηκε πάλι.
Βγήκε σε τόπο ανοικτό, αδιάφορο και τραυματισμένο. Από πίσω ο αρχηγός, από
απόσταση ασφαλείας κι αυτός. Μέχρι που το είδε να πέφτει πάλι.
Σίμωσε κοντά ο αρχηγός, άκουσε ένα αλαφρό θρόισμα, σαν να
είδε μια σκιά, τη φιγούρα της θεάς να απομακρύνεται. Έβγαλε από την αποθήκη του
τα δυό φυσίγγια κι ακούστηκε η φωνή του: «ελάτε, κυνήγησε και η Άρτεμις μαζί
μας σήμερα.
==============
Δημοσιεύθηκε
στο «Κυνήγι» του Ελεύθερου Τύπου την Τετάρτη 11 Δεκεμβρίου 2013