Τετάρτη 9 Ιουλίου 2014

Στης Αστράκας τις ανηφοριές ...

Πρωί – πρωί, πριν ακόμα φέξει ανεβαίναμε αργά, χωρίς βιάση τις στροφές για το Πάπιγκο. Πίσω μας κυλούσε γλυκά ο πεντακάθαρος Βοϊδομάτης, που για χάρη του ουκ ολίγες φορές έχουμε περάσει τον χρόνο μας στις κατεβασιές του.

Οι βασικές πηγές του μικρού σε μήκος ποταμού, βρίσκονται κάτω σχεδόν από το Μικρό Πάπιγκο, μέσα στη χαράδρα του Βίκου. Υπάρχουν και άλλες πηγές που συντηρούν τη φήμη του όταν το νερό είναι λιγοστό. Μία από αυτές, η Παλαιοπαναγιά βρίσκεται λίγο χαμηλότερα, στο ύψος περίπου του οικισμού Βίκου. Φανταστικά μέρη ετούτα στο Ζαγόρι, ειδικότερα αν έχεις την λόξα – όπως εμείς και πολλοί άλλοι, και χάνεσαι στα μονοπάτια της Πίνδου της αστραφτερής.

Φτάσαμε στο Μικρό Πάπιγκο, και παρκάραμε λίγο πριν την εκκλησιά. Φορτωθήκαμε τα σακίδια μας, σχίσαμε το χωριό στη μέση και βγήκαμε στην πηγή, λίγο πριν πάρουμε την μεγάλη ανηφοριά για το καταφύγιο. 900 κάπου μέτρα η υψομετρική διαφορά από την πηγή της αφετηρίας μέχρι το καταφύγιο, ζόρικη δηλαδή ανηφοριά. Όμως δεν υπήρχε πίεση, τα καθημερινά τα είχαμε αφήσει πίσω στην πόλη.

Στην πρώτη πηγούλα και αφού είχε μουλιάσει από ιδρώτα το κορμί μας, αποθέσαμε σακίδια και λοιπό εξοπλισμό, και πήραμε ανάσες βαθιές. Κουραζόμασταν μόνο με την ματιά της πορείας μας, πολύ ανηφόρα να πάρει η ευχή, αλλά γλυκιά. Σε συνέπαιρνε η αψάδα του τοπίου, αφού στα αριστερά μας είχαμε τις πλαγιές του Λάπατου και στα δεξιά μας τα «κάστρα» της Αστράκας, το Χάσμα του Έπους και μονοπάτι σκληρό να φιδοφέρνει για τον προορισμό μας.

Έπειτα από 4ωρη πορεία φτάσαμε στο καταφύγιο i. Την διαδρομή τούτη, οι ορειβάτες που κοντράρουν στο βουνό ποιος θα φτάσει πρώτος στην κορφή, την κάνουν και μιάμιση ώρα – έτσι τουλάχιστον έχω ακούσει. Όχι μα τον Δία τον Πελασγό, δεν τους θαυμάζω αυτούς τους τύπους, μα και ούτε τους λυπάμαι που φτάνουν στο βουνό και δεν γεύονται τις χάρες του, βιάζονται βλέπεις.

Το επόμενο πρωί – και αφού είχαμε ανακτήσει τις δυνάμεις μας!, κατεβήκαμε στη Λάκα του Τσουμάνη κι απ’ εκεί γρήγορα βρεθήκαμε στις όχθες της Δρακόλιμνης. Πετάξαμε στα νερά της ένα τραγί που κουβαλούσαμε στις πλάτες μας αλλά δεν βγήκε το άτιμο στην Παμβώτιδα λίμνη.  Μαϊμού δηλαδή η ιστορία η παλιά. Βλέπεις, η μυθοπλασία δεν είναι στο αίμα του κυνηγού μόνο, διάσπαρτη εδώ κι εκεί διηγείται τάχα μου αλήθειες! Κολυμπήσαμε στα κρύα νερά της λίμνης, δροσιστήκαμε κάπως. Εκεί πάνω, ο ήλιος είναι διαφορετικός, εκπέμπει φως, μα σαν το νιώθεις να σε πλημμυρίζει, δεν σου καίει τις σάρκες, έχει γλυκύτητα.

Το επόμενο πρωί, φορτωθήκαμε τον βαρύ εξοπλισμό μας, και σαν κατεβήκαμε πάλι προς την Λάκα του Τσουμάνη πήραμε το μονοπάτι της πλαγιάς. Γρήγορα περάσαμε τη Ρωμιόβρυση και βγήκαμε στο αλπικό λιβάδι πηγαίνοντας για την Γκαμήλα την λυγερόκορμη. Δεν κουραστήκαμε παρά λίγο στη διαδρομή αυτή αν και βρισκόμασταν σε υψόμετρο πάνω από τα 2.000 μ. Δεν μας κυνηγούσε και κανείς, και αρκετές φορές βρεθήκαμε ξαπλωμένοι ανάσκελα να ευλογάμε την τύχη μας που περπατούσαμε στην άκρη της Αστράκας.  Από την κορφή της Γκαμήλας η θέα σου κόβει την ανάσα, αυτή έστω τη λίγη που μας είχε απομείνει. Έχασκε στο βάθος η κοιλάδα του Αώου, και ακόμα πιο μακριά, σαν ζωγραφιά του θεού, το ανατολικό Ζαγόρι.

Η αλήθεια είναι ότι περάσαμε πολλές ώρες στην περιπέτεια της Γκαμήλας. Στην επιστροφή, και διψώντας σαν τα σκυλιά, βαλθήκαμε να πιούμε όλο το νερό της Ρωμιόβρυσης. Αλλά βαρύ πανάθεμά του! Βλέπαμε αντικριστά ψηλά το καταφύγιο αλλά δεν είχαμε τα κουράγια! Πέρασε κάμποση ώρα ώσπου σηκωθήκαμε πάλι.

Το επόμενο πρωί ο καιρός βάρυνε επικίνδυνα με την ατέλειωτη βροχή του. Και μας συντρόφευε σε ολόκληρη τη διαδρομή η επιθυμία του βαρυβρόντη θεού. Φτάσαμε μούσκεμα στο Μικρό Πάπιγκο, χωμένοι στη λάσπη και στον ιδρώτα. Φτάσαμε στο αυτοκίνητο και ξεκινήσαμε για τα χαμηλότερα …


Δημοσιεύθηκε στο “Κυνήγι” του Ελεύθερου Τύπου την Τετάρτη 9 Ιουλίου 2014.





1 Ο Τούπας, ανέβηκε την διαδρομή αυτή με χιονοθύελλα και σκαρπίνι. Το καταφύγιο όμως ήταν κλειστό. Επέστρεψε πάλι πίσω στο χωριό.