Πως περνούσατε στο χωριό την παραμονή της Πρωτοχρονιάς γιαγιά;
Α!! περνούσαμε καλά. Το βράδυ της παραμονής ανάβαμε όλα τα λυχνάρια και τις τσιμπλούδες που είχαμε. Έτσι τα δωμάτια γινόντουσαν φωτεινά, ακόμα και στο κατώι τοποθετούσαμε ένα φώς! Συνήθως ο καιρός ήταν άσχημος, με χιόνια και παγωνιές. Το χειμωνιάτικο με το τζάκι όμως που μαζευόμασταν, ήταν πολύ ζεστό. Εκεί τρώγαμε στον σοφρά με τα χουλιάρια και το γυρίζαμε μετά στο τραγούδι. Όταν γύριζαν και οι άντρες από το καφενείο, το γλέντι δυνάμωνε.
Οι άντρες δεν ήταν στο σπίτι γιαγιά;
Παιδάκι μου, όταν νύχτωνε, οι άντρες πήγαιναν στα καφενεία του χωριού και έπαιζαν τριανταένα. Το χωριό μας τότε είχε πέντε καφενεία. Έπαιζαν χαρτιά, έπιναν και τις κούπες τους και μετά γύριζαν σπίτι.
Ανήμερα του ΑιΒασιλιού γιαγιά τι κάνατε;
A!! αν είχαμε παπά στο χωριό πηγαίναμε στην εκκλησία. Μετά πάλι σπίτι και μαδάγαμε δυό καλές κότες. Την μία την κάναμε σούπα με λίγο ρύζι μέσα. Αυτήν την τρώγαμε το μεσημέρι. Την άλλη την αφήναμε για το βράδυ. Μερικές φορές σφάζαμε και κανένα κατσίκι.
Πλούσια περνάγαμε παιδάκι μου. Στο βαγένι είχαμε πάντα και καλό κρασί. Και οι βαρέλες με το τυρί γεμάτες ήσαν. Είχαμε όμως και χοιρινό. Αυτό το σφάζαμε πάντοτε παραμονές Χριστουγέννων και το παστώναμε. Αφήναμε όμως και λίγο για την Πρωτοχρονιά. Το υπόλοιπο το βγάζαμε σαν τον καλό μεζέ, ειδικά όταν φιλέβαμε ξένους.
Θυμάμαι γιαγιά μια φορά που είχα έλθει κι εγώ στο χωριό για να σφάξουμε το γουρούνι. Τρείς μέρες τρώγαμε και πίναμε, όσο έβραζε το καζάνι. Ήταν ωραία.
Πότε λές παιδάκι μου; Τότε που είχες μεθύσει και είχες φορέσει την χλαίνη του παππού σου και σε πήρε ο ύπνος πάνω στο χιόνι;
Το θυμάσαι γιαγιά;
Τι λές παιδάκι μου, χαμένα τάχω; Που σε ψάχναμε και εσύ κοιμόσουν του καλού καιρού στον πλάτανο; Τότε που ο παππούς σου έβγαλε νερό από το πηγάδι και σου το έριξε για να ξυπνήσεις.
Πολύ βαριά η χλαίνη γιαγιά, και πολύ ζεστή. Είχαμε περάσει ωραία τότε.
Ωραία περάσαμε, αλλά παιδάκι μου, σε τρείς μέρες που ήλθατε με τον μπάρμπα σου, ήπιατε ένα βαγένι κρασί!
Α!! περνούσαμε καλά. Το βράδυ της παραμονής ανάβαμε όλα τα λυχνάρια και τις τσιμπλούδες που είχαμε. Έτσι τα δωμάτια γινόντουσαν φωτεινά, ακόμα και στο κατώι τοποθετούσαμε ένα φώς! Συνήθως ο καιρός ήταν άσχημος, με χιόνια και παγωνιές. Το χειμωνιάτικο με το τζάκι όμως που μαζευόμασταν, ήταν πολύ ζεστό. Εκεί τρώγαμε στον σοφρά με τα χουλιάρια και το γυρίζαμε μετά στο τραγούδι. Όταν γύριζαν και οι άντρες από το καφενείο, το γλέντι δυνάμωνε.
Οι άντρες δεν ήταν στο σπίτι γιαγιά;
Παιδάκι μου, όταν νύχτωνε, οι άντρες πήγαιναν στα καφενεία του χωριού και έπαιζαν τριανταένα. Το χωριό μας τότε είχε πέντε καφενεία. Έπαιζαν χαρτιά, έπιναν και τις κούπες τους και μετά γύριζαν σπίτι.
Ανήμερα του ΑιΒασιλιού γιαγιά τι κάνατε;
A!! αν είχαμε παπά στο χωριό πηγαίναμε στην εκκλησία. Μετά πάλι σπίτι και μαδάγαμε δυό καλές κότες. Την μία την κάναμε σούπα με λίγο ρύζι μέσα. Αυτήν την τρώγαμε το μεσημέρι. Την άλλη την αφήναμε για το βράδυ. Μερικές φορές σφάζαμε και κανένα κατσίκι.
Πλούσια περνάγαμε παιδάκι μου. Στο βαγένι είχαμε πάντα και καλό κρασί. Και οι βαρέλες με το τυρί γεμάτες ήσαν. Είχαμε όμως και χοιρινό. Αυτό το σφάζαμε πάντοτε παραμονές Χριστουγέννων και το παστώναμε. Αφήναμε όμως και λίγο για την Πρωτοχρονιά. Το υπόλοιπο το βγάζαμε σαν τον καλό μεζέ, ειδικά όταν φιλέβαμε ξένους.
Θυμάμαι γιαγιά μια φορά που είχα έλθει κι εγώ στο χωριό για να σφάξουμε το γουρούνι. Τρείς μέρες τρώγαμε και πίναμε, όσο έβραζε το καζάνι. Ήταν ωραία.
Πότε λές παιδάκι μου; Τότε που είχες μεθύσει και είχες φορέσει την χλαίνη του παππού σου και σε πήρε ο ύπνος πάνω στο χιόνι;
Το θυμάσαι γιαγιά;
Τι λές παιδάκι μου, χαμένα τάχω; Που σε ψάχναμε και εσύ κοιμόσουν του καλού καιρού στον πλάτανο; Τότε που ο παππούς σου έβγαλε νερό από το πηγάδι και σου το έριξε για να ξυπνήσεις.
Πολύ βαριά η χλαίνη γιαγιά, και πολύ ζεστή. Είχαμε περάσει ωραία τότε.
Ωραία περάσαμε, αλλά παιδάκι μου, σε τρείς μέρες που ήλθατε με τον μπάρμπα σου, ήπιατε ένα βαγένι κρασί!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου