Πρωί, κατά τις 10.00. Μόλις είχα σηκωθεί. Έβαλα τον γαλλικό καφέ να βράζει και να μυρίζει ώραία και χώθηκα στο ντούς να φύγει η βρώμα του 2007.
Τον σιχαίνομαι τον γαλλικό καφέ, σήμερα όμως κάπως μούρθε η επιθυμία. Άναψα ένα τσιγάρο και βγήκα στο μπαλκόνι. Ψυχή δεν κυκλοφορούσε ακόμα. Η χθεσινή κραιπάλη λόγω της μέρας, τα σκυλάδικα, τα ποτά δηλητήριο, οι ρουλέτες και οι κουλοχέρηδες, οι συγκεντρώσεις στα σπίτια – πριν και μετά τον νέο χρόνο, κράτησαν τον κόσμο στον ύπνο του δικαίου.
Όταν είναι έρημη η πόλη μου αρέσει, άλλους τους φοβίζει. Μπήκα μέσα και συμπλήρωσα στην κούπα καφέ. Τράβηξα στο γραφείο μου και άνοιξα την τεχνολογία. Έβαλα μουσική από το «Τρίτο» και άνοιξα το mailbox. Πολλά μηνύματα, φίλοι, φίλες, που είχα καιρό να μιλήσω ή να μάθω νέα τους. Τα διάβασα σχεδόν όλα. Κάποια, ενός τρελού Ελβετού που βάλθηκε να σώσει τον κόσμο από το Ισλάμ, τα σβήνω στο καπάκι. Του το λέω και το ξέρει. Συνεχίζει όμως να μου στέλνει. Θέλει να με σώσει!!!
Μεγάλη μπίζνα αυτές οι θρησκείες. Πως έχουνε κάνει τον κόσμο και τις ακολουθεί, πως τα παίρνουνε από τα κεριά και την αιώνια ζωή οι άτιμοι. Ξύπνιοι άνθρωποι. Σου λένε: έχεις αμαρτίες? Έλα εδώ και μην φοβάσαι, θα πιστεύεις και εμείς θα σε σώσουμε. Έχω ένα φίλο Ευαγγελιστή, κάθε φορά που βγαίνει ο μπαγάσας από την εκκλησία, είναι σαν αλαφιασμένος. Αυτός είναι ήδη σωσμένος, κολλητός του θεού. Βρίσκεται σε καθημερινή επαφή μαζί του. Μου λέει: «ήλθε το βράδυ πάλι». Ποιος ρε Πάνο? Α να χαθείς κολασμένε, ρωτάς και ποιος!
Περνάει καλά ο Πάνος, με τέτοιες γνωριμίες, δεν του κουνιέται κανένας, ανώτερος και από τον Ζαχόπουλο. Στα χωριά οι παπάδες είναι πιο κοντά στον άνθρωπο, άρα και στις αμαρτίες. Βαράνε και κανένα άγριο αν τύχει, πάνε και στην εκκλησία για κανένα μνημόσυνο, δεν σου λένε πολλά. Δεν χρειάζεται να τους φιλήσεις και το χέρι, αν και το ζητούν οι πονηροί!!
Πηγαίνοντας το μεσημέρι στον αδελφό μου για φαγητό, ελάχιστα αυτοκίνητα στον δρόμο. Τι στο διάολο, ακόμα κοιμούνται οι συμπολίτες μου? Κοιτούσα δεξιά και αριστερά της Βείκου – ειδικότερα στο ύψος του άλσους, καμιά αλλαγή με «πέρυσι». Κουφάλα χρόνε, σκέφτηκα, ποιος έξυπνος σε δημιούργησε και σε μετράμε εφόρου ζωής? Ποιο άρρωστο μυαλό είπε: πρέπει να βάλουμε σε τάξη τα πράγματα, το σκότος να το ονομάσουμε νύκτα και το φώς να το πούμε μέρα? Ο Ησίοδος αποκλείεται, αυτός είχε προβλήματα κληρονομικά με τον αδελφό του τον Πέρση και έβριζε τον βασιλιά για τις αδικίες που είχε υποστεί. Δεν είχε χρόνο! για τέτοια.
Χρόνο τότε οι ιερείς είχαν. Έπαιρναν τα δώρα, έδιναν και στον θεό, κράταγαν και αυτοί για τον κόπο τους. Τι ζωή πέρναγαν και τότε οι κουφάλες. Όλα οικολογικά, τα σφάγια, οι πίτες, τα ζαρζαβατικά για να πάει το κρέας κάτω, κρασί διαμάντι, έλαια αιθέρια, σπά στα ασκληπιεία, όργια με τις Μαινάδες που τράβαγαν για τις κορφές τις παγωμένες νύκτες του χειμώνα.
Η γουρουνοπούλα ψημένη τέλεια. Η πέτσα της ελαφρώς τραγανή. Και εμείς κρασί διαμάντι ήπιαμε, όχι όμως θεϊκής προέλευσης. Τέτοια κρασιά πίνουν μόνο οι μυημένοι, οι βέβηλοι όχι.
Τον σιχαίνομαι τον γαλλικό καφέ, σήμερα όμως κάπως μούρθε η επιθυμία. Άναψα ένα τσιγάρο και βγήκα στο μπαλκόνι. Ψυχή δεν κυκλοφορούσε ακόμα. Η χθεσινή κραιπάλη λόγω της μέρας, τα σκυλάδικα, τα ποτά δηλητήριο, οι ρουλέτες και οι κουλοχέρηδες, οι συγκεντρώσεις στα σπίτια – πριν και μετά τον νέο χρόνο, κράτησαν τον κόσμο στον ύπνο του δικαίου.
Όταν είναι έρημη η πόλη μου αρέσει, άλλους τους φοβίζει. Μπήκα μέσα και συμπλήρωσα στην κούπα καφέ. Τράβηξα στο γραφείο μου και άνοιξα την τεχνολογία. Έβαλα μουσική από το «Τρίτο» και άνοιξα το mailbox. Πολλά μηνύματα, φίλοι, φίλες, που είχα καιρό να μιλήσω ή να μάθω νέα τους. Τα διάβασα σχεδόν όλα. Κάποια, ενός τρελού Ελβετού που βάλθηκε να σώσει τον κόσμο από το Ισλάμ, τα σβήνω στο καπάκι. Του το λέω και το ξέρει. Συνεχίζει όμως να μου στέλνει. Θέλει να με σώσει!!!
Μεγάλη μπίζνα αυτές οι θρησκείες. Πως έχουνε κάνει τον κόσμο και τις ακολουθεί, πως τα παίρνουνε από τα κεριά και την αιώνια ζωή οι άτιμοι. Ξύπνιοι άνθρωποι. Σου λένε: έχεις αμαρτίες? Έλα εδώ και μην φοβάσαι, θα πιστεύεις και εμείς θα σε σώσουμε. Έχω ένα φίλο Ευαγγελιστή, κάθε φορά που βγαίνει ο μπαγάσας από την εκκλησία, είναι σαν αλαφιασμένος. Αυτός είναι ήδη σωσμένος, κολλητός του θεού. Βρίσκεται σε καθημερινή επαφή μαζί του. Μου λέει: «ήλθε το βράδυ πάλι». Ποιος ρε Πάνο? Α να χαθείς κολασμένε, ρωτάς και ποιος!
Περνάει καλά ο Πάνος, με τέτοιες γνωριμίες, δεν του κουνιέται κανένας, ανώτερος και από τον Ζαχόπουλο. Στα χωριά οι παπάδες είναι πιο κοντά στον άνθρωπο, άρα και στις αμαρτίες. Βαράνε και κανένα άγριο αν τύχει, πάνε και στην εκκλησία για κανένα μνημόσυνο, δεν σου λένε πολλά. Δεν χρειάζεται να τους φιλήσεις και το χέρι, αν και το ζητούν οι πονηροί!!
Πηγαίνοντας το μεσημέρι στον αδελφό μου για φαγητό, ελάχιστα αυτοκίνητα στον δρόμο. Τι στο διάολο, ακόμα κοιμούνται οι συμπολίτες μου? Κοιτούσα δεξιά και αριστερά της Βείκου – ειδικότερα στο ύψος του άλσους, καμιά αλλαγή με «πέρυσι». Κουφάλα χρόνε, σκέφτηκα, ποιος έξυπνος σε δημιούργησε και σε μετράμε εφόρου ζωής? Ποιο άρρωστο μυαλό είπε: πρέπει να βάλουμε σε τάξη τα πράγματα, το σκότος να το ονομάσουμε νύκτα και το φώς να το πούμε μέρα? Ο Ησίοδος αποκλείεται, αυτός είχε προβλήματα κληρονομικά με τον αδελφό του τον Πέρση και έβριζε τον βασιλιά για τις αδικίες που είχε υποστεί. Δεν είχε χρόνο! για τέτοια.
Χρόνο τότε οι ιερείς είχαν. Έπαιρναν τα δώρα, έδιναν και στον θεό, κράταγαν και αυτοί για τον κόπο τους. Τι ζωή πέρναγαν και τότε οι κουφάλες. Όλα οικολογικά, τα σφάγια, οι πίτες, τα ζαρζαβατικά για να πάει το κρέας κάτω, κρασί διαμάντι, έλαια αιθέρια, σπά στα ασκληπιεία, όργια με τις Μαινάδες που τράβαγαν για τις κορφές τις παγωμένες νύκτες του χειμώνα.
Η γουρουνοπούλα ψημένη τέλεια. Η πέτσα της ελαφρώς τραγανή. Και εμείς κρασί διαμάντι ήπιαμε, όχι όμως θεϊκής προέλευσης. Τέτοια κρασιά πίνουν μόνο οι μυημένοι, οι βέβηλοι όχι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου