Παρασκευή 21 Νοεμβρίου 2014

Στην στρογγυλή τράπεζα ...


Αποφεύγω στο μέτρο του δυνατού τις πολλές και ανούσιες (κατά την γνώμη μου) κοινωνικές συναναστροφές. Κατ’ επέκταση και τις πολλές χωρίς νόημα κουβέντες. Αν πράττω καλά ή όχι δεν ξέρω να ειπώ, αλλά δεν έχει και σημασία.

Καλεσμένος στην οικία καλού και αγαπητού φίλου, γρήγορα και χωρίς την θέλησή μου, η κουβέντα έφτασε και στο κυνήγι του αγριόχοιρου. Στα ερωτήματα που έθετε η καλή ομήγυρη, απαντούσα σχεδόν μονολεκτικά. Δεν είχε νόημα για μένα να εξηγώ θέματα που ετίθεντο από καθαρή φιλολογική διάθεση και μόνο.

Ένας από την παρέα, καλός άνθρωπος οπωσδήποτε, αίφνης, και δίχως αιτία και αφορμή, άρχισε να ξιφουλκεί κατά των κυνηγών των αγριόχοιρων. Η στρογγυλή τράπεζα σώπασε, ακουγόταν μόνο η «οργή» του καλού ανθρώπου, που άρχισε με το κλασικό «εγώ». Σώπαινα κι εγώ, αφουγκραζόμουν τις πολλές κι ανάκατες αγανακτισμένες εξιστορήσεις του ανδρός, που δεν παρέλειψε να σημειώσει χάριν της ενημέρωσης μας ότι ήταν κάποτε κι αυτός κυνηγός.


Η στρογγυλή τράπεζα, εκεί που ήταν χαρούμενη και περνούσε καλά, έχασε την διάθεσή της από τις ορέξεις του ανδρός που σαν χείμαρρος η γλώσσα του παράσερνε κάθε τι άλλο. Αυτός ακουγόταν και τα ξύλα από το τζάκι. Οι περισσότεροι ομοτράπεζοι – άνδρες και γυναίκες, με κοιτούσαν με ύφος μάλλον απολογητικό. Ενοχλούσε η αφήγηση του πάλαι ποτέ κυνηγού. Όχι εμένα, δεν πτοούμε από ασήμαντα και χιλιοειπωμένα – αλλά άρχισαν να τους βαραίνουν ενοχές, λές κι αυτοί έφταιγαν που ο καλός άνθρωπος δεν γνώριζε που ήταν η αρχή και το τέλος της φιλολογίας.

Σε κάθε λέξη, σε κάθε πρόταση που έβγαινε από τα χείλη του, με κοιτούσε, και μερικές φορές κουνούσε και τα χέρια του, ξέρετε πως, σαν να μου έδειχνε τον σωστό δρόμο, σαν να με νουθετούσε. Τέλος πάντων, τον έβλεπα ίσα στα μάτια, έπινα το τσιπουράκι μου, τραβούσα που και που και μερικές ρουφηξιές καπνού, και απολάμβανα – ναι, απολάμβανα τις στιγμές. Μπροστά του, δεν είχε εμένα – το καταλάβαινα αυτό, είχε όλους τους κυνηγούς αγριόχοιρων της Ελλάδας. Οπότε, ήμουν εκεί και άκουγα για όλους σας!

Δεν χρειάζεται να αναφέρω λεπτομερώς το τι κοσμητικά επίθετα ακούστηκαν στην στρογγυλή τράπεζα για όλους μας. Τον άφηνα να μιλήσει. Και μιλούσε, το είχε ανάγκη, και την ώρα εκείνη ήμουν ο ψυχοθεραπευτής του, ή κάτι ανάλογο τέλος πάντων. Πέρασε αρκετή ώρα με την φωνή του να σκεπάζει κάθε άλλη διάθεση για συζήτηση, για μία έστω δεύτερη άποψη από την παρέα.

Σώπαινα, καθόμουν αναπαυτικά στην καρέκλα, το δωμάτιο ήταν ζεστό από την φωτιά και από την καλή καρδιά της καλής παρέας. Ακόμα και ο κριτής, δεν ήταν κακός, το πιστεύω αυτό. Αλλά να, έψαχνε ευκαιρία να τα πει, με βρήκε και έβγαλε τον βάσανο του.

Έξω, ακούστηκε ένα σκυλί να γαυγίζει, διέκοψε τον «λόγο του», πετάχτηκε στην πόρτα, κι ακούστηκε: «άει στο διάολο κοπρόσκυλο». Κι αυτός σε ξένο σπίτι, φιλοξενούμενος, όπως κι εγώ. «Μην πειράζεις το σκυλί, τέτοια ώρα το ταΐζω», τον διέκοψε ο οικοδεσπότης σχεδόν αγριεμένος. Και πράγματι, βγήκε έξω με ένα πιάτο φαγί. Γύρισε γρήγορα στο δωμάτιο. Σιγή. Ο βασικός κατήγορος προσεβλήθη σφόδρα που δεν συναίνεσε ο οικοδεσπότης στην διαπίστωσή του για το «κοπρόσκυλο». Και σηκώθηκε, έβαλε το πανωφόρι του, έκανε νεύμα στην γυναίκα του να σηκωθεί, κι έφτασαν στην πόρτα.

Την ύστατη ώρα, λίγο πριν μας αποχαιρετήσει, τον ρωτάω: «τώρα δεν κυνηγάς καθόλου ή βγαίνεις που και που;». Σαν να τον χτύπησε ρεύμα, γύρισε προς την μεριά μου. Με το ένα χέρι κρατούσε το πόμολο τα πόρτας, την είχε ανοίξει διάπλατα, και η γυναίκα του είχε φτάσει στο πλατύσκαλο, και χαρούμενος στο άκουσμα της ερώτησης μου, απαντά: «έχω να βγάλω άδεια κυνηγίου 12 χρόνια. Σιγά μην τους τα δίνω. Όποτε θέλω βγαίνω και κυνηγάω. Ξέρεις πόσα γουρούνια έχω φάει εγώ; Εσένα θα περιμένω να μου δώσεις; Βγαίνω μόνος μου όποτε γουστάρω και δεν δίνω λογαριασμό σε κανένα». Έκλεισε την πόρτα πίσω του με δύναμη και χάθηκε στο σκοτάδι.

Ο οικοδεσπότης του σπιτιού, με κοίταξε λυπημένος και πήγε να απολογηθεί. Τον σταμάτησα, δεν χρειάζεται να χαλάμε την ζαχαρένια μας για θέματα που δεν καταλαβαίνουμε. Οπότε, ας πάμε παρακάτω …

===============


Δημοσιεύθηκε στο «Κυνήγι» του Ελεύθερου Τύπου την Τετάρτη 19 Νοεμβρίου 2014