Πέμπτη 18 Φεβρουαρίου 2010

Στο μπουρδέλο του Μιρά ...

Από το blog του Φώτη Βασιλείου

-------------------------------------------------------------
Μιχάλης Γενίτσαρης: Η ζημιά στο μπουρδέλο του Μιρά

Αντιγράφω τις σελίδες 35-39 από την αυτοβιογραφία του Μιχάλη Γενίτσαρη Μάγκας από μικράκι, η οποία είχε κυκλοφορήσει από τις Εκδόσεις Δωδώνη σε επιμέλεια Στάθη Gauntlett. Το βιβλίο βρίσκεται εκτός εμπορίου και μακάρι να επανεκδοθεί σύντομα:

Εγώ εκεί έμπλεξα με μια γκόμενα –την έλεγαν Σοφία· ήταν ελευθέρων ηθών –η οποία εμένα μάλλον με ξεμυάλισε. Όπως ήμουνα τρελός, απόγινα μαζί της.

Μια μέρα έρχεται στο κέντρο ο πατέρας του Χιώτη του Μανόλη, ο Διαμαντής, με έναν άλλον. Εγώ το Χιώτη το Διαμαντή τον ήξερα· τον άλλον δεν τον ήξερα. Με φωνάζουν στην παρέα, με συστήνουν, και μου λένε ότι ο άλλος ήτανε […] που είχε ένα μπουρδέλο στη Θήβα και ήθελε να μαζέψει γυναίκες, να τις πάει στο νταραβέρι που είχε. Με ψήσανε εμένα να αφήσω τη Σοφία να πάει στη Θήβα και κάθε βδομάδα να ‘ρχεται. Έπεσε όλη η σωματεμπορία απάνω μου, μ’ έψησαν, και εγώ την άφησα να πάει στη Θήβα.

Εκεί που πήγε όμως η Σοφία, ο Μιράς (γιατί έτσι τον έλεγαν αυτόν που είχε το μπουρδέλο) έβαλε έναν νωματάρχη ονόματι Δημητράκη (έτσι τον φώναζαν) και ερωτεύτηκε τη Σοφία. Ώσπου σε δέκα μέρες εγώ λαβαίνω γράμμα και μου γράφει: «Μιχάλη, εγώ δεν πρόκειται να ‘ρθω ξανά στην Αθήνα. Θα παντρευτώ έναν ενωματάρχη. Και το σπίτι που έχω στην Αθήνα καν’ το ό,τι θες». Γιατί όταν έφυγε από την Αθήνα, μου άφησε τα κλειδιά του σπιτιού –είχε πλερωμένα τρία ενοίκια και είχε φύγει.

Εγώ μόλις έλαβα το γράμμα, μου ήρθε ο ουρανός σφοντύλι. Την άλλη μέρα το πρωί φωνάζω έναν παλιατζή και πουλάω όλα τα πράματα του σπιτιού της –μέχρι φωτογραφίες της μάνας της. Όπως ήταν, όλα μαζί: κρεβάτι, ντουλάπες, κομοδίνα, ρούχα, φορέματα, όλα -2,500 χιλιάδες.

Παίρνω τα λεφτά, παίρνω τον ανιψιό του Βλάχου του Αντώνη, το Χρήστο το Μαρίνο, Μενιδιάτης κι αυτός – παιδί λουλούδι. Τότε ήταν φυγόδικος· είχε χτυπήσει ένα ενωματάρχη στο Μενίδι και τον κυνηγούσανε, και τον έκρυβα εγώ στο δωμάτιο της γκόμενας που είχα. Πάμε μεθάμε, κατεβαίνουμε στον Περαία, βρίσκω άλλον ένανε φίλο μου, το Στράτο Κουτσομπόλη, που ήταν κι αυτός ίδια φάρα με μας, και αρχινάμε το ούζο. Μέχρι που εγώ βγάζω συμπέρασμα να πάμε στη Θήβα, με ένα ταξί και να πάρουμε τη Σοφία –με το ζόρι αν δεν ήθελε νά ‘ρθει. Έτσι και έγινε.

Πάμε στου Μαυρομάτη, που ήταν στο «Δάσος». Εγώ στη δουλειά δεν πήγα – πάω στη καβάτζα που είχα στο κέντρο. Είχα ένα μπιστόλι Κολτς 38 και μια ξιφολόχη του στρατού. Τα παίρνω. Ο Μαρίνης είχε κι αυτός μπιστόλι. Οπλίζεται και ο Κουτσομπόλης, και βρίσκουμε του Στράτου του Παγιουμτζή το γαμπρό, που ήτανε σωφέρ, να μας πάει στη Θήβα. Μας ζήτησε τότες πεντακόσιες δραχμές. Εγώ του έδωκα οχτακόσιες –με τη διαφορά, ό,τι του πούμε θα έκανε. Παίρνουμε μαζί δυο μπουκάλες ούζο και ξεκινάμε για τη Θήβα. Στο δρόμο κάνουμε σχέδια τι θα κάνουμε. Η ώρα ήταν που φύγαμε απ’ την Αθήνα 11 τη νύχτα.

Φτάνουμε στη Θήβα. Μας έχουνε πει ότι μες στο μπουρδέλο κάθε βράδυ αδύνατον να μην υπάρχει χωροφύλακας μέσα να κοιμάται. Πάμε το βρήκαμε· ήταν σε μια ερημιά, ένα βουνό, μακριά από την πόλη. Μπρος από το μπουρδέλο ήταν ένα ποτάμι με μια γεφυρούλα που μόνο με τα πόδια πέρναγες. Σταματάμε, αφήνουμε το ταξί και πάμε με τα πόδια.

Ένα σπίτι μεγάλο, χωργιάτικιο, με δυο-τρία δωμάτια κάτω και άλλα τόσα απάνω. Θεοσκότεινο. Κοιτάμε από μια πόρτα που είχε δυο τζαμιλίκια και βλέπουμε ότι πίσω ακριβώς από την πόρτα είχανε βάλει τραπέζια και καρέκλες, γιατί ήτανε το καφενείο αυτό. Τότε κάνουμε σχέδιο να την σπρώξουμε και να μπούμε μέσα.

Ώσπου να το πούμε, εγώ έχω πάρει δρόμο, έχω ρίξει την πόρτα. Μπαίνω μέσα και πάω γραμμή σε μια λάμπα με φυτίλι, που ήτανε χαμηλωμένη. Την σηκώνω και φέγγει – μέσα κανείς, αλλά από πάνου φωνές και «Βοήθεια!» Εμείς είχαμε βγάλει τα μπιστόλια, έχω και τα μαχαίργια. Μπαίνω εγώ πρώτος στο άλλο δωμάτιο κάτου, βλέπω μια σκάλα που έβγαινε τον ανήφορο στα απάνω δωμάτια, αλλά δεν μπορούσα να πάω απάνω, μήπως ήτανε η χωροφυλακή και μου έριχνε στη σκάλα. Δεν φαινότανε κανένας. Εμείς όμως είχαμε ξηγηθεί με την παρέα μου, το Μαρίνη και τον Κουτσομπόλη, εάν βρίσκαμε κίνδυνο, θα ρίχναμε στο ψητό και θα πηγαίναμε στο βουνό να γίνουμε αντάρτες. Αλλά η καλή μας τύχη που δεν ήτανε το βράδυ η χωροφυλακή εκεί, παρά μόνο ένας ανθυπολοχαγός, τον οποίο εγώ βλέπω να κατεβαίνει τις σκάλες και να βάζει το χιτώνιο. Αλλά δεν είχα προσέξει που έβαλε το χέρι του να φτιάξει την εξάρτυση και νόμιζα ότι βγάζει μπιστόλι, γιατίς το φως εκεί που ήτανε δεν επαρκούσε. Και όπως βαστάω στο ‘να χέρι το μπιστόλι και στο άλλο την κάμα, του δίνω μια κάτω από την ελιά του ποδιού του και η κάμα βγαίνει πίσω στο κωλομέρι. Σωρό-κουβάρι από τις σκάλες, με φωνές σαν ουρλιαχτά.

Τότε έγινε το σώσε. Αποπάνω από τις σκάλες βλέπω τη Σοφία και πεντέξι από τις άλλες γυναίκες να φωνάζουνε σαν τρομαγμένα θηρία. Ο Κουτσομπόλης είχε κάτσει όξω, ο Μαρίνης κάτω στις σκάλες, και εγώ πάω απάνω. Μόλις ανεβαίνω απάνω, βλέπω ένανε άντρα που έχει ανοίξει ένα παράθυρο από πίσω από το σπίτι, που ήτανε και πιο χαμηλά, και πηδάει έξω. Εγώ τρέχω στο παράθυρο νομίζοντας ότι είναι ο ενωματάρχης, του ρίχνω, αλλά αυτός χάθηκε· έτρεχε πολύ. Τότε γυρίζω εγώ, μαγκώνω τη Σοφία από τα μαλλιά και την τραβάω να μου πει πού είναι το δωμάτιό της. Μπαίνω σε ένα, ήταν μια ντουλάπα με καθρέφτη, σπάω τον καθρέφτη, σπάω μια κανάτα μεγάλη με μια λεκάνη. Αλλά η Σοφία φοβήθηκε και φεύγει να πάει κάτω. Τότε εγώ φωνάζω του Στράτου να την πιάσει, και περιλαβαίνω την μαντάμα (ονόματι Μαργιώ) να μου δείξει το δωμάτιο της Σοφίας. Αυτή φοβάται να μου το δείξει, γιατί νομίζει ότι εγώ θα της κάψω τα ρούχα.

Και τότες αρχινάει η ζημιά· δεν αφήνω δωμάτιο γερό. Τα ‘σπασα όλα μέσα: ντουλάπες, λαβουμάνα, ρούζα έσχιζα, και άλλα. Ώσπου μπαίνω στο δωμάτιο της μαντάμας μέσα, χωρίς να ξέρω ότι είναι της μαντάμας. Ορμάει κι αυτή μέσα, φοβούμενη μη της σπάσω κι αυτηνής, και πάει να μου αρπάξει την κάμα που βαστούσα στα χέρια. Τότε γίνεται το μοιραίο· της κόβω το χέρι και της αφαιράω δύο δάχτυλα. Μπήζει τις φωνές.

Αλλά έχει συμβεί και έξω αναταραχή. Αυτός που είχε πηδήσει από το παράθυρο, τον είδε ο Κουτσομπόλης και φοβήθηκε, και φωνάζανε εμένα να κατεβώ να φύγουμε, γιατί ο ανθυπολοχαγός αιμορραγούσε. Εγώ σαν θηρίο, χωρίς να καταλαβαίνω τι έκανα, κατεβαίνω κάτου, ρωτάω το Μαρίνη πού είναι η Σοφία.

Μου λέει:

- Μου έφυγε, βγήκε έξω.

Μπήζω τη φωνή του Κουτσομπόλη. Μου λέει αυτός ότι δεν την είδε. Τότε βάζω χέρι και στα κάτω δωμάτια – τα ‘σπασα όλα· δεν άφησα τίποτα.

Τότε συγκεντρωνόμαστε να φύγουμε – εγώ παίρνοντας της Σοφίας όλα τα ρούχα στην αγκαλιά μου – και πά ‘να φύγουμε. Αλλά πίσω μας δεν ακούς τίποτα άλλο από ουρλιαχτά κι από «Βοήθεια!».
--------------------------------------------------------------

Ρεμπέτικα τραγούδια ακούτε από το rebetiko.sealabs